Πώς βλέπει η Γερμανία την Ελλάδα10 χρόνια μετά το δημοψήφισμα;

Οταν σήμερα, από τη γερμανική σκοπιά, ανατρέχει κανείς στα γεγονότα που συνέβησαν γύρω από το ελληνικό δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015, εξακολουθεί να εκπλήσσεται από τις σκληρές πολώσεις που χαρακτήριζαν τότε τις πολιτικές σχέσεις μεταξύ Βερολίνου και Αθήνας. Ευτυχώς, οι προσπάθειες αποκλιμάκωσης από τις δύο πλευρές κατά την τελευταία δεκαετία επέτρεψαν την επαναπροσέγγιση. Αυτές οδήγησαν σε διάφορες θετικές εξελίξεις. Ωστόσο, παραμένουν ουλές και εξακολουθούν να υπάρχουν διμερή προβλήματα.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν ένα πολιτικό πλήγμα για την τότε καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ. Είχε κυριαρχήσει στη συζήτηση για την αντιμετώπιση της κρίσης του ευρώ στη Γερμανία και ήταν αποφασισμένη να κάνει το ίδιο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, η γερμανική πολιτική δεν κατάφερε να καταλάβει τους λόγους για το σαφές αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Το Βερολίνο υποτίμησε το μέγεθος της οργής και των διαμαρτυριών στην ελληνική κοινωνία. Η απόρριψη με το «Οχι» δεν στρεφόταν μόνο κατά της πολιτικής λιτότητας που επέβαλαν το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και κατά της Μέρκελ και της κυβέρνησής της. Αυτό έγινε πιο εμφανές από τις δημόσιες διαφωνίες στις συναντήσεις μεταξύ του τότε γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και του έλληνα ομολόγου του Γιάνη Βαρουφάκη. Ο Σόιμπλε είχε ως κύριο στόχο να περιορίσει τις επικίνδυνες εξελίξεις στην Αθήνα και να αποτρέψει την κλιμάκωσή τους σε δράμα για την ευρωζώνη. Ο Βαρουφάκης επιδίωκε ακριβώς το αντίθετο: στόχευε να μετατρέψει ένα μεγάλο ελληνικό πρόβλημα σε ευρωπαϊκή κρίση.

Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015 αποτέλεσε ένα ισχυρό ερέθισμα για τους λαϊκιστές στη Γερμανία. Επανειλημμένα ακούστηκαν φωνές που ζητούσαν ένα προσωρινό ή μόνιμο Grexit. Μέλη του κυβερνητικού συνασπισμού της καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ ζήτησαν την άμεση αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ.

Ωστόσο, η πιο δυνατή φωνή υπέρ του Grexit ήταν αυτή του νεοσύστατου ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), το οποίο δέκα χρόνια αργότερα είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στο γερμανικό κοινοβούλιο.

Στο δεύτερο εξάμηνο του 2015, μια διαφορετική αφήγηση άρχισε σταδιακά να κυριαρχεί στη γερμανική πολιτική. Η σφοδρή κριτική κατά της Ελλάδας από μέρη των γερμανικών μέσων ενημέρωσης και της πολιτικής σκηνής έδωσε τη θέση της σε μια σταδιακή επανεκτίμηση της κυβέρνησης Τσίπρα στην Αθήνα ως απαραίτητου εταίρου, ενόψει των αυξανόμενων ροών προσφύγων που άρχισαν να καταφθάνουν στη Γερμανία το φθινόπωρο του 2015.

Η επανεκτίμηση αυτή οδήγησε σε ρητορική αποκλιμάκωση μεταξύ των πολιτικών ηγετών στο Βερολίνο και την Αθήνα. Αλλά δεν πρέπει να μας ξεγελάσει αυτή η υποτιθέμενη «φιλική» επανερμηνεία της Ελλάδας. Η Γερμανία χρειαζόταν την Ελλάδα για να περιορίσει την εισροή προσφύγων και να τους κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο στα ελληνικά νησιά, ώστε να μη φτάσουν στον πραγματικό προορισμό τους.

Πώς βλέπει η γερμανική πολιτική σήμερα την Ελλάδα, δέκα χρόνια μετά το δημοψήφισμα του 2015; Η επίσκεψη του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Βερολίνο τον Μάιο του 2025 ήταν σε πλήρη αντίθεση με την υποδοχή που είχε λάβει ο Τσίπρας μια δεκαετία νωρίτερα και με τον τρόπο με τον οποίο ο πρωθυπουργός είχε προκαλέσει τότε την καγκελάριο.

Στην ημερήσια διάταξη βρίσκονται και σήμερα θέματα μετανάστευσης και οι επιφυλάξεις της Ελλάδας έναντι των γερμανικών εξαγωγών όπλων στην Τουρκία, με λέξη-κλειδί το Eurofighter. Το ζήτημα του πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η πλήρης εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δείχνει με ποιον τρόπο ο Μητσοτάκης και ο καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς θέλουν να εδραιώσουν μια κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική άμυνας και αποτροπής έναντι του ρώσου δικτάτορα Πούτιν.

Αλλά και κάτι άλλο έχει αλλάξει στις διμερείς σχέσεις. Σήμερα, οι όροι «κρίση στην Ελλάδα» και «Grexit» έχουν εξαφανιστεί σχεδόν εντελώς από τη γερμανική γλώσσα. Τη θέση τους έχουν πάρει σκέψεις για το τι μπορεί να μάθει η Γερμανία από την εμπειρία της Ελλάδας τα τελευταία δέκα χρόνια. Αυτή η δημόσια συζήτηση διεξάγεται στο Βερολίνο από διάφορους πολιτικούς και μεμονωμένες εργοδοτικές οργανώσεις όταν πρόκειται για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να εφαρμόσει άμεσα η Γερμανία.

Πριν από μία δεκαετία οι πολιτικοί στο Βερολίνο δίδασκαν με υψωμένο δάχτυλο τους έλληνες ομολόγους τους τι πρέπει να κάνουν για να αποφύγουν την κρατική χρεοκοπία, π.χ. με την παράλογη απαίτηση να πουλήσουν ελληνικά νησιά. Σήμερα, αντίθετα, κυρίως συντηρητικοί πολιτικοί κύκλοι αναδεικνύουν την Ελλάδα ως πρότυπο για να υπογραμμίσουν πώς πρέπει να είναι τα δικά τους μαθήματα στο Βερολίνο.

Οι πληγές έχουν επουλωθεί, αλλά οι ουλές, ακόμη και μία δεκαετία αργότερα, δείχνουν ότι πολλοί έλληνες πολίτες δεν έχουν ξεχάσει πόσο δραματική ήταν η κατάσταση το καλοκαίρι του 2015 και ποια ήταν η ευθύνη της Γερμανίας τότε. Ωστόσο, η μνήμη αυτής της ευθύνης φαίνεται να έχει ξεχαστεί στη Γερμανία.

Ο Jens Bastian ήταν μέλος της Task Force για την Ελλάδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 2011 έως το 2013. Είναι ανώτερος ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Από 2022 έως 2025 εργάστηκε στο Ιδρυμα SWP στο Βερολίνο