
1998. Η Ινδία και το Πακιστάν πραγματοποιούσαν το όνειρο της δικής τους ατομικής βόμβας, ώστε να μπουν στην ομάδα των μεγάλων πυρηνικών δυνάμεων. Τα χρηματιστήρια της Ασίας κατέρρεαν και στην Ινδονησία έπεφτε η μακρόχρονη δικτατορία του Σουχάρτο, ο οποίος έχανε μεν την εξουσία, αλλά όχι και τα δεκαέξι δισεκατομμύρια δολάρια που του είχε αποφέρει. Ο Φρανκ Σινάτρα, «Η Φωνή», σιωπούσε για πάντα, και μαζί του απέμενε βουβός και ο πλανήτης. Εντεκα ευρωπαϊκές χώρες συμφωνούσαν να θέσουν σε κυκλοφορία ένα ενιαίο νόμισμα, το ευρώ. Καλά πληροφορημένες πηγές στο Μαϊάμι ανακοίνωναν την ανατροπή του Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος θα κατέρρεε από στιγμή σε στιγμή. O Ζοάο Χαβελάνζε εγκατέλειπε τον θρόνο του παγκόσμιου ποδοσφαίρου και τη θέση του καταλάμβανε ο δελφίνος Γιόζεφ Μπλάτερ, ο αυλάρχης του βασιλείου.
Στην Αργεντινή φυλακίστηκε ο στρατηγός Βιντέλα, ο οποίος κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του (1975) είχε κηρύξει, μαζί με τον Χαβελάνζε, την έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου. Το 1998 ένα νέο Μουντιάλ άρχιζε στη Γαλλία. Παρά την απεργία της Air France, που δυσκόλεψε αρκετά τα πράγματα, τριάντα δύο εθνικές ομάδες συγκεντρώθηκαν στο εκθαμβωτικό στάδιο Σεν Ντενί για να διεκδικήσουν το τελευταίο Μουντιάλ του αιώνα: δεκαπέντε ευρωπαϊκές, οκτώ αμερικανικές, πέντε αφρικανικές και δύο ασιατικές. Υστερα από ένα μήνα «μαχών» σε κατάμεστα στάδια, η γηπεδούχος Γαλλία και το φαβορί, η Βραζιλία, διασταύρωσαν τα ξίφη τους στον τελικό.
Η Βραζιλία έχασε 3-0. Πρώτος σκόρερ αναδείχθηκε ο Κροάτης Σούκερ με έξι γκολ, ακολουθούμενος από τον Αργεντινό Μπατιστούτα και τον Ιταλό Βιέρι, που πέτυχαν από πέντε γκολ. Σύμφωνα με μια επιστημονική έρευνα που έφερε στη δημοσιότητα εκείνες τις μέρες η εφημερίδα «Daily Telegraph» του Λονδίνου, οι φανατικοί εκκρίνουν κατά τη διάρκεια του αγώνα την ίδια τεστοστερόνη με αυτή των ποδοσφαιριστών. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι και οι πολυεθνικές ιδρώνουν όσο και οι φανέλες των παικτών. Η Βραζιλία δεν μπόρεσε να στεφθεί για πέμπτη φορά πρωταθλήτρια. Η Adidas όμως τα κατάφερε.
Από το Μουντιάλ του ’54, όταν πρωταθλήτρια στέφθηκε η Δυτική Γερμανία, ήταν η πέμπτη φορά που το Κύπελλο το κατακτούσε ομάδα που αντιπροσώπευε τη μάρκα με τις τρεις γραμμές. Η Adidas ύψωσε μαζί με τη Γαλλία το παγκόσμιο τρόπαιο από ατόφιο χρυσάφι, ενώ ο Γάλλος Ζινεντίν Ζιντάν κατέκτησε το τρόπαιο του καλύτερου παίκτη. Η αντίπαλη εταιρεία Nike αρκέστηκε στη δεύτερη και τέταρτη θέση, που κατέλαβαν η Βραζιλία και η Ολλανδία, ενώ ο Ρονάλντο, το αστέρι της Nike, έπαιξε άρρωστος στον τελικό. Το γερό χτύπημα το κατάφερε μια μικρότερη εταιρεία, η Lotto, που με την εκπληκτική Κροατία, η οποία δεν είχε πάρει μέρος ποτέ σε Μουντιάλ, κατέκτησε την τρίτη θέση, ενάντια σε όλα τα προγνωστικά.
Στη συνέχεια, το χορτάρι του Σεν Ντενί πουλήθηκε σε κομμάτια, όπως είχε συμβεί και στο προηγούμενο Μουντιάλ, στο Λος Αντζελες. Οι διασημότεροι ποδοσφαιριστές είναι προϊόντα που πουλάνε προϊόντα. Στην εποχή του Πελέ, ο παίκτης έπαιζε – κι αυτό ήταν όλο, ή σχεδόν όλο. Στην εποχή του Μαραντόνα κι ενώ η τηλεόραση και η μαζική διαφήμιση βρίσκονται στο απόγειο της δόξας τους, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο Μαραντόνα κέρδισε πολλά χρήματα, αλλά πλήρωσε ακριβά: κέρδισε με τα πόδια του, πλήρωσε με την ψυχή του. Στα δεκατέσσερά του ο Ρονάλντο ήταν ένας φτωχός μιγάς από τις παραγκουπόλεις του Ρίο ντε Ζανέιρο, με πεταχτά δόντια σαν του κουνελιού και πόδια καλού σκόρερ, που δεν μπορούσε να παίξει στη Φλαμένγκο γιατί δεν είχε λεφτά για το εισιτήριο του λεωφορείου.
Στα είκοσι δύο του ο Ρονάλντο χρέωνε ήδη χίλια δολάρια την ώρα, ακόμα και τις ώρες του ύπνου του. Εξουθενωμένος από τη λατρεία του πλήθους και την πίεση του χρήματος, υποχρεωμένος να κάνει πάντα λαμπρές εμφανίσεις και πάντα να κερδίζει, ο Ρονάλντο υπέστη νευρικό κλονισμό με βίαιους σπασμούς, λίγες ώρες πριν από τον τελικό του Μουντιάλ του ’98. Λένε πως η Nike τον ανάγκασε να παίξει στον αγώνα εναντίον της Γαλλίας. Η αλήθεια είναι ότι έπαιξε χωρίς να παίξει, και δεν μπόρεσε να επιδείξει, όπως έπρεπε, τις αρετές του νέου μοντέλου παπουτσιών, του R-9, που η Nike λάνσαρε στην αγορά μέσα από τα πόδια του.
Στο τέλος του 20ού αιώνα, οι αθλητικοί ρεπόρτερ μιλούν όλο και λιγότερο για τις ικανότητες των παικτών και όλο και περισσότερο για τις αμοιβές τους. Οι ηγέτες, οι επιχειρηματίες, οι μάνατζερ και όλοι οι άλλοι που παίρνουν μέρος στο μοίρασμα της πίτας βρίσκονται όλο και συχνότερα στα αθλητικά ρεπορτάζ. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια η «πάσα» αφορούσε τη διαδρομή της μπάλας από τον έναν παίκτη στον άλλο. Τώρα η «πάσα» αφορά μάλλον τη διαδρομή του παίκτη από τη μια ομάδα στην άλλη ή από τη μία χώρα στην άλλη. Πόσο αποδίδουν οι διάσημοι, σχετικά με την επένδυση;
Οι ειδικοί μάς βομβαρδίζουν με το λεξιλόγιο της εποχής μας: πρόταση, αγορά, οψιόν αγοράς, πώληση, δανεισμός, ανατίμηση, υποτίμηση. Στο Μουντιάλ του ’98 οι οθόνες των τηλεοράσεων ανά τον κόσμο κατακλύστηκαν από τη συλλογική συγκίνηση, την πλέον συλλογική όλων των συγκινήσεων. Εγιναν όμως και βιτρίνες επίδειξης εμπορευμάτων. Υπήρξε άνοδος και πτώση στο χρηματιστήριο των ποδιών.
Ο Γιόζεφ Μπλάτερ, ο νέος μονάρχης του ποδοσφαίρου, έδωσε στα τέλη του 1995, όταν ήταν ακόμα το δεξί χέρι του Χαβελάνζε, μια συνέντευξη στο βραζιλιάνικο περιοδικό Placar. Ο δημοσιογράφος ζήτησε τη γνώμη του για το διεθνές συνδικάτο ποδοσφαιριστών που βρισκόταν στα σκαριά: «Η FIFA δεν συζητά με ποδοσφαιριστές», απάντησε ο Μπλάτερ. «Οι ποδοσφαιριστές είναι εργαζόμενοι στις ομάδες».
Τη στιγμή που αυτός ο γραφειοκράτης εξαπέλυε την περιφρόνησή του, ερχόταν ένα ευχάριστο νέο για τους αθλητές και για όσους πιστεύουμε στην ελευθερία επιλογής της εργασίας και στα ανθρώπινα δικαιώματα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Λουξεμβούργου, η ανώτατη αρχή της Ευρώπης, έκανε δεκτή την προσφυγή του βέλγου ποδοσφαιριστή Ζαν-Μαρκ Μποσμάν και αποφάσισε ότι οι ευρωπαίοι ποδοσφαιριστές θα μένουν ελεύθεροι από τις ομάδες τους με τη λήξη των συμβολαίων τους. Αργότερα, ο επονομαζόμενος νόμος Πελέ, που ψηφίστηκε στη Βραζιλία, αποτέλεσε και αυτός σημαντικό βήμα για να σπάσει η φεουδαρχική μορφή δέσμευσης: σε πολλές χώρες οι ποδοσφαιριστές αποτελούν περιουσιακό στοιχείο των ομάδων που στnν πλειονότητά τους είναι επιχειρήσεις μεταμφιεσμένες σε «μη κερδοσκοπικούς συλλόγους».