Η Πανδώρα Σταφυλά είναι μια νεαρή γυναίκα της εποχής μας. Απόφοιτος Πολυτεχνείου, απεχθάνεται οποιαδήποτε αναφορά σε πατριαρχία ή σεξισμό, γκουγκλάρει το όνομά της στο Διαδίκτυο και προσπαθεί να ανακαλύψει χαρτζιλίκι ακόμη κι εκεί που δεν υπάρχει. Κάποια στιγμή ανοίγει η διαθήκη του θείου της, Απόστολου Σταφυλά, ο οποίος ορίζει πως εάν η ανιψιά του καταφέρει να εκλεγεί στην ελληνική Βουλή, κληρονομεί ακίνητο στην οδό Κωνσταντίνου στην Αθήνα. Η Πανδώρα ρίχνει την πρώτη ζαριά και δέχεται να «μαθητεύσει» δίπλα στον παλιό βουλευτή Παναγή Αρέστη. Μία από τις πρώτες «αποστολές» σ’ αυτή την εκπαιδευτική διαδικασία είναι η συνάντηση με τον κ. Φλυτζανόπουλο, τον οποίο ο Αρέστης συστήνει στην Πανδώρα ως «πυλώνα της αγροτικής οικονομίας του τόπου». Οι διάλογοι που ακολουθούν από την «Πανδώρα» θυμίζουν προφανώς τους πρόσφατους στην υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ. Αναδημοσιεύουμε το σχετικό απόσπασμα με την άδεια του εκδοτικού οίκου.
Το πολιτικό γραφείο στεγάζεται σε ένα από τα μετρημένα νεοκλασικά της Σταφιδούπολης που λυπήθηκε η ανοικοδόμηση στις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Ενα όμορφο διώροφο είναι με ψηλά παράθυρα, σκαλιστά κάγκελα, γιασεμιά και μπουκαμβίλιες να αναρριχώνται στους τοίχους του. «Παναγής Λ. Αρέστης» γράφει η μεγάλη ταμπέλα – πλάι στο όνομα το έμβλημα του κόμματος και από κάτω τα τηλέφωνα επικοινωνίας, «υπήρξε ένας, ένας έστω άνθρωπος ποτέ» αναρωτιέται η Πανδώρα «που να σημείωσε περνώντας απ’ έξω τον αριθμό και να τον κάλεσε για να μιλήσει με τον βουλευτή;».
Χτυπάει δειλά το κουδούνι. Εάν τη ρωτήσουν τι ζητάει, δεν αποκλείεται και να το βάλει στα πόδια. Μα όχι, τη γνωρίζουν. «Καλώς ορίσατε, κυρία Σταφυλά!» την υποδέχονται. «Σας περιμένει. Ολοκληρώνει ένα ραντεβού, καθίστε πέντε λεπτάκια, να σας παραγγείλουμε καφέ;»…
«Καλώς την!» την υποδέχεται. «Η Πανδώρα Σταφυλά είναι η καινούρια επιστημονική μου σύμβουλος…» τη συστήνει στον επισκέπτη του – δεν χρειάζεται καν να της κάνει νόημα να μην τον διαψεύσει. «Ο κύριος Φλυτζανόπουλος. Κεφάλαιο, πυλώνας της αγροτικής οικονομίας του τόπου μας».
Κλαρίνο ο Φλυτζανόπουλος, χειραψία ολόθερμη, μόλις πριν από το χειροφίλημα. Κοντός, στρογγυλός, φαλακρός, ηλικία ακαθόριστη, μεταξύ πενήντα και εβδομήντα, πετσί ηλιοκαμένο, σκαμμένο από ρυτίδες. Μπιρμπιλωτά ματάκια, μύτη γουρουνιού.
«Συνέχισε, Λουκά. Από την Πανδώρα δεν έχουμε μυστικά».
«Ε τι να συνεχίσω; Το χάλι μας το μαύρο σού το είπα. Καθυστερεί η επιδότηση, τα έξοδα τρέχουν, οι ζωοτροφές, τα πετρέλαια αύξηση πάνω στην αύξηση, για φαλιμέντο είμαι…»
«Πόσα κεφάλια δηλώνεις;»
«Δύο – δυόμισι χιλιάδες…»
«Πόσα έχεις στο μαντρί και πόσα στο συρτάρι;»
«Ε, δεν θα έχω;»
«Σύρε γαμήσου, ρε!».
«Ε, μισά μισά…»
«Αρχ*****! Αν έχεις πάνω από πεντακόσια –άντε εξακόσια– στο μαντρί, σου τα πληρώνω εγώ από την τσέπη μου! Πάμε να τα μετρήσουμε τώρα!»
«Εντάξει, και τι διαφορά κάνει;»
«Το ξέρεις ότι είναι ποινικό; Πως δεν θα σου ζητάνε απλώς όλα τους τα λεφτά πίσω, μα θα σε χώσουνε και μέσα; Τα γάλατα έχουν σφίξει, φουκαρά μου. Τρίζει η Ευρωπαϊκή Ενωση. Καταρρέουν τα ταμεία της. Από κάτι σαν εσένα!»
«Εχει συμφέρον η Ελλάδα να μένει στο ευρώ;» επιχειρεί ρελάνς ο Φλυτζανόπουλος.
Ο Αρέστης κάνει τότε μια σατανική γκριμάτσα, παίρνει ύφος τρελού. «Μπα; Γύρισε το φύλλο; Γίναμε –και καλά– αντισυστημικοί; Ευρωσκεπτικιστές;»
«Δεν είπα αυτό…»
«Τι είπες; Πήγαινε, ρε, στα κουμμούνια να σε σώσουν! Που έφαγαν τον παππούλη σου στον συμμοριτοπόλεμο!»…
«Είχες ξαναγνωρίσει, Πανδώρα, κτηνοτρόφο;»
«Οχι».
«Πού να ’χεις; Απατεώνες οι περισσότεροι. Κακιάς σποράς γεννήματα. Ζουν εις βάρος του Ευρωπαίου φορολογούμενου. Σαράντα πέντε χρόνια τώρα, δυο γενιές. Κλαίγονται κι από πάνω…»
«Τι εννοούσατε “πόσα έχεις στο συρτάρι”;»
Ο Παναγής γελάει. «Στα πρόβατα και στα κατσίκια φοράνε διά νόμου σκουλαρίκι. Ωστε να φαίνεται ποιο ανήκει στο κοπάδι τους και να μπορούν να τα αμολάνε για βοσκή και έπειτα να τα εντοπίζουν από το σήμα που εκπέμπουν. Τα σκουλαρίκια τα παραλαμβάνεις από την αρμόδια υπηρεσία, υπογράφοντας υπεύθυνη δήλωση ότι εκτρέφεις τόσα αμνοερίφια. Βάσει της δήλωσής σου βγαίνουν οι επιδοτήσεις. Συμφέρει άρα να φουσκώνεις τα νούμερα – τις καλές εποχές είχαν φτάσει οι δικοί μας ως και να τα δεκαπλασιάζουν, πίστεψέ το! Σήμερα πλέον δύο στα τρία σκουλαρίκια, κατά μέσον όρο, περνιούνται όντως στα αυτιά που προορίζονται. Το άλλο καταλήγει στο συρτάρι. Στην ελληνική ύπαιθρο, καλή μου, τα συρτάρια βελάζουν!».
«Τόσο κορόιδα είναι αυτοί που δίνουν τα λεφτά;»
«Δικά τους είναι τα λεφτά; Δεν αφήνουμε –εννοείται– τον φουκαρά τον Ελληνα αγρότη να αντιμετωπίζει αβοήθητος τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Τον προστατεύουμε, τον καλύπτουμε, νομοθετούμε εν ανάγκη υπέρ του. Γι’ αυτό δεν μας ψηφίζει;».
Η Πανδώρα τον κοιτάει με το στόμα μισάνοιχτο. Ενα κομμάτι του εαυτού της έχει ψιλοφρίξει. Φαντάζεται τον πατέρα της να περνάει πριονοκορδέλα τον Παναγή κι όλο το σάπιο σύστημα που εκπροσωπεί, «εσείς τους διαφθείρατε!» να τον κεραυνοβολεί, «εσείς τους κάνατε παράσιτα, εξαρτημένους από τις Βρυξέλλες!».