Ηρακλής Μεταξάς: Έλληνας Μπολσεβίκος στο κόκκινο σύνορο του Μπακού

Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία τόσο συγκλονιστικές, τόσο πυκνά υφασμένες με αντικρουόμενα οράματα και προδοσίες, ώστε ακόμη και οι πιο σύντομες ζωές που παγιδεύονται εντός τους, δύνανται να φωτίσουν ολόκληρο το ιστορικό υφαντό. Ο Ηρακλής Μεταξάς, Έλληνας εκ καταγωγής και γεννημένος στην ταραγμένη λιμενική πόλη του Βατουμίου, στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, αναδύεται μέσα από μία τέτοια στιγμή. Η ζωή του ξεδιπλώθηκε στο μεταίχμιο αυτοκρατοριών και ιδεολογιών, σε μια εποχή κατά την οποία το Μπακού, στις όχθες της Κασπίας Θάλασσας, δεν ήταν απλώς μια πόλη, αλλά το πεδίο μάχης για την ψυχή του εικοστού αιώνα.

Γεννημένος το 1889 από Έλληνες γονείς Κεφαλλονίτικης και Ποντιακής καταγωγής, ο Μεταξάς μεγάλωσε μέσα σε ένα περιβάλλον βιομηχανικής επιτάχυνσης και πολιτικής αναταραχής που συγκλόνιζε τον Καύκασο. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών, γοητεύτηκε από τις επαναστατικές ιδέες, και τότε άρχισε να προσεγγίζει σοσιαλιστικούς κύκλους. Η πρώιμη αυτή του δράση δεν πέρασε απαρατήρητη. Καταδιωκόμενος από την αστυνομία, κατέφυγε στην Οδησσό, μια πόλη που είχε μακρά παράδοση ως καταφύγιο Ελλήνων εμπόρων, διανοουμένων και ριζοσπαστών.

Το 1908 εντάχθηκε επισήμως στο Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (ΡΣΔΕΚ), συντασσόμενος με τη φράξια των Μπολσεβίκων. Οι επαναστατικές του δραστηριότητες τον οδήγησαν στα πέρατα της αυτοκρατορίας: από την Τιφλίδα στην Κριμαία, μέσω των Ουραλίων, και τελικά στο Μπακού το 1913. Σε κάθε σταθμό, δεν λειτούργησε απλώς ως προπαγανδιστής, αλλά και ως οργανωτής και υποκινητής. Το έργο του υπήρξε αδιάκοπο και η πίστη του στον μαρξισμό, αμετακίνητη.

Στο Μπακού, ο Μεταξάς ανεδείχθη ταχύτατα σε ρήτορα εξαιρετικής ικανότητας. Οι λόγοι του, εκφωνημένοι με πάθος και ακρίβεια, ενέπνεαν εργάτες ανεξαρτήτως τάξης ή εθνικής καταγωγής. Διέθετε τη σπάνια ικανότητα να συνδυάζει ρητορική μεγαλοπρέπεια με πρακτική σαφήνεια, κι έτσι κέρδισε την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό των εργαζομένων. Διορίστηκε γραμματέας του σωματείου των εργαζομένων σε εστιατόρια και ξενοδοχεία, θέση που τον έφερε στον πυρήνα των εργατικών διεκδικήσεων της πόλης.

Η συνδικαλιστική του δράση δεν ήταν απλώς διαχειριστική· υπήρξε επαναστατική στον πυρήνα της. Αντιμετώπιζε τον χώρο εργασίας όχι ως στατικό πεδίο οικονομικής συναλλαγής, αλλά ως ζωντανό κύτταρο του ευρύτερου σώματος της προλεταριακής πάλης. Μέσω της εκπαίδευσης, της συλλογικής διαπραγμάτευσης και των δράσεων αλληλεγγύης, συνέβαλε καθοριστικά στη μεταμόρφωση του εργάτη από παθητικό αποδέκτη σε συνειδητό διαμορφωτή της ιστορίας.

Ο τεκτονικός σεισμός της Ρωσικής Επανάστασης του 1917 μετέβαλε ριζικά το Μπακού. Η πόλη, στρατηγικής σημασίας λόγω των κοιτασμάτων πετρελαίου, μετετράπη σε μικρογραφία του εμφυλίου πολέμου που διέλυε τη ρωσική ενδοχώρα. Μπολσεβίκοι, Αρμένιοι Ντασνάκ, Μενσεβίκοι και Δεξιοί Σοσιαλεπαναστάτες συναγωνίζονταν για την κυριαρχία, με τις συμμαχίες τους να μεταβάλλονται τόσο ραγδαία όσο και οι συνθήκες στο μέτωπο. Εν μέσω αυτού του χάους, ανακηρύχθηκε η Κομμούνα του Μπακού, ένα τολμηρό αλλά εύθραυστο σοσιαλιστικό καθεστώς υπό την ηγεσία του Στεπάν Σαχουμιάν και των λοιπών κομισαρίων.

Ο Μεταξάς, ενσωματωμένος πλέον στον επαναστατικό μηχανισμό της πόλης, ανέλαβε αυξημένα καθήκοντα. Ορίστηκε να εργαστεί στο Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων του Μπακού, όπου συμμετείχε στις εθνικοποιήσεις τραπεζών και του εμπορικού στόλου, καθώς και στην καταπολέμηση της αισχροκέρδειας και της κερδοσκοπίας. Τα μέτρα αυτά δεν ήταν απλώς οικονομικά· υπήρξαν ιδεολογικές τομές, που σήμαιναν ρητή ρήξη με το παρελθόν.

Επιπλέον, διετέλεσε προσωπικός φρουρός κορυφαίων μπολσεβίκων, μεταξύ των οποίων ο Σαχουμιάν και ο Προκόπιος Τζαπαρίτζε, γεγονός που καταδεικνύει την εκτίμηση που έτρεφε για εκείνον ο εσωτερικός κύκλος της Κομμούνας. Προστάτευε όχι μόνο τη σωματική ακεραιότητα των ηγετών, αλλά και τη συνέχεια του ιδεολογικού τους έργου. Ήταν ένα καθήκον που υπηρέτησε με χαρακτηριστική προσήλωση και αυστηρότητα.

Καθώς οι οθωμανικές δυνάμεις πλησίαζαν στο Μπακού στα μέσα του 1918, η εύθραυστη ενότητα της κυβερνώσας συμμαχίας άρχισε να διαλύεται. Οι Ντασνάκ, μέχρι πρότινος σύμμαχοι των μπολσεβίκων, αποσχίστηκαν· οι Μενσεβίκοι και οι Δεξιοί Σοσιαλεπαναστάτες κινήθηκαν για την ανατροπή των μπολσεβίκων. Μέσα σε αυτό το κλίμα προδοσίας και πολιορκίας, ο Μεταξάς εντάχθηκε στην άμυνα της πόλης. Έλαβε μέρος σε μάχες κατά των Τούρκων στις παρυφές του Μπακού, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η πτώση της Κομμούνας δεν θα σήμαινε απλώς το τέλος ενός πολιτικού πειράματος, αλλά και την έναρξη αντεκδικήσεων εις βάρος του πολυεθνικού προλεταριάτου της πόλης.

Στις 26 Ιουλίου 1918 η Κομμούνα του Μπακού κατέρρευσε. Η μπολσεβίκικη ηγεσία επιχείρησε να διαφύγει δια θαλάσσης μέσω της Κασπίας, αλλά συνελήφθη κοντά στο Κρασνοβόντσκ. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο Μεταξάς. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1918 εκτελέστηκε μαζί με άλλους είκοσι έξι κομισάριους στο 207ο βέρστ μεταξύ των σταθμών Άχτσα-Κούιμα και Περεβάλ, στην περιοχή που σήμερα είναι το Βαλκανικό Βιλαέτι του Τουρκμενιστάν. Τα σώματά τους ρίχτηκαν σε ανώνυμους λάκκους στην έρημο.

Η εκτέλεσή τους, καλυμμένη με ίντριγκα και συντελεσθείσα με τη σιωπηλή συναίνεση, ή τουλάχιστον με την πρόθυμη αδιαφορία Βρετανών αξιωματικών που υποστήριζαν τις αντεπαναστατικές δυνάμεις της περιοχής, αποτέλεσε μία από τις πιο ισχυρές πράξεις μαρτυρίου στην πρώιμη σοβιετική μυθολογία. Για το νεοσύστατο σοβιετικό καθεστώς, οι θάνατοι των κομισαρίων του Μπακού αγιοποιήθηκαν σχεδόν αμέσως. Στήθηκαν αγάλματα, γράφτηκαν ποιήματα και μπαλάντες, και τα ονόματά τους εντάχθηκαν στο πάνθεον των ηρώων της επανάστασης. Η μοίρα τους λειτούργησε όχι μόνο ως πολεμικό κάλεσμα για το διεθνές προλεταριάτο, αλλά και ως απτή απόδειξη των κινδύνων που εγκυμονούσε η ιμπεριαλιστική παρέμβαση στα επαναστατικά κινήματα.

Το σοβιετικό κράτος αξιοποίησε με μαεστρία το επεισόδιο αυτό στη συγκρότηση μιας αφήγησης θυσίας και λύτρωσης, οικοδομώντας επ’ αυτού μια πολιτισμική κουλτούρα μαρτυρίου, η οποία θα καθίστατο κεντρική στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του. Οι κομισάριοι του Μπακού δεν προσωποποιούσαν απλώς την ατομική απώλεια, αλλά τη συλλογική αντοχή. Οι θάνατοί τους παρουσιάστηκαν ως τεκμήριο της ηθικής υπεροχής της επανάστασης και της απανθρωπιάς των εχθρών της, είτε επρόκειτο για Οθωμανούς, είτε για Λευκούς Ρώσους, είτε για Δυτικούς ιμπεριαλιστές. Η ανάμνηση της εκτέλεσής τους επιστρατεύθηκε για την εδραίωση της εξουσίας των μπολσεβίκων και την περαιτέρω κινητοποίηση επαναστατικών δυνάμεων εντός και εκτός ΕΣΣΔ.

Για την ελληνική κοινότητα, εντούτοις, η μοίρα του Μεταξά παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αποσιωπημένη. Δεν θυσιάστηκε για την Ελλάδα, αλλά για ένα καθολικό ιδανικό, κι αυτή η απόκλιση καθιστούσε δύσκολη την ένταξή του στα παραδοσιακά αφηγήματα ηρωισμού της διασποράς.

Για να κατανοήσει κανείς την ιδιαιτερότητα της θυσίας του, είναι απαραίτητο να την εντάξει στις ευρύτερες γεωπολιτικές αναταράξεις που συγκλόνιζαν τον Καύκασο το 1918. Η κατάρρευση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση άφησε ένα κενό εξουσίας που δεν καλύφθηκε από την ειρήνη, αλλά από συγκρουόμενες ιδεολογίες και εθνικισμούς. Η Βρετανία, επιδιώκοντας να ανακόψει τη διάδοση του μπολσεβικισμού και να διασφαλίσει τον έλεγχο των πετρελαϊκών κοιτασμάτων του Μπακού, στήριξε αντεπαναστατικές δυνάμεις στην Υπερκασπία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενθαρρυμένη από την κατάρρευση της τσαρικής αντίστασης, κινήθηκε προς ανατολάς με παντουρανικές βλέψεις, επιδιώκοντας τη σύνδεση των τουρκογενών πληθυσμών του Καυκάσου υπό τη δική της ηγεμονία.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό αυτοκρατορικής αποσύνθεσης και επαναστατικής βίας, η Κομμούνα του Μπακού αναδύθηκε ως ένα καταδικασμένο στην αποτυχία πείραμα εξισωτικής διακυβέρνησης. Η κατάρρευσή της δεν συνιστούσε μόνο στρατιωτική ήττα, αλλά και ένα βαθύτατο συμβολικό πλήγμα για τον διεθνή σοσιαλισμό. Το γεγονός ότι ένας Έλληνας, των οποίων οι πρόγονοι πιθανότατα είχαν εγκαταλείψει τον Οθωμανικό ζυγό, έπεσε υπερασπιζόμενος την επανάσταση ενάντια στην τουρκική προέλαση, αποτελεί ειρωνεία τόσο βαθιά, που συχνά διαφεύγει ακόμη και των πλέον προσεκτικών χρονικογράφων της ελληνικής διασποράς.

Η ελληνική κοινότητα του Ευξείνου Πόντου, κατά παράδοση εμπορική και στενά συνυφασμένη με την ορθόδοξη θρησκευτική ζωή, παρήγαγε ελάχιστες φυσιογνωμίες που, όπως ο Μεταξάς, ακολούθησαν τον δρόμο του επαναστατικού ακτιβισμού. Το παράδειγμά του περιπλέκει την καθιερωμένη εικόνα της ελληνικής διασποράς των αρχών του 20ού αιώνα ως κατά βάση αστικής, συντηρητικής και εθνοκεντρικής. Φανερώνει την ύπαρξη, έστω και περιθωριακή, εναλλακτικών οραμάτων· Ελλήνων που δεν οραματίστηκαν το μέλλον τους εντός μιας αναγεννημένης Βυζαντινής πολιτείας ή ενός διευρυμένου εθνικού κράτους, αλλά εντός της άπατρης αδελφότητας της εργατικής τάξης.

Το γεγονός ότι πέθανε χωρίς πατρίδα να τον θρηνήσει, χωρίς τάφο να δεχτεί λουλούδια, χωρίς ούτε καν ηχώ του ονόματός του στους ψαλμούς της εθνικής μνήμης, δεν είναι απλώς τραγικό. Είναι διδακτικό. Δείχνει ότι η ταυτότητα δεν εδράζεται πάντα στο αίμα, στη γλώσσα ή στη σημαία. Μπορεί να εδράζεται στην πίστη, στην πράξη, στην προθυμία να σταθεί κάποιος μέσα στη φωτιά των ιδανικών του.

Η σιωπή γύρω από τον Μεταξά στη συλλογική μας μνήμη δεν αντανακλά την ασημαντότητά του, αλλά τη δική μας απροθυμία να αγκαλιάσουμε την πολυπλοκότητα. Η παρουσία του μας υποδεικνύει ότι ο ελληνισμός, πολύ μακριά από ένα ακίνητο και αιώνιο ουσιώδες, μπορεί να ιδωθεί ως μια ρευστή συγκυρία εμπειριών: θρησκευτικών και κοσμικών, συντηρητικών και ριζοσπαστικών, νοσταλγικών και προφητικών.

Είναι δελεαστικό να θεωρηθεί ο Μεταξάς ως υποσημείωση ενός ξένου πολέμου. Όμως κάτι τέτοιο θα συνιστούσε βάναυση αδικία προς το πλήρες εύρος της ζωής του. Ήταν άνθρωπος του λόγου και των όπλων, συνδικαλιστής και στρατιώτης, κομισάριος και θύμα. Ήταν, κυρίως, μετέχων στο πιο τολμηρό στοίχημα της ιστορίας: ότι ο κόσμος μπορεί να ξαναγεννηθεί, όχι μέσα από την κληρονομιά ενδόξων παρελθόντων, αλλά μέσω της αυθάδους θυσίας του παρόντος.

Δεν γνωρίζουμε τα τελευταία του λόγια. Ίσως ήταν στα ρωσικά. Ίσως στα ελληνικά. Ίσως δεν είπε τίποτα· ίσως παραδόθηκε στη μνήμη της ιστορίας όχι ως φωνή, αλλά ως σιωπή. Αυτό που απομένει είναι το ίχνος μιας ζωής που έζησε με πάθος, με ειλικρίνεια, και με απόλυτη αφοσίωση σε ένα ιδανικό. Η βιογραφία του δεν μας καλεί να τον μιμηθούμε, αλλά να τον αναστοχαστούμε. Κι εντός αυτού του αναστοχασμού, να διευρύνουμε τη δική μας κατανόηση του τι σημαίνει και τι ενδέχεται ακόμη να σημαίνει, το να είσαι Έλληνας σε έναν κόσμο που δεν έχεις πλάσει ο ίδιος.

The post Ηρακλής Μεταξάς: Έλληνας Μπολσεβίκος στο κόκκινο σύνορο του Μπακού appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.