
Ισχυρό χτύπημα για την ελληνική εξαγωγική δραστηριότητα στην αγορά των Ηνωμένων Πολιτειών συνιστά η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να επιβάλει οριζόντιους δασμούς ύψους 30% σε όλα τα ευρωπαϊκά προϊόντα από την 1η Αυγούστου. Ήταν γνωστό, σύμφωνα με πληροφορίες του ΟΤ, στους ελληνικούς εξαγωγικούς κύκλους πως οι συζητήσεις μεταξύ Βρυξελλών και Ουάσιγκτον στη διάρκεια των προηγούμενων εβδομάδων δεν εξελίσσονταν «κατ’ ευχήν».
Υπήρχαν δυσαρμονίες, μεγάλες διαφωνίες και ισχυρές αποκλίσεις μεταξύ των δύο πλευρών – κάτι το οποίο υπαινίχθηκε σαφώς και ο Πρόεδρος Τραμπ στην επιστολή του προς την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Ούρσουλα φον Ντερ Λάιεν.
Οι ελληνικές εξαγωγές στις ΗΠΑ
Υπενθυμίζεται ότι η αξία των ελληνικών εξαγωγών στις Ηνωμένες Πολιτείες – που στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων έχει εξελιχθεί σε μία από τις καλύτερες αγορές των ελληνικών προϊόντων – ανήλθε στα 2,411 δισ. ευρώ. Εκ των οποίων τα 744 εκατ. ευρώ αφορούν σε εξαγωγές αγροδιατροφικών προϊόντων – ελιές, ελαιόλαδο, κρασί, γαλακτοκομικών προϊόντα, κομπόστα ροδάκινου, μεταξύ των άλλων.
Παράλληλα, οι ανταγωνίστριες χώρες των ελληνικών προϊόντων εφόσον οι ίδιες δεν επιβαρυνθούν με αντίστοιχου ύψους δασμούς και περιοριστούν στο 10%, είναι προφανές ότι θα αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και θα κερδίσουν μερίδια αγοράς έναντι των ελληνικών προϊόντων.
Ο ανταγωνισμός από Κίνα και Τουρκία
Στο μεταξύ, χώρες όπως η Κίνα που έχουν «τιμωρηθεί» με δασμούς ύψους 50% είναι αναγκασμένες να στραφούν σε αγορές εκτός των ΗΠΑ για να διατηρήσουν την εξαγωγική τους δυναμική, με βασικό πλεονέκτημα όχι την ποιότητα, αλλά την τιμή.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι βέβαιο ότι θα ασκηθούν ισχυρές πιέσεις σε ομοειδή προϊόντα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της κομπόστας ροδάκινο, ένας κατ΄ εξοχήν εξαγωγικός κλάδος, τον οποίο ανταγωνίζονται κινέζικα εργοστάσια – θα πιεστούν ελληνικές εταιρείες.
Αντίστοιχες πιέσεις θα ασκηθούν από χώρες όπως είναι η Τουρκία, η Αίγυπτος και η Τυνησία στο ελαιόλαδο και τις βρώσιμες ελιές. Εφόσον φυσικά αυτές οι χώρες δεν επιβαρυνθούν με αντίστοιχους δασμούς. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα κατά την οποία φαινόταν ότι οι δασμοί στα ευρωπαϊκά προϊόντα δεν θα είναι υψηλότεροι από 10%, είχε αναθαρρήσει την εξαγωγική κοινότητα. Και μάλιστα όπως λεγόταν αυτό το ποσοστό είχε ήδη προεξοφληθεί τόσο από τις ελληνικές επιχειρήσεις όσο και από τους Αμερικανούς εταίρους της, στις μεταξύ τους συζητήσεις.
Η αντίδραση των εξαγωγέων
Μιλώντας προς τον ΟΤ ο κ. Αλκιβιάδης Καλαμπόκης, πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, τόνισε χαρακτηριστικά ότι «η επιβολή δασμών ύψους 30% είναι ιδιαιτέρως σκληρή και παράλληλα ανησυχητική για τις εξαγωγές μας. Τα προβλήματα που συναντούμε πλέον είναι διπλά».
Και εξηγεί πως «πρώτον, στην αγορά των ΗΠΑ θα έχουμε πλέον προβλήματα και κραδασμούς στις εξαγωγές μας με άμεσες πιθανές επιπτώσεις. Παράλληλα το πρόβλημα εντείνεται με χώρες που παράγουν ομοειδή αγροδιατροφικά προϊόντα που θα στραφούν σε άλλες αγορές, τα δεν είναι το ίδιο ποιοτικά με τα ελληνικά, αλλά είναι φθηνότερα» και προσθέτει «και δεύτερον, αν στις ανταγωνίστριες χώρες δεν έχουν επιβληθεί δασμοί ύψους 30% θα έχουμε ένα επιπρόσθετο ανταγωνισμό στη συγκεκριμένη αγορά των ΗΠΑ». Και προσθέτει ότι «θεωρώ ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να είχε κρατήσει μία πιο σκληρή στάση».
Περιθώριο δυο εβδομάδων
Συμπληρώνει ωστόσο ότι «υπάρχουν ακόμη δύο εβδομάδες προκειμένου να υπάρξει μία πιο στρατηγική αντιμετώπιση του θέματος προκειμένου να μειωθεί το 30%, όπως το είδαμε να συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις με άλλες χώρες».
Εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη για τις ελληνικές εξαγωγές κρασιού χαρακτηρίζει την επικείμενη επιβολή δασμών 30% από την 1η Αυγούστου ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου (ΣΕΟ), επισημαίνοντας πως εφόσον δεν αλλάξει κάτι στην πορεία θα δημιουργηθεί σοβαρό πρόβλημα για τους Έλληνες οινοποιούς που έχουν παρουσία στην άλλη άκρη του Ατλαντικού.
Σύμφωνα με τον κ. Στέλλιο Μπουτάρη, πρόκειται για μη διαχειρίσιμη αύξηση που θα πλήξει σημαντικά την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Επιπλέον, η εκτόξευση των δασμών δημιουργεί όπως λέει, τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας στους εισαγωγείς, οι οποίοι καλούνται να καταβάλλουν περισσότερα χρήματα κατά τον εκτελωνισμό, προτού ακόμη διαθέσουν το προϊόν στην αγορά.
Ήδη, όπως λέει μιλώντας στον ΟΤ ο κ. Μπουτάρης με τους δασμούς στο 10% αρκετοί εισαγωγείς ζητάνε από τους Έλληνες οινοποιούς να μειώσουν ισόποσα τις τιμές τους, προκειμένου να εξακολουθήσουν να «βάζουν παραγγελίες». Δεν αποκλείεται λοιπόν κάποιοι να απευθυνθούν σε παραγωγούς από τρίτες χώρες που έχουν πολύ πιο προσιτές τιμές.
Ο κ. Μπουτάρης επαναλαμβάνοντας την ευχή να βρεθεί κάποια μέση λύση έως την νέα καταληκτική ημερομηνία επισημαίνει πως η αμερικάνικη αγορά είναι από τις πλέον δυναμικές για το ελληνικό κρασί, αφού διατίθενται κυρίως οι ακριβές ετικέτες. Σήμερα, το 15% των ελληνικών εξαγωγών κρασιού που αντιστοιχούν σε 15 εκατ. ευρώ κατευθύνεται στις ΗΠΑ.
Οι ελιές σε… κίνδυνο
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο πρόεδρος της ΠΕΜΕΤΕ (Πανελλήνια Ένωση Μεταποιητών – Τυποποιητών – Εξαγωγέων Επιτραπέζιων Ελιών) Κώστας Ζούκας, ο οποίος περιγράφει με μελανά γράμματα τις συνέπειες στον κλάδο της ελιάς από την εκτόξευση των δασμών από τις ΗΠΑ στο 30%.
«Πρόκειται ξεκάθαρα για αρνητική εξέλιξη, η οποία εντείνει την αβεβαιότητα. Θα είναι δύσκολο να το διαχειριστούμε», σημειώνει μιλώντας στον ΟΤ. Θεωρεί ότι από αύριο θα υπάρξουν αρκετοί πελάτες στην Αμερική που θα τροποποιήσουν τις παραγγελίες τους, μειώνοντας ή και ακυρώνοντας σημαντικές ποσότητες προς όφελος τρίτων χωρών όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος που πλέον θα είναι αρκετά πιο ανταγωνιστικές.
Δεν αποκλείει μάλιστα το ενδεχόμενο διακοπής συμβολαίων. Υπογραμμίζει πάντως πως δεν περίμενε πως ο Αμερικανός πρόεδρος θα υιοθετούσε έναν τόσο μεγάλο ποσοστό στους δασμούς ενώ εκτιμά ότι ίσως πρόκειται για ακόμη έναν διαπραγματευτικό ελιγμό από τον Τραμπ, ο οποίος καταθέτει μαξιμαλιστικές απαιτήσεις ώστε να οδηγήσει τις συζητήσεις σε ένα σημείο πολύ πιο ευνοϊκό για την χώρα του. Ο κ. Ζούκας σημειώνει τέλος ότι η Ελλάδα παρότι έχει ισοσκελισμένο ισοζύγιο με τις ΗΠΑ πληρώνει το εμπορικό έλλειμμα που έχουν οι ΗΠΑ με τις μεγάλες χώρες της Ευρώπης, όπως η Ιταλία και η Γερμανία.