Το μίσος για τη δημοκρατία

Δανείζομαι τον τίτλο ενός κλασικού πλέον βιβλίου του γάλλου φιλοσόφου Ζακ Ρανσιέρ, γιατί εξακολουθεί να αποτελεί την καλύτερη περιγραφή της στάσης που είχαν – και εξακολουθούν να έχουν – διάφοροι δημοσιολογούντες απέναντι στο δημοψήφισμα του 2015. Δεν αναφέρομαι τόσο στις πολεμικές γύρω από το εάν η μετέπειτα εξέλιξη αποτέλεσε υπαναχώρηση ή το αποτέλεσμα μιας άνισης διαπραγμάτευσης. Κυρίως αναφέρομαι στον τρόπο που θεώρησαν και θεωρούν παράλογο και πολιτικά παραβατικό το ίδιο το γεγονός ότι θα μπορούσε να τεθεί ενώπιον της κοινωνίας το ερώτημα για το ποια πρέπει να είναι η επιθυμητή οικονομική πολιτική στη χώρα.

Ουσιαστικά, είναι μια τοποθέτηση που λέει ότι η δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία σταματούν εκεί που αρχίζουν οι οικονομικοί δείκτες ή οι ανειλημμένες υποχρεώσεις μιας χώρας έναντι των δανειστών της ακόμη και εάν οι όροι αυτοί είναι δυσβάσταχτοι. Αυτό, ειδικά στην ευρωπαϊκή περίπτωση, συνδυάζεται με την αντίληψη ότι το ευρωπαϊκό πλαίσιο είναι υπεράνω της όποιας δημοκρατικής απόφασης και επιλογής των κοινωνιών στα κράτη-μέλη. Ουσιαστικά, η θέση που διατυπώνεται είναι ότι η δημοκρατία παύει να υφίσταται εκεί όπου ξεκινούν οι ευρωπαϊκές συνθήκες. Πράγμα λογικό, εάν αναλογιστούμε το πώς απορρίφθηκαν σε δημοψηφίσματα μεγάλες θεσμικές τομές στην Ευρώπη, ξεκινώντας από το Ευρωσύνταγμα, οδηγώντας σε μια ιδιότυπη ευρωπαϊκή θεσμική συνθήκη, όπου εκ των πραγμάτων έχει διαμορφωθεί ένα είδος ευρωπαϊκού συνταγματισμού, χωρίς επίκληση δημοκρατικών διαδικασιών και χωρίς ουσιαστική νομιμοποίηση.

Αυτό ακριβώς καταδεικνύει ότι η εκχώρηση ενός σημαντικού μέρους εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας σε μια υπερεθνική διαδικασία και θεσμικό πλαίσιο, στην πραγματικότητα είναι μια πολιτική – κάποιοι θα μπορούσαν να προσθέσουν και ταξική – στρατηγική, καθώς τo αποτέλεσμα είναι να καθιστά αναπόδραστες και μη αντιστρέψιμες πολύ συγκεκριμένες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί και το θεσμικό αποτύπωμα μιας άλλης βασικής ιδεολογικής αντίληψης, που είναι ότι οι αγορές και συνολικότερα οι δυναμικές της οικονομίας είναι εκ της φύσης τους πολύ πιο ορθολογικές από τις αποφάσεις που μπορεί να παίρνουν δημοκρατικά οι ίδιοι οι άνθρωποι. Βεβαίως, εάν αυτή η λογική είχε κυριαρχήσει εξαρχής, δεν θα είχαμε όλο το φάσμα κατακτήσεων που έγιναν σε πείσμα των «τάσεων των αγορών», πρακτικά το σύνολο των δικαιωμάτων που περιγράφουμε ως «κοινωνικό κράτος». Κάτι που εξηγεί και γιατί αυτές οι κατακτήσεις σήμερα υπονομεύονται και βρίσκονται σε κίνδυνο.

Ολα αυτά δείχνουν ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός δεν συνδυάζεται πάντοτε με την πραγματική αποδοχή της δημοκρατικής αρχής ως δικαιώματος της κοινωνικής πλειοψηφίας να αποφασίζει και για την οικονομική πολιτική. Τι άλλο δείχνει ο αυτοματισμός με τον οποίο εξαπολύεται η κατηγορία περί λαϊκισμού σε όποιον επαναφέρει στη συζήτηση την απωθημένη έννοια της αναδιανομής εισοδήματος; Ομως, δημοκρατία σημαίνει ότι υπάρχουν πραγματικές επιλογές και πραγματική δυνατότητα να αλλάξουν τα πράγματα, εάν αυτή είναι η κυρίαρχη συλλογική βούληση. Διαφορετικά μιλάμε για μια τελετουργία αναδρομικής νομιμοποίησης προειλημμένων αποφάσεων.