
Η ιδέα μού φάνηκε παράδοξη. «Διακοπές με έναν πολιτικό». Η αρχική επιφύλαξή μου ήταν ισχυρή. Τι διακοπές να σχεδιάσεις με έναν πολιτικό «ζώντα ή τεθνεώτα»; Θα ανακαλέσεις έναν νεκρό στη μνήμη ή θα καλέσεις έναν ζωντανό στη «ζωή». Καθώς το ξανασκέφθηκα, βρίσκω την ιδέα ενδιαφέρουσα, ίσως και εξαιρετική στο βάθος. Να μια καλή ευκαιρία, είπα, να συζητήσεις κάποια σκοτεινά σημεία στο μυαλό σου, απορίες αναπάντητες, που για τις οποίες μόνο κάποιος που βίωσε τις στιγμές θα μπορούσε να βοηθήσει. Και προσχωρώ στην ιδέα με ενθουσιασμό. Σχεδόν παιδικό, με διάθεση καλή, πρόθεση ειλικρινή, με ευγένεια καλόκαρδου οικοδεσπότη. Διστάζω. Να καλέσω τον Ελευθέριο Βενιζέλο μια βόλτα νότια ή τον Αλέξη Τσίπρα; Αν και συνονόματός μου ο Βενιζέλος, προτιμώ πάντα τη συνομιλία με το παρόν και με μεγάλη μου χαρά υποδέχομαι στον Νότο τον Αλέξη Τσίπρα. Δεν σημειώνω τίποτα για τις πιθανές επιφυλάξεις του. Θα γνωρίζει την κριτική μου. Τα προσπερνάω και φαντάζομαι ότι θα του αρέσουν οι ακτές του Λακωνικού, η Μάνη απέναντι, τα Κύθηρα στο βάθος, εκεί που όλες οι ιστορίες είναι ελεύθερες και οι σκέψεις αφήνονται χωρίς εμπόδια και υπολογισμούς στον πελαγίσιο άνεμο. Στη σκέψη μου, πριν πάω στις απορίες μου, προηγείται το πνεύμα των διακοπών. Της αμεριμνησίας. Δεν τον κάλεσα για φιλοσοφικούς στοχασμούς. Για διακοπές τον κάλεσα, στον τόπο του αιώνιου καλοκαιριού. Στην ταβέρνα της Βασίλως, που κάνουν πάρτι οι νοτιάδες και οι βοριάδες στήνουν αυγουστιάτικους χορούς, επιχειρώ σύντομη ξενάγηση. Να μη νιώθει ξένος σε ξένο τόπο. Θα μιλήσω στον Αλέξη – οι διακοπές εξοικειώνουν – για τον τόπο. Τον άνυδρο και τον δύσκολο. Την απόσταση από το κέντρο, την καθυστέρηση, τις αβάσταχτες δυσκολίες της επιβίωσης, τη μετανάστευση – θα του πω και την ιστορία του παππού μου Ζαχαρία, που έφυγε από το Γύθειο γύρω στο 1900, για την Αμερική. Δεν θα παραλείψω να του μιλήσω για τα περίφημα κρεμμύδια μας και τα παραθαλάσσια άφθονα περιβόλια. Η θεία Βασίλω, που μας παρατηρεί με συμπάθεια και χαρά που ο Αλέξης ήταν εκεί, περήφανη έκοβε βόλτες δίπλα μας. Το ένιωθα. Ηταν πια οικείος με τον τόπο. Σαν να είχε ζήσει. Στη μικρή βόλτα προς το λιμάνι, ανταλλάσσουμε απόψεις για τα τρέχοντα, τον Τραμπ, τον ΟΠΕΚΕΠΕ, τα Τέμπη. Φτάσαμε στο σεμνό λιμάνι του χωριού μας. Αδειος ο μόλος, λίγες οι βάρκες.
– Είχα, Αλέξη, πάντα μια απορία.
– Ποια απορία Λευτέρη, θα μου πεις;
Η συζήτηση, ήξερα, θα ήταν δύσκολη. Και συνέχισα. Τι είχες στο μυαλό σου, ποιο ήταν το πολιτικό σχέδιο εκείνο το καλοκαίρι του 2015; Στην Αγία Πετρούπολη, όταν είχες πει στον Λαβρόφ, ότι η χώρα έχει και άλλα λιμάνια να πλεύσει; Θυμάσαι; Στέκει σκεφτικός. Με κοιτάζει στα μάτια. Για λίγο θα στραφεί στο πέλαγος, θα του πάρει το βλέμμα το Γλαρονήσι – μικρό νησάκι μπροστά μας. Προβληματίζομαι. Δεν θέλω τόσα χρόνια μετά να φέρω σε δύσκολη θέση τον καλεσμένο μου. Κάθε άνθρωπος στέκει στη σκέψη μου ψηλά, σαν παντοτινός καλεσμένος, δεν θα μπορούσα να το κάνω αυτό.
– Ισως και να καταλαβαίνω, έσπευσα να πω.
– Ηταν οι επιλογές μας δύσκολες και το αδιέξοδο ορατό, αναγκαία η αναζήτηση ενός λιμανιού, μιας συμμαχίας. Αυτή την απάντηση έγραψα μέσα μου. Οπως φαντάστηκα ότι θα μου έλεγε.
– Μια παγωμένη μπίρα στη Βασίλω, Αλέξη, τι λες;
– Υπέροχη σκέψη.
Και με τον ήλιο πια να έχει για καλά πέσει, τον μπάτη απόλαυση, πήραμε σαν παλιοί φίλοι πια, τον δρόμο για την ανεμοδαρμένη ταβέρνα της Βασίλως.