Ψαράδες σε απόγνωση

«Οταν ξεκινήσαμε, η θάλασσα είχε ζωή, πλέον ο τομέας της αλιείας οδεύει στην εξαφάνιση» λένε. Από τη Θράκη μέχρι την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, το Ιόνιο, τις Κυκλάδες, οι επαγγελματίες αλιείς εκπέμπουν σήμα κινδύνου: Οι ελληνικές θάλασσες αδειάζουν από ψάρια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως τονίζουν, οι ψαριές έχουν μειωθεί ακόμη και κατά 80% σε σχέση με πριν από μερικά χρόνια.

Τα αποθέματα ντόπιων ειδών, και κυρίως μπακαλιάροι, σαρδέλες, γόπες, λιθρίνια, ροφοί, έχουν μειωθεί σημαντικά, γεγονός που συνιστά οικολογική καταστροφή και θέτει εν αμφιβόλω την επιβίωση των ελλήνων ψαράδων. Η υπεραλίευση, η κλιματική κρίση, η ρύπανση και τα ξενικά είδη αποτελούν τις βασικές αιτίες ενός ανησυχητικού φαινομένου που αφορά την ευρύτερη γειτονιά μας: Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 58% των αποθεμάτων της Μεσογείου βρίσκεται στα πρόθυρα της υπεραλίευσης.

Κλιματική αλλαγή και υπεραλίευση

O Ανδρέας Ζάννες από την Άνδρο ασχολείται επαγγελματικά με την αλιεία τα τελευταία 37 χρόνια. «Το μόνο που έχει μείνει ίδιο όλα αυτά τα χρόνια είναι ο στόχος μας να πιάνουμε όσο το δυνατόν περισσότερα ψάρια» λέει. «Ολα τα υπόλοιπα έχουν αλλάξει – οι κλιματικές συνθήκες, η σύνθεση των αλιευμάτων με την είσοδο των εισβολέων, τα επίπεδα μόλυνσης, οι ανθρώπινες παρεμβάσεις με εξορύξεις και άλλες δραστηριότητες στη θάλασσα, τα εξειδικευμένα μέσα που έχουν πλέον στη διάθεσή τους οι ερασιτέχνες ψαράδες. Κι όμως, επικρατεί η λογική να πάρουμε από τη θάλασσα ό,τι περισσότερο μπορούμε και όχι ό,τι μπορεί η θάλασσα να μας δώσει», συνεχίζει. «Εμείς οι άνθρωποι έχουμε την εντύπωση ότι η θάλασσα είναι ανεξάντλητη, επειδή δεν βλέπουμε τι γίνεται στο εσωτερικό της. Παλιοί ψαράδες μού λένε “Μη φοβάσαι, τα ψάρια δεν τελειώνουν ποτέ”. Ομως δεν είναι έτσι».

Οπως περιγράφει ο Ανδρέας Ζάννες, «Παλιά ρίχναμε 300 αγκίστρια και βγάζαμε 25 κιλά ψάρια ενώ τώρα, που τα εργαλεία της δουλειάς έχουν εξελιχθεί πολύ, μπορεί να ρίχνουμε 1.000 αγκίστρια και να βγάζουμε 20 κιλά ψάρια. Επίσης, έχει αλλάξει το μέγεθος των ψαριών που πιάνουμε, κι αυτό είναι ένα από τα πρώτα δείγματα υπεραλίευσης. Αν δεν υπάρξει εκπαίδευση, αλλαγή νοοτροπίας και σύστημα ελέγχου, το πρόβλημα δεν θα λυθεί».

«Το πιο υπεραλιευμένο ψάρι στις ελληνικές θάλασσες είναι ο μπακαλιάρος» λέει στα «ΝΕΑ» ο Μιχάλης Μαργαρίτης, υπεύθυνος σε θέματα αλιείας στο WWF Ελλάς. Είναι ένα ψάρι πολύ εμπορικό, το οποίο αλιεύεται και σε μικρά μεγέθη, καθώς το ελάχιστο μέγεθος αναφοράς διατήρησής του είναι τα 20 εκατοστά, ενώ το είδος γίνεται αναπαραγωγικά ώριμο στα 30 εκατοστά. Επίσης, πολύ μειωμένα είναι τα αποθέματα ροφοειδών, τα οποία έχουν μεγάλο κύκλο ζωής και δεν αναπαράγονται σύντομα, και μάλιστα είναι ζωτικής σημασίας για τα θαλάσσια οικοσυστήματα: είναι αυτά που κρατούν τη ζωή σε έναν βράχο, όπως λένε οι ψαράδες. Τα τελευταία δύο με τρία χρόνια πιεσμένα είναι, επίσης, τα αποθέματα γαύρου και σαρδέλας, ψάρια πολύ εμπορικά που επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή και την άνοδο της θερμοκρασίας της θάλασσας».

Σύμφωνα με τον Μιχάλη Μαργαρίτη, «η μείωση των αλιευμάτων στις ελληνικές θάλασσες έχει πολλές αιτίες: την υπεραλίευση, την κλιματική κρίση με την άνοδο της θερμοκρασίας της θάλασσας, τη ρύπανση, την παράνομη και μη βιώσιμη αλιεία, τη χωρίς κανόνες ερασιτεχνική αλιεία και βεβαίως τα ξενικά είδη. Τα περισσότερα από αυτά φτάνουν στις ελληνικές θάλασσες μέσω της διώρυγας του Σουέζ, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος λόγω των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούν πλέον και εξαπλώνονται. Τα συνηθέστερα λεσεψιανά είδη στη χώρα μας είναι οι γερμανοί, η αγριόσαλπα, το λεοντόψαρο, ο σαρδελόγαυρος, οι λαγοκέφαλοι, η τρομπέτα, τρία είδη μπαρμπουνιού που έφτασαν από την Ερυθρά Θάλασσα και εμφανίζουν μεγάλη εξάπλωση στα Δωδεκάνησα και την Κρήτη», εξηγεί ο κ. Μαργαρίτης. «Εχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε ότι όλα αυτά, με εξαίρεση τους λαγοκέφαλους που είναι τοξικά ψάρια, μπορούν να καταναλωθούν. Οι γερμανοί αποτελούν, ήδη, έδεσμα στα Δωδεκάνησα, την Κρήτη και την Κύπρο, ενώ μελέτη που είχαμε υλοποιήσει με το ΕΛΚΘΕ είχε δείξει  ότι είναι πολύ πλούσια σε Ω6 λιπαρά οξέα που βοηθούν στη λειτουργία του εγκεφάλου. Επίσης, νόστιμα ψάρια είναι το λεοντόψαρο και ο σαρδελόγαυρος».

Προς εξαφάνιση

Το ερώτημα που γεννάται είναι αν θα προστατευθούν τα θαλάσσια οικοσυστήματα και τα αποθέματα των αλιευμάτων με μέτρα όπως αυτά που προτείνουν οι περιβαλλοντικές οργανώσεις – η περίπτωση της Γυάρου αποτελεί ένα επιτυχημένο παράδειγμα – και αν τελικά θα έχουν οι επόμενες γενιές ψάρια στο τραπέζι τους. «Ο τομέας της αλιείας οδεύει στην εξαφάνιση» λέει ο Ανδρέας Ζάννες. «Κάποιοι ελάχιστοι ψαράδες θα μπορέσουν να επιβιώσουν και μόνο όταν σταματήσει η αλιεία και μειωθεί η πίεση στα ιχθυαποθέματα η θάλασσα θα ξαναρχίσει να δίνει ψάρια.

Ωστόσο σε μια χώρα όπως η Ελλάδα αν χαθεί ο τομέας της αλιείας, δεν θα χαθεί απλώς ένα κομμάτι του πρωτογενούς τομέα αλλά ένα κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, της εθνικής μας ταυτότητας. Η αλιεία είναι ύφος και άρωμα όλης της παράκτιας Ελλάδας άρρηκτα συνδεδεμένη με άλλες πτυχές της παραδοσιακής μας κληρονομιάς. Και οι αλιείς δεν βγαίνουν απλώς για να πιάσουν ψάρια, είναι οι φύλακες του Αιγαίου».