
Αν δεν υιοθετούμε την τόσο καίρια άλλωστε φράση του Οσκαρ Ουάιλντ «Η ζωή αντιγράφει την τέχνη», είναι για να μη θεωρηθεί ότι θα ήταν ποτέ δυνατόν να χρεωθεί το σπουδαίο θεατρικό έργο του Δημήτρη Κεχαΐδη «Δάφνες και πικροδάφνες» (μια θαυμάσια παράστασή του σκηνοθετημένη από τον Μάνο Καρατζογιάννη περιοδεύει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα) με όσα συμβαίνουν στον πολιτικό χώρο. Εννοούμε κυρίως το πανελλήνια γνωστό οικονομικό σκάνδαλο που, όπως φαίνεται, για αρκετό καιρό θα αποτελεί λαμπρό πεδίο αντεγκλήσεων, καταγγελιών και κατηγοριών καθώς και πάσης φύσεως απονομής ευθυνών και απόκρυψης αμαρτημάτων. Ή μάλλον ενός βόρβορου που όλοι, αν και αναγνωρίζουμε βαθιά μέσα μας ότι υπάρχει, χρειάζεται να μας πνίξουν οι αναθυμιάσεις του για να μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι τώρα μόλις τον πληροφορούμαστε. Το ιδιοφυές με το έργο του Δημήτρη Κεχαΐδη είναι πως αν και τα υψηλά ιστάμενα πολιτικά πρόσωπα δεν αποσιωπούνται, αντίθετα κατονομάζονται, με επινοημένα βέβαια ονόματα, η «διακίνηση» και η «διαχείριση» των πραγμάτων ώστε «να ανθήσει» κάθε είδους ατασθαλία, κατάχρηση, απάτη, λαμογιά και κομπίνα, που συγκροτούν τη sine qua non προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός κλίματος απαραίτητου προκειμένου να προκύψει αυτό που θα χαρακτηριστεί ως μέγα σκάνδαλο όταν αποκαλυφθεί, δεν υλοποιούνται (η διακίνηση και η διαχείριση) παρά χάρη σε άτομα προορισμένα να παραμείνουν για πάντα άγνωστα.
Γνωστά μόνο στα γραφεία και στους διαδρόμους των υπουργείων και των πάσης φύσεων κέντρων εξουσίας. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως έχουμε μετάθεση ευθυνών και ότι χρεώνονται τελικά το σκάνδαλο αποκλειστικά πρόσωπα που εξέθρεψαν τους όρους και τις συνθήκες ώστε να πάρει σάρκα και οστά μια αποκάλυψη που θα έκανε το πανελλήνιο να μείνει – υποκριτικά βέβαια – με το στόμα ανοιχτό, χρειάζεται να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό οι κυρίως υπεύθυνοι δεν είναι όσοι, χωρίς να έχουν αμέσως κατευθύνει την προώθηση των πάσης φύσεως ατασθαλιών και καταχρήσεων, με τις δικές τους ωστόσο πλάτες τις διέπραξαν όσοι τις διέπραξαν. Δηλαδή χωρίς να έχει ρητά συνομολογηθεί, να λειτουργεί μια «συμφωνία», ότι ο καθένας ακόμα και στην κατώτερη βαθμίδα της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας μπορεί να μετέρχεται ως προσωπική σχέση, χωρίς να υφίσταται συνέπειες, αν και δεν συμβαίνει, το ότι καλά γνωρίζει, έστω την εξ αποστάσεως γνωριμία – αν υπάρχει και αυτή – με έναν υψηλά ιστάμενο πολιτικά πρόσωπο, τρομοκρατώντας και μάλιστα με απειλητικό τρόπο όσους εμπλέκονται στη διεκδικούμενη από πλευράς του παρανομία. Είναι και παραμένει η κύρια πηγή για όσα δεινά θα πάρουν κάποια στιγμή τη μορφή του καταστροφικού σε σχέση με τη ζωή αμέτοχων ανθρώπων, σκανδάλου.
Το έχουμε δει τόσες φορές να συμβαίνει: Ενα κομματικό στέλεχος να ψιθυρίζει στο αφτί του εντεταλμένου υπαλλήλου για την εξυπηρέτηση των άνομων στη συγκεκριμένη περίπτωση σκοπών του: «Επιθυμία του υπουργού είναι…». Ακόμη και αν ο υπουργός δεν έχει καμία γνώση του σχετικού συμβάντος, μπορεί να λογαριάζεται ως απολύτως υπεύθυνος γιατί υπέθαλψε με τη στάση του γενικότερα το να μπορεί να τον μετέρχεται ως όνομα ο οποιοσδήποτε, επειδή ακριβώς γνώριζε ο τελευταίος ότι επιχειρώντας το δεν θα υπήρχε καμία κύρωση. Με αποτέλεσμα όταν συμβεί όλα – όλα; λέμε τώρα – να έρθουν στο φως, ο καθένας να θυμάται λέξεις και έννοιες όπως ευθιξία, αξιοπιστία και εντιμότητα, λέξεις και έννοιες που αν λειτουργούν αποτελεσματικά είναι μόνο όταν παραμένει κανείς έστω και στοιχειωδώς αψεγάδιαστος και δεν τις χρησιμοποιεί όταν έχει ολοφάνερα στριμωχτεί. Ο πύργος της Βαβέλ, όπως όλοι οι πύργοι, μπορεί να έχει μια κορυφή ορατή από όλους, δεν σημαίνει όμως ότι στερείται από θεμέλια που αν και δεν τα βλέπουμε όλοι γνωρίζουμε την ύπαρξή τους.