Λειψυδρία: Η λύση περνάει από τα χωράφια

Σχεδόν το 85% της ετήσιας εγχώριας κατανάλωσης (γλυκού) νερού κατευθύνεται στις καλλιέργειες. Προφανώς, λοιπόν, η καλύτερη διαχείριση των αρδευτικών δικτύων αποτελεί την πιο κρίσιμη παράμετρο στην αντιμετώπιση του ζητήματος της λειψυδρίας. Οπως αναφέρουν επιστήμονες που ειδικεύονται στην υδρολογία και τη διαχείριση υδάτινων πόρων, το πρόβλημα της λειψυδρίας είναι πολιτικό. Προφανώς μεγεθύνεται από την κλιματική κρίση και τη μείωση των αποθεματικών νερού λόγω των μειωμένων βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων, όμως το κλειδί βρίσκεται στην αποδοτικότερη κατανάλωση, ειδικά στον αγροτικό τομέα.

Την περασμένη Τετάρτη, στη σύσκεψη υπό τον Πρωθυπουργό για τη λειψυδρία, παρουσιάστηκαν οι βασικοί πυλώνες του Εθνικού Σχεδίου για τη Διαχείριση των Υδάτων. Ως κεντρικό ζήτημα αναγνωρίζεται το έλλειμμα στο ισοζύγιο, δηλαδή το γεγονός ότι η ετήσια κατανάλωση είναι μεγαλύτερη από την αναπλήρωση. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, χωρίς την εκτέλεση σημαντικών έργων στα δίκτυα ύδρευσης και άρδευσης, το έλλειμμα στο υδατικό ισοζύγιο εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 20% το 2026 και θα μεγεθύνεται εκθετικά από το 2030 και έπειτα, φτάνοντας το 45% το 2037. Στη σχετική παρουσίαση που δόθηκε στη δημοσιότητα, αναδεικνύεται επίσης το ζήτημα των απωλειών στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής νερού, που υπολογίζονται στο 40% στην ύδρευση και στο 60% στην άρδευση.

Το Εθνικό Σχέδιο έχει ως στόχο, εξάλλου, να αντιμετωπίσει την αλόγιστη χρήση του αρδευτικού νερού και τις παράνομες γεωτρήσεις. Ειδικά καθώς, λόγω των μειωμένων βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων των τελευταίων χρόνων, σε μεγάλο βαθμό ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής, η άντληση νερού από το υπέδαφος γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη.

«Οι γεωτρήσεις χρειάζεται να φτάσουν ακόμα και σε 180-200 μέτρα βάθος κατά τόπους μέχρι να βρουν τον υδροφόρο ορίζοντα», λέει στα «ΝΕΑ» ο Χρίστος Καραβίτης, κοσμήτορας της Σχολής Περιβάλλοντος και Γεωργικής Μηχανικής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΓΠΑ). Το γεγονός αυτό αναδεικνύει το πρόβλημα στα υπόγεια δίκτυα, ενώ αυξάνει σημαντικά το κόστος, καθώς απαιτείται πολύ περισσότερη ενέργεια για την άντληση νερού από μεγάλο βάθος. «Τα υπόγεια νερά αποτελούν το 25%-30% των συνολικών υδατικών πόρων, με τα επιφανειακά νερά να αντιστοιχούν στο υπόλοιπο 70%. Ομως, τα επιφανειακά νερά ανήκουν στο Δημόσιο, ενώ τα υπόγεια ανήκουν στον κάτοχο της γης, σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο. Ως συνέπεια, έχουμε υπερεκμετάλλευση των υπόγειων νερών, που χρησιμοποιούνται για την άρδευση περίπου του 50% της καλλιεργήσιμης γης», προσθέτει ο κοσμήτορας. «Εχουμε ελάχιστα φράγματα», επισημαίνει και τονίζει πως είναι απαραίτητο να γίνουν έργα για την καλύτερη χρήση των επιφανειακών νερών, με τη δημιουργία ταμιευτήρων (τεχνητών λιμνών) για την άρδευση.

SOS για αποδοτικότερο πότισμα

Πέραν των απαραίτητων αλλαγών στα αρδευτικά δίκτυα, πρέπει να ληφθούν και πιο άμεσα μέτρα, τα οποία θα περιορίσουν την κατασπατάληση νερού στις καλλιέργειες. Κι αυτό διότι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται σήμερα στα χωράφια είναι εν πολλοίς απαρχαιωμένες και χρησιμοποιούν υπέρογκες ποσότητες νερού.

Η κατάκλυση, για παράδειγμα, είναι μια μέθοδος που χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό, όμως είναι μακράν η λιγότερο αποδοτική. Επί της ουσίας, πρόκειται για το «πλημμύρισμα» του χωραφιού με νερό, το οποίο απορροφάται σταδιακά από τα φυτά. Ωστόσο, συνεπάγεται μεγάλες απώλειες λόγω εξάτμισης, ενώ μέρος του νερού μπορεί να μην απορροφηθεί καν από το έδαφος. «Σε ορισμένες καλλιέργειες, όπως είναι το ρύζι, η κατάκλυση είναι υποχρεωτική», αναφέρει ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Φορέων Παροχής Γεωργικών Συμβουλών “Farmadvisors” Γιάννης Καραστέργιος. Επίσης, η κατάκλυση χρησιμοποιείται πολλές φορές και για καλλιέργειες που δεν τη χρειάζονται, χάριν ευκολίας και χαμηλότερου κόστους.

Ο καταιονισμός, από την άλλη, είναι η δημιουργία της λεγόμενης «τεχνητής βροχής» με συστήματα όπως είναι τα «μπεκ». Οπως και η κατάκλυση, παρουσιάζει μεγάλη κατανάλωση νερού και υψηλό ποσοστό σπατάλης, ενώ χρησιμοποιεί πολλή ηλεκτρική ενέργεια και έχει υψηλό κόστος εγκατάστασης. Η σπατάλη οφείλεται στο γεγονός ότι το νερό εκτοξεύεται στον αέρα, με μεγάλο τμήμα του να εξατμίζεται, κάτι που είναι έντονο σε περιοχές με ισχυρούς ανέμους. Παράλληλα, ο καταιονισμός συχνά οδηγεί σε ανισομερή κατανομή του νερού αν δεν υπάρχει η σωστή πίεση.

Η στάγδην άρδευση θεωρείται η πιο αποδοτική μέθοδος σε ακάλυπτους χώρους σε ό,τι αφορά την κατανάλωση νερού. Ουσιαστικά, πρόκειται για πότισμα με σταθερή ροή μέσω σταγόνας. Γίνεται μέσω της εγκατάστασης σταλακτηφόρων σωλήνων, που ρίχνουν σταγόνες σε συγκεκριμένο σημείο (στη βάση κάθε φυτού). Οι απώλειες είναι ελάχιστες, καθώς η σταγόνα απορροφάται άμεσα από το έδαφος, ενώ η εξάτμιση είναι μηδαμινή. «Η στάγδην άρδευση χρησιμοποιείται σε μεγάλες καλλιέργειες υψηλής αξίας, όπως είναι η βιομηχανική ντομάτα ή το βαμβάκι», αναφέρει ο Γιάννης Καραστέργιος. Επιπλέον, χρησιμοποιείται κατά κόρον στις δενδρώδεις καλλιέργειες και στα αμπέλια. «Η ποσότητα νερού είναι ελεγχόμενη και στοχευμένη, με αποτέλεσμα να γίνεται εξοικονόμηση και να περιορίζονται οι απώλειες», προσθέτει ο ίδιος.

Τέλος, η υδροπονική καλλιέργεια σε θερμοκήπια, όπου χρησιμοποιείται επίσης η στάγδην άρδευση, είναι η πιο αποδοτική σε ό,τι αφορά την κατανάλωση νερού. «Οι καλύτερες καλλιέργειες γίνονται σε τελείως κλειστά θερμοκήπια. Σε αυτά, γίνεται πλήρης ανακύκλωση του νερού, καθώς οι υδρατμοί συλλέγονται και ξαναχρησιμοποιούνται στο σύστημα. Οι απώλειες είναι ελάχιστες, ίσως και κάτω από 10 λίτρα νερό τον μήνα», εξηγεί ο Χρίστος Καραβίτης.

Καλλιέργειες με διαφορετικές ανάγκες

Πολλή συζήτηση έχει γίνει ανά καιρούς γύρω από το κατά πόσο θα έπρεπε οι έλληνες αγρότες να στραφούν προς καλλιέργειες με μικρότερες ανάγκες σε νερό, ειδικά καθώς το κλίμα της χώρας γίνεται ξηρότερο. Ομως, η συζήτηση αυτή γίνεται συχνά με απλοϊκούς όρους, όπως επισημαίνει ο Γιάννης Καραστέργιος. Αλλωστε, οι καιρικές συνθήκες αλλάζουν τις ανάγκες των καλλιεργειών για νερό. Την περασμένη εβδομάδα, στην Καρδίτσα σημειώθηκαν θερμοκρασίες 45 βαθμών Κελσίου – «όταν ο υδράργυρος φτάνει σε τέτοια επίπεδα, είναι προφανές ότι οι εξατμίσεις του νερού είναι αυξημένες», λέει ο πρόεδρος της Ενωσης Αγροτικών Συμβούλων.

«Οι ανάγκες των καλλιεργειών δεν είναι πάγιες σε ετήσια βάση», αναφέρει και φέρνει το παράδειγμα του βαμβακιού: «Είναι μύθος ότι το βαμβάκι είναι τόσο υδροβόρο». Ωστόσο, όπως και το καλαμπόκι, το τριφύλλι και η βιομηχανική ντομάτα, έχει αυξημένες απαιτήσεις σε νερό. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ένα στρέμμα καλλιέργειας καλαμποκιού απαιτεί ετησίως περίπου 700 κυβικά μέτρα νερό (1 κ.μ. = 1.000 λίτρα). Αντίστοιχες ανάγκες έχει το τριφύλλι, που χρησιμοποιείται κυρίως για την κτηνοτροφία, ενώ το βαμβάκι χρειάζεται περίπου 600 κ.μ. ετησίως ανά στρέμμα και η βιομηχανική ντομάτα περίπου 500.

Ωστόσο, οι εν λόγω καλλιέργειες είναι ιδιαιτέρως αποδοτικές και χρήσιμες για το σύνολο της αγροτικής οικονομίας. Επιπλέον, πρόκειται για εαρινές καλλιέργειες, που λόγω εποχικότητας χρειάζονται περισσότερο νερό, αφού οι βροχοπτώσεις είναι ελάχιστες την άνοιξη και το καλοκαίρι. Εξάλλου, σημαντικό ρόλο στις ανάγκες των καλλιεργειών παίζει και η ποιότητα του εδάφους. «Κάθε χώμα δεν διατηρεί το νερό με τον ίδιο τρόπο», τονίζει ο Γιάννης Καραστέργιος.

Από τη μεριά του, ο Χρίστος Καραβίτης επισημαίνει ότι συνολικά δεν υπάρχει προγραμματισμός για την αύξηση της αποδοτικότητας των καλλιεργειών. «Υπάρχουν ελλείψεις σε νομοθετικό, τεχνολογικό και γνωστικό επίπεδο», υπογραμμίζει. Αναφέρει, μάλιστα, μελέτη που είχε εκπονηθεί στα τέλη της δεκαετίας του 1980 για την αγροτική οικονομία της Θεσσαλίας και η οποία πρότεινε «να υπάρξει εστίαση στα κτηνοτροφικά φυτά και στην ανάπτυξη κτηνοτροφικών μονάδων – ειδικά βοοειδών – με στόχο την καθετοποίηση της παραγωγής». Ωστόσο, η πρόταση δεν αξιοποιήθηκε, κυρίως λόγω ενστάσεων από βόρειες χώρες της ΕΕ, όπως η Ολλανδία και το Βέλγιο, που έχουν μεγάλο μέρος της παραγωγής βόειου κρέατος και γαλακτοκομικών.