
Ένα θέμα, που απασχόλησε ιδιαίτερα φέτος τους δημοσιογράφους και τους ειδικούς, ήταν η παρουσία των μωβ μεδουσών στις ελληνικές θάλασσες. Όμως, μια πτυχή αυτού του ζητήματος αφορά και την υπεραλίευση.
Για αυτόν τον λόγο, τα «ΝΕΑ» επικοινώνησαν την Πέμπτη με το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών και με τον Διευθυντή Ερευνών Επαμεινώνδα Χρήστου, σε μια προσπάθεια να αναδείξουν περισσότερο κι αυτήν την οικολογική διάσταση του φαινομένου.
Μιλώντας στον δημοσιογράφο Σταύρο Μαρινόπουλο, ο κύριος Χρήστου τόνισε: «Το πρώτο αντίκτυπο της υπεραλίευσης είναι ότι μειώνονται τα ψάρια, που καταναλώνουν την μωβ μέδουσα, όπως οι ξιφίες, τα φεγγαρόψαρα και διάφορα πελαγικά ψάρια (τόνοι, γόπες, σαφρίδια, σκουμπριά, κ.λ.π.).
Το δεύτερο, και πολύ σημαντικό, το οποίο και δεν εντοπίζεται εύκολα, καθώς υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία, αλλά προκύπτει έμμεσα από τις συνήθειες των θαλάσσιων οργανισμών, είναι ότι πολλά μικρά πελαγικά ψάρια, που μπορεί να είναι και προνύμφες ψαριών, καταναλώνουν τις μέδουσες στα στάδια του αυγού, της Planula και της Ephyra. Πρόκειται για τα νεαρά στάδια της μέδουσας (εικόνα), με μέγεθος από μικρότερο του μισού ως 1 χιλιοστό, στα οποία μπορεί και να καταναλωθεί από μικρά ψαράκια. Άρα, η υπεραλίευση παίζει ρόλο και στην διαμόρφωση του τελικού πληθυσμού, μαζί με την κλιματική αλλαγή, που επιταχύνει τον κύκλο αναπαραγωγής της μέδουσας».
Αναπαραγωγικός κύκλος της μέδουσας (Pelagia noctiluca)
Ωστόσο, προχωρώντας λίγο παρακάτω, ο Επαμεινώνδας Χρήστου δεν παραλείπει να αναφέρει και την άλλη πτυχή του οικολογικού προβλήματος, που δημιουργεί η υπεραλίευση: «Τα μικρά πελαγικά ψάρια, όπως ο γαύρος και η σαρδέλα, τρώνε πολλές την τροφή, που τρώει και η μωβ μέδουσα. Εφόσον η υπεραλίευση οδηγεί σε μείωση του πληθυσμού τους, μένει περισσότερη τροφή για την μέδουσα. Υπάρχει επομένως και αυτή η παράμετρος. Η υπεραλίευση λειτουργεί και πέρα από το δίπολο θηρευτή – λείας, επιδρώντας στην διαθεσιμότητα τροφής για την μέδουσα».
Σχετικά με την υπεραλίευση στις ελληνικές θάλασσες, ο Διευθυντής Ερευνών ανέφερε: «Δεν ισχύει ότι σε μια περιοχή, εμφανίζονται μέδουσες, λόγω της υπεραλίευσης. Δεν υπάρχουν τέτοιες άμεσες σχέσεις στο θαλάσσιο οικοσύστημα. Μιλάμε σε παγκόσμιο επίπεδο πάντα και διαχρονικά. Δηλαδή δεν μπορούμε να πούμε ότι επειδή ψάρεψαν τεράστια ποσότητα γαύρου, θα έχουμε πολλές μέδουσες».
Τέλος, είναι απαραίτητο να σημειωθεί ότι δεν είναι όλα τόσο ξεκάθαρα, γύρω από το ζήτημα των μωβ μεδουσών, σύμφωνα με τον ίδιο: «Σαφέστατα, υπάρχουν πτυχές, που δεν έχουν διαφωτιστεί. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, από το 1982 παρατηρήθηκαν μεγάλοι πληθυσμοί μεδουσών, με περιοδικότητα τα 10 – 12 έτη, το οποίο ισχύει για όλη την Μεσόγειο, οι οποίοι παραμένουν για 2 – 3 χρόνια ενεργοί. Έχει συσχετιστεί με κλιματικούς ή και ηλιακούς κύκλους, δεν έχει ερμηνευθεί. Πρέπει να σημειωθεί ότι η τελική διαμόρφωση της χρονικής περιόδου καθορίζεται από τις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές και γεωμορφολογικές συνθήκες της περιοχής. Ωστόσο, όλα τα παραπάνω αφορούν τις εξάρσεις δηλαδή τις εμφανίσεις πυκνών πληθυσμών. Μεμονωμένα άτομα υπάρχουν πάντα στο θαλάσσιο οικοσύστημα».