
Οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις της Ευρώπης εξέφρασαν ανακούφιση αλλά και ανησυχία για την εμπορική συμφωνία πλαίσιο με τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ, με την παραδοχή ότι πρόκειται για μία άνιση συμφωνία που, ωστόσο, αποτρέπει έναν εμπορικό πόλεμο.
Η συμφωνία που ανακοινώθηκε χθες προβλέπει ότι οι ΗΠΑ θα επιβάλουν εισαγωγικούς δασμούς 15% στα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα, το ήμισυ των δασμών που περιλαμβάνονταν στις απειλές του Τραμπ, αλλά πολύ περισσότερο από το μηδενικό ποσοστό που είχαν ελπίσει οι Ευρωπαίοι.
«Καθώς περιμένουμε τις πλήρεις λεπτομέρειες της νέας εμπορικής συμφωνίας ΕΕ-ΗΠΑ, ένα πράγμα είναι σαφές: είναι στιγμή για ανακούφιση, όχι πανηγυρισμούς», δήλωσε μέσω του Χ ο πρωθυπουργός του Βελγίου Μπαρτ Ντε Βεβέρ. «Οι δασμοί θα αυξηθούν σε πολλούς τομείς και ορισμένα ερωτήματα-κλειδιά παραμένουν αναπάντητα».
Περιγράφοντας τον Τραμπ ως σκληρό διαπραγματευτή, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε ότι «ήταν το καλύτερο που μπορούσαμε να εξασφαλίσουμε».
Ο καγκελάριος της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς χαιρέτισε την συμφωνία λέγοντας ότι απέτρεψε έναν εμπορικό πόλεμο που θα είχε πλήξει σκληρά την εξαγωγικής κατεύθυνσης γερμανική οικονομία και την γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.
Ομως, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Φρανσουά Μπαϊρού μίλησε «για σκοτεινή μέρα» για την Ευρώπη η οποία «αναγκάζεται να υποταχθεί».
«Δεν θα πρέπει η συμφωνία αυτή να είναι το τέλος της ιστορίας, περίπτωση κατά την οποία απλώς θα ήμασταν αποδυναμωμένοι», δήλωσε στο δίκτυο France Inter ο γάλλος υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου Λοράν Σεν-Μαρτέν. «Το θέμα δεν έχει λήξει». «Τώρα θα υπάρξει μία τεχνική διαπραγμάτευση και μπορούμε να την εκμεταλλευθούμε για να ενισχύσουμε την θέση μας».
Το Παρίσι θεωρεί ότι η συμφωνία θα φέρει «σταθερότητα» στις επιχειρήσεις, αλλά επιμένει ότι πρόκειται για μία άνιση συμφωνία. Σε αυτό συμφωνούν τόσο ο υπουργός Εξωτερικού Εμπορίου όσο και ο υπουργός Βιομηχανίας και Ενέργειας Μαρκ Φερατσί, αλλά και ο υπουργός αρμόδιος για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις Μπενζαμέν Χαντάτ, σύμφωνα με δηλώσεις που έγιναν στα μέσα ενημέρωσης ή αναρτήθηκαν στα κοινωνικά δίκτυα.
«Υποχρέωσή μας είναι τώρα να καταφέρουμε ότι, εν τέλει, η συμφωνία αυτή θα είναι όσο λιγότερο άνιση γίνεται. Να καταφέρουμε ώστε να μην είναι άνιση στο τομέα των υπηρεσιών και ώστε οι μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις να συμβάλλουν περισσότερο όταν θα εξάγουν υπηρεσίες και κυρίως ψηφιακές υπηρεσίες στην Ευρώπη», δήλωσε ο υπουργός Βιομηχανίας και Ενέργειας της Γαλλίας.
Ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Πέδρο Σάντσεθ δήλωσε ότι εκτιμά την εποικοδομητική προσπάθεια της Κομισιόν για την επίτευξη εμπορικής συμφωνίας με τις ΗΠΑ και υποστηρίζει την συμφωνία, αλλά «χωρίς ενθουσιασμό».
Στο μεταξύ, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αναρωτιούνται να πρέπει να χαρούν ή να λυπηθούν με την συμφωνία.
«Οσοι περιμένουν τυφώνα, είναι ευγνώμονες με την καταιγίδα», δήλωσε ο Wolfgang Große Entrup, επικεφαλής του Συνδέσμου Χημικής Βιομηχανίας της Γερμανίας (VCI).
«Αποφεύχθηκε η περαιτέρω κλιμάκωση. Ωστόσο, το τίμημα είναι υψηλό και για τις δύο πλευρές. Οι ευρωπαϊκές εξαγωγές χάνουν σε ανταγωνιστικότητα. Οι αμερικανοί καταναλωτές πληρώνουν τους δασμούς».
Ο Ντόναλντ Τραμπ και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσαν χθες στην Σκωτία τελωνειακή συμφωνία πλαίσιο που προβλέπει την επιβολή δασμών 15% στα ευρωπαϊκά προϊόντα που θα εξάγονται στις ΗΠΑ.
Ελπίζοντας ότι θα αποφύγει την εμπορική κλιμάκωση, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύθηκε επίσης σε αγορές ενέργειας ύψους 750 δισεκατομμυρίων δολαρίων -με στόχο την αντικατάσταση του ρωσικού φυσικού αερίου – και σε επιπλέον επενδύσεις ύψους 600 δισεκατομμυρίων δολαρίων στις ΗΠΑ.
Μεταξύ των πολλών θεμάτων που αναφύονται και πρέπει να απαντηθούν είναι πώς η ευρωπαϊκή δέσμευση για επενδύσεις στις ΗΠΑ και για αύξηση των αγορών ενέργειας μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, αφού ο αμερικανικός ενεργειακός τομέας δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην επιπλέον αυτή ζήτηση.
Η ικανότητα παραγωγής φυσικού αερίου των ΗΠΑ έχει σχεδιασθεί σχεδόν να διπλασιασθεί κατά την επόμενη τετραετία. Ωστόσο ακόμη και έτσι, η παραγωγή δεν θα είναι αρκετή για να καλύψει την επιπλέον ζήτηση. Επιπλέον, στον πετρελαϊκό τομέα αναμένεται ότι η παραγωγή θα είναι χαμηλότερη από τις προβλέψεις που δημοσιοποιήθηκαν νωρίτερα.
New York Times: Οι Ευρώπη υποχώρησε για να διασωθεί
Οι Ευρωπαίοι επέλεξαν τελικά το «μικρότερο κακό», καταλήγοντας σε μια συμβιβαστική συμφωνία-πλαίσιο με την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, δεχόμενοι την επιβολή δασμών 15% στις εξαγωγές τους προς τις ΗΠΑ. Αν και η συμφωνία αυτή δεν αναμένεται να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη, σύμφωνα με ανάλυση των New York Times, οι Βρυξέλλες αποφάσισαν να αποφύγουν μια εμπορική σύγκρουση, επιδιώκοντας να διατηρήσουν ανοικτούς διαύλους επικοινωνίας με την Ουάσινγκτον ενόψει κρίσιμων γεωπολιτικών θεμάτων, κυρίως του πολέμου στην Ουκρανία.
Η ανάλυση ξεκινά με τον αθλητικό όρο «Survive and advance» μια τακτική που εστιάζει όχι στον θρίαμβο, αλλά στην αποφυγή της ήττας. Πρόκειται για στρατηγική επιβίωσης, σύμφωνα με την οποία η Ευρώπη επέλεξε να συνεχίσει το παιχνίδι αντί να ρισκάρει μια ρήξη.
Η συμφωνία προβλέπει την επιβολή δασμών 15% από τις ΗΠΑ σε μια ευρεία γκάμα ευρωπαϊκών προϊόντων. Παρότι για την Ε.Ε. οι όροι είναι δυσμενείς και δεν προσφέρουν οικονομικά οφέλη, θεωρείται ένα «αναγκαίο κακό» που αποτρέπει τη ρήξη και επιτρέπει στην Ευρώπη να επικεντρωθεί στα θέματα εξωτερικής πολιτικής που την απασχολούν περισσότερο.
Οι Βρυξέλλες υποχώρησαν
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δήλωσε πως η συμφωνία θα προσφέρει σταθερότητα και προβλεψιμότητα στις διατλαντικές επιχειρήσεις. Παρόμοια στάση κράτησαν και ο καγκελάριος της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς και ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, θεωρώντας πως η αποδοχή των όρων αποτελεί βήμα αποκλιμάκωσης.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους New York Times, η Ευρώπη είχε στη διάθεσή της ένα πακέτο ανταποδοτικών μέτρων, ύψους περίπου 100 δισ. δολαρίων, έτοιμο να ενεργοποιηθεί σε περίπτωση κλιμάκωσης από πλευράς ΗΠΑ. Αν και υπήρχε η δυνατότητα για μια πιο σθεναρή στάση, τελικά υπερίσχυσε η λογική του συμβιβασμού.
Οι δασμοί αναγνωρίζονται ως βλαβεροί
Ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς παραδέχθηκε ότι οι δασμοί πλήττουν τόσο την Ευρώπη όσο και την Αμερική μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, δήλωσε ότι η εμμονή του Τραμπ με τους δασμούς σημαίνει πως η Ευρώπη θα πρέπει να προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα.
Όπως είπε με κάποια δόση πικρίας: «Θα χαιρέτιζα ασφαλώς περαιτέρω διευκόλυνση του διατλαντικού εμπορίου».
Καμία υποχώρηση στην Ουκρανία
Σε αντίθεση με το εμπορικό πεδίο, οι Ευρωπαίοι εμφανίζονται αμετακίνητοι στο ζήτημα της Ουκρανίας. Μέσω επίμονων διαβουλεύσεων και προσωπικών επαφών με τον Λευκό Οίκο, οι Βρυξέλλες προσπαθούν να πείσουν τον Τραμπ να διατηρήσει τη στήριξη προς το Κίεβο και να αποστασιοποιηθεί από τον Βλαντίμιρ Πούτιν.
Η εμπορική συμφωνία στη Σκωτία θεωρείται ως μέσο προστασίας αυτής της πίεσης, ώστε να μην υπονομευτούν οι ευρωπαϊκές διπλωματικές προσπάθειες, όχι μόνο για την Ουκρανία, αλλά και για το Ιράν και τη Μέση Ανατολή.
Δεν είναι τίποτα οριστικό
Παρόλα αυτά, η σταθερότητα της συμφωνίας δεν θεωρείται δεδομένη. Όπως επισήμανε και η αναλυτική εταιρεία Pantheon Macroeconomics, οι συμφωνίες με τον Τραμπ είναι συχνά προσωρινές. Η διάθεσή του μπορεί να μεταβληθεί και οι όροι να τεθούν εκ νέου υπό διαπραγμάτευση – όπως αποδεικνύει και η πρόσφατη επανεκκίνηση διαπραγματεύσεων με τον Καναδά και το Μεξικό.
Πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι, σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις, εκφράζουν σκεπτικισμό ως προς το κατά πόσο μπορεί να βασιστεί κανείς στις δεσμεύσεις της Ουάσιγκτον, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ζωτικής σημασίας θέματα όπως η Ουκρανία ή η αμυντική συνδρομή του ΝΑΤΟ.
Επιβίωση ημέρα με την ημέρα
Εν τέλει, όπως καταλήγει και η ανάλυση των New York Times, η ευρωπαϊκή στρατηγική με τον Τραμπ δεν είναι να νικήσει, αλλά να επιβιώσει. Κάθε μέρα, κάθε διαπραγμάτευση, είναι ένας νέος γύρος. Και ο στόχος είναι να προχωρά κανείς, έστω και υπό πίεση.