
Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού “Atlantic” η Honor Jones περιγράφει τις εντυπώσεις της από την πρόσφατη επίσκεψή της στην Κέρκυρα. Το ταξίδι της στο ελληνικό νησί είχε μάλιστα ένα συγκεκριμένο κίνητρο: να ανακαλύψει τα «ίχνη» του Τζον Λε Καρέ, καθώς η Κέρκυρα καταλαμβάνει λίγες σελίδες στο μυθιστόρημά του «Ενας τέλειος κατάσκοπος». Εκεί όπου ο τσέχος πράκτορας Αξελ εξαπολύει ανθρωποκυνηγητό εις βάρος του Μάγκνους Πιμ, περνώντας μάλιστα από το γήπεδο κρίκετ. Αλλά γιατί η Κέρκυρα, απ’ όπου όντως πέρασε ο μεγάλος μυθιστοριογράφος, όταν υπάρχουν η Βιέννη ή η Βέρνη ή η Κένυα; Επειδή, όπως γράφει η δημοσιογράφος, «εάν προσπαθείς να ανακαλύψεις κάποιον που δεν θέλει να βρεθεί, δεν πηγαίνεις στα προφανή μέρη». Προφανή ή όχι, τα ελληνικά νησιά υπήρξαν συχνά καταφύγια για τους μεγάλους συγγραφείς, Ελληνες και ξένους, όταν θέλησαν να επισκεφτούν το «λίκνο» του ευρωπαϊκού πολιτισμού ή να ξαναβρούν τον εαυτό τους στη συναισθηματική γεωγραφία της Μεσογείου.
Ο Καμί και το φως της Δήλου
Ο Αλμπέρ Καμί φτάνει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1955 ως προσκεκλημένος του Γαλλικού Ινστιτούτου για να συμμετάσχει σε σειρά διαλόγων για το μέλλον της Ευρώπης, μαζί με τους Κωνσταντίνο Τσάτσο, Ευάγγελο Παπανούτσο, Φαίδωνα Βεγλερή, Γιώργο Θεοτοκά και Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. «Για εμάς τους Μεσογειακούς η Ελλάδα είναι μια πηγή. Θέλω να πω ότι η Μεσόγειος έχει κάτι, ένα συστατικό στοιχείο, που της επιτρέπει να ισορροπεί τα πάντα και να μας δίνει πάντα ένα μάθημα μέτρου» γράφει σχετικά στο ημερολόγιό του (στα ελληνικά από τις εκδ. Καστανιώτη). Τον συγκλονίζουν η Ακρόπολη και το αττικό φως («Ψαχουλεύει τα μάτια, τα κάνει να δακρύζουν, διαπερνά το κορμί με οδυνηρή ταχύτητα, το αδειάζει, το ανοίγει σαν να το βιάζει, εντελώς φυσιολογικά, και συνάμα το ξεπλένει»), επισκέπτεται το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα. Στη Δήλο ανακαλύπτει το μέτρο της ελληνικής λιτότητας: «Ολος ο κόσμος των Κυκλάδων περιστρέφεται αργά γύρω από τη Δήλο, πάνω στην εκτυφλωτική θάλασσα, με μια αδιόρατη κίνηση, ένα είδος ακίνητου χορού. Αυτός ο νησιωτικός κόσμος, τόσο στενός και τόσο απέραντος, μου φαίνεται σαν να είναι η καρδιά του κόσμου. Και στο κέντρο αυτής της καρδιάς βρίσκεται η Δήλος και τούτη η κορφή όπου ανέβηκα, απ’ όπου μπορώ να κοιτάζω κάτω από το κάθετο και καθάριο φως του κόσμου τον τέλειο κύκλο που ορίζει το βασίλειό μου» («Σημειωματάρια, Μάρτιος 1951 – Δεκέμβριος 1959», εκδ. Πατάκη, 2022, μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Douge, Μαρία Ρομπλέν Κασαμπαλόγλου).
Η Βιρτζίνια Γουλφ στη θάλασσα της Αίγινας
Η Βιρτζίνια Γουλφ επισκέφθηκε πρώτη φορά την Ελλάδα το 1906 μαζί με την αδελφή της Βανέσα Μπελ. Η δεύτερη ήταν το 1932 και τα στιγμιότυπα πέρασαν στα ημερολόγιά της. «Ποτέ μου δεν είδα τόσο πολλά λουλούδια – στην Αίγινα χτες ολόκληρο το βουνό ήτανε κόκκινο από τα ηλιάνθεμα και τις παπαρούνες – έκοψα μία, αλλά τα πέταλά της είναι σχεδόν μαραμένα. Η θάλασσα μπαίνει παντού – φτάνεις στην κορφή ενός βουνού και να αποκάτω η θάλασσα. Και πέρα μακριά βουνά χιονισμένα, και μικροί κόλποι όπως όταν η Εύα – όχι, η Περσεφόνη – λουζόταν στα νερά τους. Ούτε ένα καλύβι, ούτε ένα χαμόσπιτο, ούτε ένα καφενείο… Κρυστάλλινη θάλασσα και πεντακάθαρη άμμος είναι σχεδόν το ομορφότερο πράγμα στον κόσμο – εσύ ξέρεις πόσες φορές το ‘χω πει αυτό – πρόσθεσε και γριές με τα κοφίνια τους. Χτες λοιπόν βουτήξαμε στη θάλασσα και κολυμπήσαμε στο Αιγαίο, με αχινούς και ανεμώνες – όλα είχαν μεταμορφωθεί, κόκκινα και κίτρινα κυμάτιζαν κάτω απ’ τα πόδια μας… Κι ύστερα σήκωσα το κεφάλι μου κι είδα τα βουνά πέρα απ’ τη θάλασσα, σαν λάμες μαχαιριών, χρωματιστά, και τη θάλασσα ήρεμη. Κι ένιωσα σαν ένα μαχαίρι να έξυσε ένα αμβλύ όργανο που υπήρχε μέσα μου, γιατί δεν μπορούσα να βρω κανένα ψεγάδι σ’ αυτή τη λυγερή, αθλητική ομορφιά, τη βουτηγμένη στο χρώμα…» (από το «Ελλάδα και Μάης μαζί», εκδ. Υψιλον, μτφ. Μαρίας Τσάτσου, 1996).
Ο Ελύτης στην Παλαιοκαστρίτσα
«Περίμενα πώς και πώς τις λιγοστές εξόδους για να πάω στην Παλιοκαστρίτσα, όπου βρισκόταν εγκατεστημένος με την πρώτη του γυναίκα, τη Νάνσυ, ο φίλος μας Lawrence Durrell, άγνωστος τότε και ταπεινός, ή να συναντήσω τον Θεόδωρο Στεφανίδη, έναν ιδιόρρυθμο φίλο του Κατσίμπαλη, με κοκκινόξανθη γενειάδα, γιατρό, βοτανολόγο και μεταφραστή του Παλαμά στα εγγλέζικα, που δεχόταν πάντοτε εμένα και τους φίλους μου με άπειρη ευγένεια». Αυτά σημειώνει στα «Ανοιχτά χαρτιά» για την πρώτη περίοδο της Κέρκυρας ο Οδυσσέας Ελύτης, καθώς από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο του 1937 υπηρετεί στο νησί ως έφεδρος αξιωματικός. Ο νομπελίστας ποιητής θα επιστρέψει εκεί αρκετές φορές διακόπτοντας τη σχέση του με τη Μυτιλήνη, το νησί των γονιών του (ο ίδιος γεννιέται στο Ηράκλειο). «Πουθενά σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, ο Ηλιος και η Σελήνη δεν συμβασιλεύουν τόσο αρμονικά, δεν μοιράζονται τόσο ακριβοδίκαια την ισχύ τους, όσο επάνω σε αυτό το κομμάτι γης… Μιλώ για το νησί, που αργότερα, όταν κατοικήθηκε, ονομάστηκε Λέσβος και που η θέση του, όπως τη βλέπουμε σημαδεμένη στους γεωγραφικούς χάρτες, δεν μοιάζει να ανταποκρίνεται και πολύ στην πραγματικότητα. Μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά μια δυο ώρες αφού το πλοίο της γραμμής εγκαταλείψει τη Χίο είναι σαν να εγκαταλείπει ολόκληρο τον γνωστό κόσμο».
Ο Σεφέρης και η Μαρώ στην Αμοργό
Εκτός από τον αγαπημένο Πόρο το Αιγαίο προσφέρει στον Γιώργο Σεφέρη και άλλα καταφύγια – έναν θαυμαστό καινούργιο κόσμο μετά την «εξορία» της Μικρασιατικής Καταστροφής. Στις 24 Αυγούστου 1961 φτάνουν με τη Μαρώ στην Αιγιάλη της Αμοργού, για να καταλύσουν στο ξενοδοχείο Μικέ, όπως διαβάζουμε στις «Μέρες Η’» (εκδ. Ικαρος, 2018): «Ηρθαμε Δευτέρα βράδυ με το “Μαριλένα”, 10-11 ώρες ταξίδι. Η μηχανή για ηλεκτρικό έχει καεί. Κεριά και λάμπες πετρελαίου – άλλοι ρυθμοί ζωής, συντονισμένοι με το φως της μέρας. Το μέρος όπου ήρθαμε ολωσδιόλου άγονη γραμμή και ωραία βράχια. Δωμάτιο πάνω στη θάλασσα. Τη νύχτα ακούς ρόγχο κυμάτων όπως αν ταξίδευες. Κάτοικοι ξενοδοχείου ένας Αμερικάνος απ’ τα Θολάρια, ένας πατέρας με [το] παιδάκι του – συγκινητικό ζευγάρι – και άσκημες γυναίκες. Ωραία θάλασσα για μπάνιο – φεγγάρι προς πανσέληνο και μυρωδιές βουνίσιες».
Ο Χένρι Μίλερ και η ανάσα του Πόρου
«Το να πλέεις αργά μέσα στους δρόμους του Πόρου είναι σαν να ξαναζείς τη χαρά να περνάς από το λαιμό της μήτρας. Είναι μια πολύ βαθιά χαρά για να μπορείς να τη θυμάσαι. Είναι μια από τις χαρές του μουδιασμένου ηλιθίου που δημιουργεί μύθους σαν αυτόν της γέννησης ενός νησιού από κάποιο βυθισμένο πλοίο». Αυτή είναι μια από τις εντυπώσεις του Χένρι Μίλερ όταν ο διάσημος αμερικανός συγγραφέας αρχίζει να περιπλανιέται στην Ελλάδα, όπου έχει φτάσει από το Παρίσι το 1939 καλεσμένος του Λόρενς Ντάρελ. Από την Αθήνα και την Υδρα έως τις Μυκήνες και την Επίδαυρο, αφήνεται να αγαπήσει τον τόπο και να δεθεί με τους κατοίκους του μεταφέροντας τις εμπειρίες του στον καταλυτικό πλέον «Κολοσσό του Μαρουσίου» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφ. Ιωάννα Καρατζαφέρη). Συνέχεια με τον Πόρο: «Το πλοίο, το πέρασμα, οι περιστρεφόμενοι τοίχοι, το κυματιστό τρεμούλιασμα κάτω από την κοιλιά του καραβιού, το εκτυφλωτικό φως, η πράσινη φιδίσια καμπύλη της παραλίας, οι γενειάδες που πέφτουν πάνω στο κρανίο σου από τους κατοίκους που κρέμονται από πάνω σου, όλα αυτά, μαζί με την παλλόμενη ανάσα της φιλίας, της συμπάθειας, της καθοδήγησης, σε περιτυλίγουν και σε μαγεύουν μέχρι που εκσφενδονίζεσαι σαν άστρο που εκπλήρωσε την πορεία του και η καρδιά σου σκορπίζεται με τα λιωμένα της συντρίμμια μακριά από τα πέρατα του κόσμου».
Ο Λόρενς Ντάρελ στην Κρήτη
Γεννημένος το 1912 στην Ινδία – ως εκπατρισμένος Βρετανός – ο Λόρενς Ντάρελ φτάνει στην Αγγλία στην ηλικία των 11. Τον Μάρτιο του 1935 μετακομίζει με τη σύζυγό του Νάνσι, τη μητέρα του Λουίζα και τα αδέρφια του – ανάμεσά τους, ο άλλος συγγραφέας Τζέραλντ – στην Κέρκυρα. Κατά την εξαετή παραμονή του εκεί γράφει το «Μαύρο βιβλίο», ενώ εμπνέεται τη «Σπηλιά του Πρόσπερου». Στη δεκαετία του 1970 εκδίδει υπό τη μορφή ενός προσωπικού οδηγού και «Τα ελληνικά νησιά» με αναφορές στην ιστορία, τους μύθους, τα πανηγύρια και τα έθιμα από τα Ιόνια (Κέρκυρα, Παξοί, Αντίπαξοι, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος), την Κρήτη, τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα, τα Δωδεκάνησα, τη Σάμο και τη Χίο, τη Λέσβο, τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη, τη Θάσο, τις Σποράδες, τις Κυκλάδες, τα νησιά του Αργοσαρωνικού. «Το Αιγαίο είναι αγνό, κατακόρυφο και δραματικό. Η Κρήτη είναι σαν ένας Λεβιάθαν που ωθείται προς τα πάνω από διαδοχικές γεωλογικές εκρήξεις. Είναι επίσης σαν την πόρπη μιας λεπτής ζώνης νησιών που προστατεύει τις εσωτερικές Κυκλάδες από τη δύναμη της βαθιάς θάλασσας… Το παρελθόν και το παρόν ενώνονται με τόσες λεπτές κλωστές. Θα δεις, για παράδειγμα, κάποιον γέρο αγρότη να γεμίζει το ποτήρι του και, πριν το φέρει στα χείλη του, να αφήνει να πέσουν μερικές σταγόνες στο χωμάτινο δάπεδο του μαγαζιού. Η σπονδή είναι κάτι σύγχρονο, όπως και ο ψίθυρος που σημαίνει κάτι σαν “καλή τύχη”. Ο γέρος μπορεί να μην έχει επίγνωση της ηλικίας της χειρονομίας ή της προέλευσής της. Στην Κρήτη – και στην πραγματικότητα στην Ελλάδα – η κλίμακα των πραγμάτων είναι τόσο μικρή και τόσο ανθρώπινη, που τα παλιά μνημεία και το σύγχρονο σκηνικό μοιάζουν να έχουν βγει από το ίδιο παράξενο αυγό».