
Δεν λέω, δύσκολο να στριμώξεις μέσα σε λίγες μέρες διακοπών την εκτόνωση για έναν ολόκληρο χειμώνα, αλλά έχω την εντύπωση ότι το παρακάνουμε με τους εγωκεντρισμούς και τους ναρκισσισμούς μας μόλις πατήσουμε το πόδι μας στους καλοκαιρινούς προορισμούς μας. Ολο και κάτι μας βρωμάει από ‘δώ, όλο και κάτι μας ξινίζει από ‘κεί, όλα και όλοι θέλουμε να συντονιστούν στο όραμα και τις προσδοκίες μας. Πώς το φανταζόμαστε εμείς το ελληνικό καλοκαίρι, πώς το θυμόμαστε από τα παιδικά και νεανικά μας χρόνια, πώς το βλέπουμε στις φωτογραφίες του Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ, σκληρό αλλά γενναιόδωρο, έτσι θέλουμε να είναι. Και οποιαδήποτε εκτροπή μάς φαίνεται κατάντια, εκμετάλλευση, έκπτωση, μιζέρια, πρόκληση, κακογουστιά. Για παράδειγμα, το θέμα με τις ελεύθερες παραλίες που είναι καλοκαιρινό χιτ τα δύο τελευταία χρόνια. Απολύτως σωστό και δίκαιο. Υστερα είναι που μας ζαλίζει αυτή η ιδιότυπη αντίληψη που έχει για την έννοια του δημόσιου χώρου ο μέσος Έλληνας.
Να μεταφράζει το «δημόσιο» ως προσωπική ιδιοκτησία του δημότη, δηλαδή δική του. Εντάξει, λοιπόν, να «απελευθερωθούν» οι παραλίες από τα συμφέροντα των βαστάζων του καπιταλισμού. Μετά; Μετά τις θέλουμε για πάρτη μας. Μας ενοχλούν οι άξεστοι που παίζουν ρακέτες, δεν αντέχουμε τα κακομαθημένα Ελληνόπουλα που κάνουν φασαρία και τους γονείς τους που μιλάνε δυνατά, κάνουμε απαξιωτικά «τς, τς, τς» (από μέσα μας ή έξω φωνή) για την παρέα των νεαρών κοριτσιών που βγάζουν συνέχεια σέλφι, ας μη μιλήσω για τον κάγκουρα που ακούει μουσική χωρίς ακουστικά. Εντάξει, πολύ εκνευριστικά όλα αυτά, αλλά αυτό σημαίνει «παραλίες για όλους τους Έλληνες». Όχι παραλίες για Έλληνες μεταμφιεσμένους σε Ελβετούς. Τώρα, αν θέλουμε να ανοίξουμε το θέμα περί δημόσιων συμπεριφορών, ας το κάνουμε από Σεπτέμβριο που θα έχουμε γυρίσει. Το φετινό σουξέ είναι η γκρίνια για τον αφελληνισμό του ελληνικού καλοκαιριού. Δεν μας αρέσουν οι ξένοι που έρχονται στην Ελλάδα, δεν είναι όπως παλιά (λες και έχει μείνει κάτι που να είναι όπως παλιά), κυκλοφορούν με τζιπ με σκούρα τζάμια, είναι κάφροι και νεόπλουτοι. Ομως, ή που θα τους αναγνωρίσουμε ως νέους ανθρωπότυπους, αυτούς που έχουν δημιουργήσει οι νέες οικονομίες, ή που θα κάνουμε τι; Θα τους περνάμε από κάστινγκ; «Εσύ μου κάνεις, εσύ δεν μου κάνεις»; Ας μου πει κάποιος τον τρόπο κι εγώ μαζί του, αλλά μου κάνει εντύπωση αυτή η μεγάλη σιγουριά για τον ελιτισμό μας.
Και όλα αυτά προς τι; Πολύ φοβάμαι για μια ανάρτηση στα σόσιαλ που θα κερδίσει πολλά λάικ και «πες τα». Για την αυτοπροβολή του viral. Για να κάνουμε σταρ την γκρίνια μας που τη βαφτίζουμε «καταγγελία». Επειδή μας χρέωσαν έξτρα το λάδι της σαλάτας, ενώ αν είχαν συμπεριλάβει στην τιμή τα δυόμισι ευρώ θα μας φαινόταν μεν ακριβή, αλλά τα κοινωνικά δίκτυα έχουν δει και ακριβότερες. Ελα, μωρέ, καλοκαίρι είναι, ας ξαναπιάσουμε την γκρίνια από φθινόπωρο.