Αργά γλιστράς στη συντριβή…

«Ενας άνθρωπος συναντά συχνά το πεπρωμένο του στον δρόμο που πήρε για να το αποφύγει». Ζαν ντε Λα Φοντέν

Ηταν δυο μέρες πριν την πανσέληνο της φράουλας. «Με επηρεάζει η Πανσέληνος», έτσι μου είχε πει, «όλα μου πάνε στραβά». Δεν την είχα συνηθίσει σε εκμυστηρεύσεις.

Από τον πρώτο καιρό που ήρθε εδώ στα Λουτρά της Ωραίας Ελένης, έναν χειμώνα, αναζητώντας κατάλυμα, δεν είχε με κανέναν πολλά-πολλά. Και με μένα για χρόνια, ίσως κι επειδή είμαστε και γειτόνισσες, μη φανταστείς, αστυνόμε, μόνο τα βασικά. Καλημέρα, καλησπέρα. Την έβλεπα να βγαίνει νωρίς τα πρωινά για να περπατά, τον χειμώνα στην παραλία, τα καλοκαίρια όταν άρχιζαν να φτάνουν οι παραθεριστές, στην άλλη άκρη του χωριού, προς τα ορεινά. Το ίδιο συνήθιζε να κάνει, βέβαια, και τα βράδια. Τι δουλειά έκανε; Αλλοι λέγανε ότι δούλευε σε κάποιο σάιτ; Σε εφημερίδα; Δημοσιευμένη δουλειά της δεν είδαμε, όμως, ποτέ. Αλλοι πως έγραφε, αλλά ούτε βιβλίο της ποτέ διαβάσαμε. Ζωγράφιζε κιόλας. Κάτι πρόσωπα με κάρβουνο, σκοτεινά. Κάτι τοπία έρημα. Να τα αγόραζε άνθρωπος; Μπα! Τα γέμισε και με κάτι ιδεογράμματα, σαν ιατρικές συνταγές, που δεν έβγαζε άκρη κανένας.

Ησυχος άνθρωπος όμως. Αν και εντυπωσιακή γυναίκα, έκανε τα πάντα για να γίνεται αόρατη. Επιδίωκε να περνά απαρατήρητη, σα να την κυνηγούσαν ή να κουβαλούσε μέσα της κρίμα βαρύ. Πώς ζούσε; Λιτά.

Μη φανταστείς, στον τρίτο χρόνο θα ήτανε όταν ήπιαμε τον πρώτο καφέ. Της είχα χτυπήσει την πόρτα, ψυχοσάββατο ήταν κι είχα κάνει κόλλυβα για τους απέναντι, «τα τρως τα κόλλυβα;» τη ρώτησα. «Σαν τρελή», μ’ απαντά. Μια γαβάθα τής πήγα και εκείνη μου είπε στην πόρτα να περάσω μέσα. Μια σάλα όλο κι όλο, με σκόρπια βιβλία παντού. Στο πάτωμα, στο τραπέζι, στις πολυθρόνες, στα ράφια… και με εκείνες τις δικές της φοβιστικές ζωγραφιές. «Δεν σ’ αρέσει το χρώμα;» τη ρώτησα. Συνήθιζε, βλέπεις, και μαύρα ρούχα, σκούρα τέλος πάντων, συνέχεια να φορά. «Στο ασπρόμαυρο πάντα τα πράγματα είναι πιο διαυγή, πιο καθαρά», θυμάμαι να μου απαντά. Τότε έμαθα και το επίθετο. Κυριακού. Μέχρι τότε το μόνο που είχα ακούσει ήταν να τη φωνάζουν Μαριέττα. Κυρία Μαριέττα. Ο μανάβης. Της έφερνε χόρτα άγρια και σπανάκια. Και φρούτα.

Καθίσαμε στη βεράντα. Εβλεπε θάλασσα, κάκτους είχε μονάχα. Από τη μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα φαινόταν στο άλλο δωμάτιο ένα άστρωτο κρεβάτι, γεμάτο βιβλία κι αυτό. Κάτι τόμους μεγάλους, κι όταν τη ρώτησα, «ξαναδιαβάζω Προυστ», μου απάντησε ξαφνικά. «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», δεν το κατάλαβα με τη μία πως έτσι λέγανε τα βιβλία της, όπα, για τη ζωή της το λέει, σκέφτηκα, αλλά μπα…

Τα καλοκαίρια κρυβόταν. Αχάραγα κολυμπούσε όπου πιο ερημιά. Εμενε σπίτι και παρότι της άρεσε τόσο το θέατρο και φαινόταν να ξέρει πολλά, όσες φορές κι αν της πρότεινα να πάμε στο αρχαίο θέατρο για να δούμε κάτι, εκείνη τ’ αρνιόταν.

Και δεν θα μου είχε μιλήσει αν δεν πήγαινα σ’ αυτήν χτυπημένη εκείνο το βράδυ. Ταράχτηκε τόσο πολύ, «να πας να τον καταγγείλεις» μου φώναζε, «καμιά γυναίκα δεν πρέπει να δέχεται να την κακοποιούν, να πας στο τμήμα, αμέσως, θα σε σκοτώσει!».

Και τον φοβόμουν, βεβαίως, αλλά της είπα ότι δεν ήταν η πρώτη φορά. Μετά, αρνάκι γινότανε και δεν ήξερε πώς να μου ζητά παρηγοριά, έκλαιγε ύστερα, αφού κι εγώ εκείνον λυπόμουν μετά.

Και τότε μου μίλησε. «Αν είχα μείνει μαζί του, θα είχα πεθάνει ή θα με είχε σκοτώσει». Σφίγγα μετά.

Ναι, εκεί, δίπλα στον καναπέ της τη βρήκα. Σφαγμένη σαν το αρνί. Με σπασμένα τελάρα, ασπρόμαυρα σκίτσα, με σκισμένα τα πρόσωπα.

Οχι, τι να συμβεί. Τα ίδια, εγκλεισμός, διάβασμα, ζωγραφική, άντε και κάποια πολύ πρωινή βόλτα.

Α! Οχι, την μέρα της Πανσελήνου την παρακάλεσα να πάμε το βράδυ αργά στην παραλία μια βόλτα.

«Τί φεγγάρι ἀπόψε!

Εἶναι καλό τό φεγγάρι, — δέ θά φαίνεται

πού ἀσπρίσαν τά μαλλιά μου»,

Μου είπε και το θυμάμαι, γιατί μου χάρισε και το βιβλίο. Απ’ έξω το έμαθα. Μ’ άρεσε. Ηταν το τελευταίο που έχω απ’ τη φίλη μου.

«Ὅταν ἔχει φεγγάρι μεγαλώνουν οἱ σκιές μές στό σπίτι,

ἀόρατα χέρια τραβοῦν τίς κουρτίνες,

ἕνα δάχτυλο ἀχνό γράφει στή σκόνη τοῦ πιάνου

λησμονημένα λόγια — δέ θέλω νά τ’ ἀκούσω. Σώπα.»

Ηταν το πρώτο έγκλημα που αντιμετώπιζε ο αστυνόμος Γκίκας στα Λουτρά. Εξάλλου, για να ‘χει την ησυχία του δέχτηκε τη μετάθεση,  κουράστηκε στην Αθήνα, παραβάτες και φονικά, να γαληνέψει η ψυχή του ζητούσε μετά τον θάνατο της γυναίκας του. Εδώ, άντε κανένας μεθυσμένος στην παραλία τα καλοκαίρια, παραβάσεις του κ.ο.κ., τσακωμοί για τα ζώα, ή διαξιφισμοί για τα σύνορα στα χωράφια.

Και ξαφνικά, η Χαρίκλεια να βρίσκει το πτώμα αυτής της κατακρεουργημένης γυναίκας. Με μίσος, με οργή, με χρωστούμενα, μέτρησε 15 μαχαιριές. Σε μια γυναίκα που αγνοούσε καλά-καλά η γειτονιά.

Εγκληματολογικό, νεκροψίες, έρευνες, διαρκής επικοινωνία με τα Κεντρικά, τρόμος στη γειτονιά, υπάρχει ένας δολοφόνος, ξαφνικά, στα Λουτρά, περιορισμοί, ανακρίσεις, κι ένα δωμάτιο μυστικά.

Τα χαμένα χαρτιά. Οι μεταφράσεις και τα βιβλία της. Με τ’ όνομά της φυσικά πεταμένα εκεί δα… Ταυτότητα, διαβατήριο, δίπλωμα, βιβλιάριο τραπέζης, και μια εξαφάνιση πριν από είκοσι χρόνια, η χαμένη γνωστή συγγραφέας και μεταφράστρια που εξαφανίστηκε ξαφνικά.

Τρία χρόνια την αναζητούσε ο άντρας της. Ο Μενέλαος Πάντου, ο γνωστός επιχειρηματίας, λυτούς και δεμένους έβαλε τότε να βρουν τη γυναίκα του. Υποσχόταν χρήματα, απειλούσε θεούς και δαίμονες, δεν άφησε πέτρα για πέτρα να μη σηκώσει, θα πνίγηκε είπαν, παραθέριζαν τότε στην Κρήτη, στη Χερσόνησο. Την έψαξε, τη θρήνησε, το πήρε απόφαση. Βρήκε και τον μπελά του τον πρώτο καιρό, τον υποπτεύθηκαν και για την εξαφάνιση κάμποσοι.

Με τα νέα δεδομένα όλα τα γεγονότα θα πάρουν άλλη τροπή. Και η μόνη που μπορεί κάπως να τα φωτίσει είναι η Χαρίκλεια, ο αστυνόμος Γκίκας δεν έχει απ’ αλλού να πιαστεί. Η Χαρίκλεια που ξέροντάς το ή μη, ήταν διαρκώς πανταχού και πάντα παρούσα. Το κλειδί ίσως να ήταν σε εκείνη τη βόλτα τη νυχτερινή. Κι όταν θα την ξαναφωνάξει στο τμήμα θα έχει τόσα πολλά να της πει. Για τη διάσημη, εξαφανισμένη της φιλενάδα, τα βιβλία της, τη λαμπερή προηγούμενή της ζωή.

Ο Μενέλαος Πάντου ήταν ο πρώτος που έφτασε στα Λουτρά της Ωραίας Ελένης. Με το σκάφος. Συντετριμμένος. Με την αδερφή του και με έναν δικηγόρο για να διαλευκάνει τον φόνο της δικής του Ελένης, για να μάθει γιατί χάθηκε, γιατί συστηνόταν Μαριέττα σ’ αυτή την άκρη, τι της συνέβη κι εξαφανίστηκε και γιατί κάποιος να τη σκοτώσει χωρίς να την ξέρει καν. Ή μήπως την ήξερε;

Γιατί επάνω εκεί πάτησε ο δικηγόρος του και αυτό κατήγγειλε: έναν κρυφό εραστή, αλλιώς γιατί να δραπετεύσει μια γυναίκα από έναν λαμπερό γάμο και μια σπουδαία καριέρα;

Κι αυτό ήταν κυρίως που τον διαόλισε: η εμμονή τους να αμαυρώσουν τη μνήμη της νεκρής. Ή ήτανε απλώς μια τρελή που τα έχασε κι ήρθε και άραξε σε τούτο το πέρασμα, έτσι τα είπαμε τα Λουτρά τους, πέρασμα, ή κάτι έκρυβε, και μάλιστα το έκρυβε τόσο καλά σε σημείο να μη την πάρει είδηση κανείς. Ούτε η κυρία Χαρίκλεια, που ήταν όλα αυτά τα χρόνια και η μοναδική της φίλη.

Εννοείται ότι προσπάθησαν και να του πάρουν την υπόθεση. Στην Αθήνα, είπαν, είχαν φίλους υψηλά ιστάμενους, έμπειρους και καλούς.

Πήγαν, ήρθαν. Εγραψαν και ξανάγραψαν οι εφημερίδες, γέμισαν δημοσιογράφους τα Λουτρά, έγραφαν εκείνα τα γλυκερά «στα Λουτρά όπου λούζονταν κάποτε η Ωραία Ελένη, κρυβόταν για μια εικοσαετία η γνωστή συγγραφέας Ελένη Δεληγιάννη, σύζυγος του επιχειρηματία Μενελάου Πάντου, η οποία φέτος το καλοκαίρι ευρέθη φρικτά δολοφονημένη», άφηναν υπόνοιες για κάποιον υποτιθέμενο Πάρι, χαμένα χειρόγραφα, ενδεχομένως κανένα χωρικό εραστή…

Τον τρέλαιναν οι χυδαίες εικασίες τους. Αλλά και η αλαζονική συμπεριφορά του συζύγου. Την έρημη τη νεκρή δεν την έκλαψε κανείς. Μονάχα η Χαρίκλεια που έχασε την παρέα της.

Το σπίτι της παρέμεινε σφραγισμένο, όσο κι αν επέμεναν οι δικοί της να τ’ αδειάσουν. Μάζεψε λάπτοπ, κινητό τηλέφωνο, έβαλε τα παιδιά απ’ το Τμήμα να ξεφυλλίσουνε τα βιβλία, ελάχιστα δικά της απ’ την παλιά της ζωή, τα περισσότερα Τσέχωφ, Ντοστογιέφσκι, Τζόις. Ελάχιστα ρούχα, έπιπλα, παπούτσια, ένα κρεβάτι, τραπέζι, ένας καναπές, μια πολυθρόνα. Αυτή που είχε μάθει μέσα στα λούσα και μέσα στα φώτα, σα να τα διέγραψε όλα μονοκοντυλιά, σα να εξαφάνισε όλο το παρελθόν της, και να ξαναγεννήθηκε άλλη, με τα εντελώς απαραίτητα. Χαμένη «μέσα σ’ εκείνο το πέρασμα», όπως επέμενε να αποκαλεί ο άντρας της τα Λουτρά.

Κοιτούσε τις παλιές της φωτογραφίες, μια άλλη γυναίκα, λαμπερή, κομψή, με μακριά μαζεμένα μαλλιά. Και τη σφαγμένη νεκρή. Με τα κομμένα γκρίζα μαλλιά και το κατεστραμμένο βαμβακερό της μαύρο φουστάνι. Ο Γκίκας αυτό προσπαθούσε να καταλάβει: τι μπορεί να κάνει μια γυναίκα να γίνει η Καμία, ν’ απαρνηθεί την ταυτότητα, την οικογένειά της και τους άλλους, να καταφύγει στο άγνωστο σβήνοντας όλα τα προηγούμενα ίχνη της. Κι αν δεν ήταν η Χαρίκλεια με τις σκόρπιες εκμυστηρεύσεις της, δεν θα είχε βγάλει άκρη καμιά.

Αφορμή στάθηκαν όλες αυτές οι φωτογραφίες στον Τύπο, από τις παλιές ευτυχισμένες και λαμπερές τού ζεύγους στιγμές. Ο γάμος τους, η βράβευσή του και η βράβευσή της, το ταξίδι τους και η περιοδεία στην Αμερική. Τα γραφεία εκείνου στο Λονδίνο και το Παρίσι, ο διάδοχος που δεν έλεγε να έρθει, «Σοράγια» την αποκαλούσαν κρυφά οι συγγενείς. Μια γυναίκα δίχως παιδί, δεν έχει μέλλον, δεν έχει ζωή, τολμούσαν κάποιοι να σχολιάζουν ακόμα και σε τούτην εδώ την εποχή.

Η Χαρίκλεια τον διαβεβαίωνε, ποτέ δεν είχαν μιλήσει οι δυο τους για παιδί. Μονάχα για βίαιους άντρες, ειδικά απ’ όταν έφτασε χτυπημένη στην πόρτα της, «ένας βίαιος άντρας ποτέ δεν αλλάζει, να φύγεις, φύγε όσο πιο μακριά μπορείς!». Αν δεν ήταν εκείνη, επέμενε, δεν θα τον είχα χωρίσει. Ακολούθησαν κι ύστερα μετά τον εγκλεισμό της πανδημίας, όλες αυτές οι συζυγοκτονίες, «σε θεωρεί κτήμα του, δεν είναι αγάπη αυτό», της επαναλάμβανε κάθε μέρα, «ένας άντρας δεν συγχωρεί μια γυναίκα ελεύθερη, στη δική σου ελευθερία αντιλαμβάνεται τη μεγάλη, αδιόρατη δική του σκλαβιά».

Μόνο στην τελευταία νυχτερινή βόλτα τους εκείνη τη βραδιά της πανσελήνου της Φράουλας που την τάραξε αυτός ο άγνωστος που αντίκρισε στην παραλία ξαφνικά τόλμησε να της πει «θα με σκότωνε αν είχα μείνει μαζί του τότε, τώρα θα ήμουν νεκρή».

Πάνιασε, χλόμιασε, τρέκλιζε στον γυρισμό. Κι έτρεχε λες και μας κυνηγούσαν. Της πρότεινα να καθίσουμε στην πλατεία, να πιούμε κάτι, βιαζόταν να γυρίσει σπίτι μού είπε, και ότι δεν έπρεπε να βγει, τη ζαλίζει η πολυκοσμία, την πνίγουν τα φώτα…

Γύρισαν άρον-άρον στο σπίτι. Κι εκείνο το βράδυ τάς χάρισε το βιβλίο με τα ποιήματα για τα φεγγάρια και για τα γκρίζα μαλλιά, καθώς κι εκείνο το μουσικό κουτί, με το κόκκινο βελούδο «Να στροβιλίζεται η χορεύτρια στους ρυθμούς του Μπετόβεν και της Für Elise και να με θυμάσαι», της είπε.

Και στον διπλό πάτο εκείνου του βελουδένιου κουτιού και υπό τους ήχους της Für Elise το βρήκαν. Το μικρό σημειωματάριο με τα ξέφτια της περασμένης ζωής: ξυλοδαρμοί, ψυχολογικοί εκβιασμοί, βιασμοί και ψυχική κακοποίηση. Η συνάντηση ξαφνικά μετά από 20 χρόνια με τον εχθρό της, φέτος στην πανσέληνο της φράουλας. Το σημείο καμπής της Ελένης στα Λουτρά της Ωραίας Ελένης, από τον δικό της Μενέλαο, τον δολοφόνο και κακοποιητή.

Ενδεχομένως, σκέφτεται ο αστυνόμος Γκίκας, υπερνικώντας τον χρόνο, κάτι να γνωρίζει ήδη από νωρίς η ψυχή. Και σ’ ένα παράλληλο σύμπαν εκείνη η Ελένη που έγινε για να γλιτώσει Μαριέττα, να ήταν ακόμα ζωντανή.

* Ο τίτλος του διηγήματος είναι στίχος της Εμιλυ Ντίκινσον.

Η Ελένη Γκίκα είναι συγγραφέας, Ο τελευταίος Αλυπος από τις εκδόσεις Αρμός, 2023, είναι το τελευταίο της μυθιστόρημα και Εν ερημίαις επλανήθησαν, εκδόσεις ΑΩ, 2024, η τελευταία ποιητική της συλλογή.