
Εκείνο το καλοκαίρι δεν ήρθε ποτέ. Ηταν πιο όμορφο χωρίς ήλιο και ζέστη. Φυσούσε συνεχώς ένα αέρας ασπρόμαυρος και σάρωνε τα βαθιά γαλάζια νερά. Ο ουρανός είχε ωριμάσει πρόωρα. Είχε έρθει πιο χαμηλά προς τη γη μ’ ένα φως που σ’ έκανε να νομίζεις πως όλα τα ‘χεις δει κάπου κάποτε αλλιώς. Τα μόνα ζώα που υπήρχαν ήτανε μερικά πετρωμένα άλογα να βοσκάνε στα ξερολίβαδα. Μια βροχή διαρκώς καραδοκούσε στις απέναντι βραχώδεις πλαγιές. Κολυμπούσαμε χαρούμενα μέσα στις τρικυμίες. Οι καλαμιές ήταν πυκνές κι έκρυβαν κάτι που δεν ήθελε κανείς να υποψιαστεί. Η λέξη ερημιά σφράγιζε τα πάντα. Ούτε σκιές ανθρώπων ούτε καν σπίτια. Μόνο κάτι παρατημένα περιβόλια με χαλάσματα έδειχναν πως απ’ εδώ είχε περάσει ίσως κάποτε η ζωή. Και μακρινά ξωκλήσια σαν υποστατικά που ήταν δύσκολο να τα φτάσεις. Στο έδαφος καπαριές και μαβιά κρινάκια της άμμου. Και βότσαλα, πάρα πολλά βότσαλα παντού όπου είχαν σκορπίσει κάποιοι θησαυρούς από κοχύλια, χρωματιστά γυαλάκια και μικρά σκουλαρίκια ασημένια. Την ημέρα που γιόρταζε η Αγία Μαρίνα ανεβήκαμε προς την κορυφή των ελαιώνων για να προσκυνήσουμε μια πέτρα ασβεστωμένη μ’ ένα σβησμένο καντήλι στην κουφάλα της. Την ημέρα που γιόρταζε η Αγία Παρασκευή κατεβήκαμε σ’ ένα ερημοκλήσι στα βάθη της λαγκαδιάς. Την ημέρα της Παναγίας φύγαμε μακριά και βρήκαμε άλλα μέρη, με καρυδιές και πλατάνια και ποτάμια πλάι σε καλντερίμια ανηφορικά. Μια φορά, εκείνο το καλοκαίρι που δεν ήρθε, συνάντησα εκεί έναν γέρο με φουστανέλα που ζωγράφιζε στον τοίχο μιας καλύβας σκηνές από ανύπαρκτα ιστορικά γεγονότα. Μια άλλη φορά έναν ψαράς με πήρε στα βαθιά μαζί του και μου δίδαξε τον τρόπο να ψαρεύω σαν να προσεύχομαι. Ενα βράδυ μια γάτα κατάλευκη παρουσιάστηκε μέσα από τα πυκνά ξερά χόρτα και στάθηκε απέναντί μου σαν άγαλμα χωρίς να ξέρω γιατί. Αλλά η πιο όμορφη στιγμή εκείνου του καλοκαιριού που δεν ήρθε ποτέ ήταν μια ώρα του μεσημεριού που δραπέτευσα από ένα παράθυρο και τρέχοντας, σαν τον κλέφτη, κοίταξα από μια μεριά στα κρυφά ένα κορίτσι να κάνει μπάνιο γυμνό κάτω από ένα πλατύφυλλο δέντρο. Είχε αφήσει τα δύο φτερά της ακουμπισμένα σε μια καρέκλα και τα λευκά ρούχα της σ’ ένα πέτρινο πεζούλι. Πλενόταν σαν να βάφτιζε τον εαυτό της τελετουργικά. Στο τέλος, όταν ντύθηκε και ξαναφόρεσε τα φτερά της, δεν ήταν πια ένα κορίτσι αλλά ένας άγγελος που χάθηκε τρυπώνοντας στην απέναντι λόχμη. Πριν χαθεί στράφηκε απότομα και μου είπε άγρια κι αυστηρά: «Αυτό που είδες ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ». Λες κι είχα κοιτάξει την ίδια την Αρτεμη στο λουτρό της. Ισως γι’ αυτό από τότε φοβάμαι πάντα μην με κατασπαράξουν τα σκυλιά…
Υπήρχε όμως κι ένα θερινό σινεμά με πρωτόγονα καθίσματα και ολόγυρα έναν φράχτη μ’ αγιόκλημα που μοσχοβόλαγε πριν αρχίσει το έργο. Ημουνα κάθε βράδυ ο μοναδικός θεατής και η μηχανή προβολής μου παρουσίαζε πάντα το ίδιο κινηματογραφικό θέαμα που δεν χόρταινα να το βλέπω ξανά και ξανά. Ενα φιλμ φτιαγμένο σαν κολάζ από αποσπάσματα σπουδαίων ταινιών… Την Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τη Σοφία Λόρεν… Το μικρό μπουκέτο με τα εντελβάις που η Λόρεν απόθεσε στον βωμό της Εστίας, φορώντας κάπα πορφυρή επενδυμένη μ’ ολόλευκη ερμίνα, στα βουνά της Γερμανίας, ως κόρη του αυτοκράτορος Μάρκου Αυρηλίου, δηλαδή του Αλεκ Γκίνες, έγινε ξαφνικά ένα μπουκέτο από βιολέτες που, η Σαρίτα Μοντιέλ ως Βιολετέρα, πέταξε από τη σκηνή στον αγαπημένο της, καθώς η φωνή της άλλαξε κι έγινε η φωνή του Χοσελίτο να τραγουδά, κοιτάζοντας στα μάτια μια ομήλική του μικρή σπανιόλα. Και μετά, όλα αυτά χάθηκαν, κι έγιναν ασαφείς φωτογραφίες ασπρόμαυρες, και μετά ξεκαθάρισαν σιγά – σιγά, κι ήταν η εποχή μεταπολεμική, εποχή θλιβερής βροχερής Αθήνας, όταν ακόμα δεν είχε φύγει το φάντασμα της Κατοχής, κάπου ψηλά, στο Κολωνάκι, όπου μια κοπέλα πολύ νεαρή, αλλά ενσαρκωμένη από την Ανούκ Αιμέ, προσεκτικά, φορώντας μαύρα γυαλιά, προχωρούσε, κάθε τόσο κοιτάζοντας πίσω της μήπως την παρακολουθούν, ακριβώς όπως και η Κατρίν Ντενέβ στην Ωραία της Ημέρας του Λουίς Μπουνιουέλ. Λυγερόκορμη και πανέμορφη, μέσα σ’ ένα μαύρο κομψό πανωφόρι, έστριψε κάποια στιγμή σ’ ένα δρόμο της πλατείας και χώθηκε σε μια μεσοπολεμική πολυκατοικία με παμπάλαιο ασανσέρ. Μπήκε μέσα κι ανέβηκε στον τέταρτο όροφο. Βγήκε προσεκτικά και κοιτάζοντας πάλι γύρω της, ανασφαλής, προχώρησε και χτύπησε το κουδούνι. Της άνοιξε ένας άντρας γύρω στα τριάντα, ενσαρκωμένος από τον άγγλο ηθοποιό Ερικ Φλiν, με το σουλούπι που είχε ως o γερμανός αξιωματικός Erik von Strafen, στην ταινία “The silent invasion”: ψηλόλιγνος, με λεπτό πρόσωπο, γαλάζια μάτια και ξανθωπά κοντά μαλλιά, πλούσια και καλοχτενισμένα. Φιλήθηκαν με πάθος, όπως σε σκηνές ασπρόμαυρων μελοδραμάτων. Aρχισε να ακούγεται σαν «χαλί» μουσική Σαίνμπεργκ, υπόκρουση ατονική σε φιλμ του Σαμπρόλ. Eκαναν έρωτα με τρόπο ωμό και βίαιο, όπως θα ταίριαζε σε σεξουαλική σκηνή ανάμεσα σε μια κοπέλα του σαλονιού κι έναn αστυνόμο… Γύρω τους, ο φακός περιπλανιέται και δείχνει αναπαυτικά έπιπλα με καλύμματα πολύχρωμα, μπεζ-ροζ κλαδωτά. Eνα φωτιστικό-άγαλμα που εικονίζει αρχαιοελληνικό γυναικείο γυμνό να κρατά όρθιο κέρας, όπου κρύβεται προφανώς ο λαμπτήρας του φωτισμού, φτιαγμένο από γύψο, κι αλειμμένο με γυαλιστερό υλικό στο χρώμα του σάπιου μήλου. Ψηλά κίτρινα βάζα κρυστάλλινα, μ’ αποχρώσεις μελιού, όπου δεσπόζουνε φουντωνά μπουκέτα από ντάλιες. Καθρέφτες με χρυσαφένιες μπορντούρες, εργασμένες λεπταίσθητα. Και στο βάθος πλατιές μπαλκονόπορτες, ανοιγμένες προς την πίσω αυλή, γεμάτη με γλάστρες όπου βλασταίνουν μπιγκόνιες, μικροί θάμνοι κι ένα μεγάλο δέντρο λωτού στέκει στη μέση, σαν γιαπωνέζικο ιχνογράφημα. Θα μπορούσε να είναι πίνακας που εικονίζει εσωτερικό σπιτιού του Vuillard. Ο φακός έχει περιπλανηθεί αποτυπώνοντας τον διάκοσμο… Και ξαφνικά πιο πέρα, η αυλή συνεχίζεται και γίνεται κήπος απέραντος, και λίγο πιο πέρα τεράστια πεδιάδα κι εξοχή της τσαρικής Ρωσίας, όπου χιλιάδες νάρκισσοι πάλλονται στο φύσημα των παγερών ανέμων της σλάβικης άνοιξης. Η φιγούρα της Τζούλι Κρίστι ως Λάρα στον Δόκτορα Ζιβάγκο, παρατηρεί τον Ομάρ Σαρίφ, στον επώνυμο ρόλο, να σκάβει τη γη. Ενώ η κάμερα καθώς προχωρεί και μπαίνει στην ερημική τους ίσμπα, ξαφνικά, καθώς συνεχίζει το ταξίδι της στα ενδότερα, ο χώρος αλλάζει και γίνεται ένα ατέλειωτος διάδρομος όπου στροβιλίζεται η Λουντμίλα Σαβέλιεβα ως Νατάσα στο Πόλεμος και Ειρήνη του Σεργκέι Μπορνταρσούκ, καθώς ολόγυρα επάλληλοι καθρέφτες πολλαπλασιάζουν το είδωλο της ηθοποιού όπως ελίσσεται σαν αέρινος κύκνος ή πέπλο νυφικό, ακριβώς όπως γινότανε και στη σκηνή με τον Oρσον Ουέλες στον Κύριο Αρκάντιν. Και ω του θαύματος, ξαφνικά στο βάθος ενός από τους καθρέφτες, προβάλλει η Βενετία, θαμπή κι αμφίβολη, κι ο καθηγητής Φον Aσενμπαχ και ο Τάτζιο στο Θάνατος στη Βενετία του Λουκίνο Βισκόντι, σε πλάνα περιπλάνησης και αμοιβαίου μαγνητισμού, στα βρώμικα σοκάκια των καναλιών, μέσα σε ατμόσφαιρες βενετσιάνικης παρακμής, ενώ ακούγεται πανταχού παρούσα ως μυστηριώδης αργός και δυσκίνητος ύμνος, ήχος νερών νωθρής λιμνοθάλασσας, η μουσική του Μάλερ…
Οταν τελείωσε εκείνο το καλοκαίρι που δεν είχε έρθει ποτέ, ξέσπασαν μπόρες και μετά ο καιρός γαλήνεψε. Δεν φύσαγε πια. Oλα έγιναν γκρίζα και απόμακρα. Οι ελιές αγαλλίαζαν. Μπορούσαμε τα βράδια επιτέλους στη γυάλινη επιφάνεια της θάλασσας να δούμε να λιώνει ο Σεπτέμβριος σαν φεγγάρι. Αυτά έγιναν κάποτε. Και χάθηκαν μαζί με τον καιρό…