
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έκρινε στις 1 Αυγούστου 2025 ότι αντίκειται στο δίκαιο της ΕΕ η εθνική νομοθεσία που επιβάλλει φόρο μεγαλύτερο από 5% επί των μερισμάτων που λαμβάνουν οι μητρικές εταιρείες από τις θυγατρικές τους σε άλλα κράτη μέλη. Η απόφαση αφορά το γνωστό νομικό ζήτημα που προέκυψε με την ιταλική τράπεζα Banca Mediolanum και αναδεικνύει τη σημασία της Οδηγίας 2011/96 της ΕΕ για τη φορολογική αντιμετώπιση των εταιρειών αυτών.
Σύμφωνα με την Οδηγία 2011/96, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν είτε τη μέθοδο της απαλλαγής είτε τη μέθοδο της έκπτωσης για τη φορολόγηση των κερδών που διανέμονται από θυγατρικές σε μητρικές εταιρείες. Όταν επιλέγεται η μέθοδος της απαλλαγής, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να μη φορολογούν τα μερίσματα που προέρχονται από θυγατρικές σε άλλα κράτη μέλη, ώστε να αποφευχθεί η διπλή φορολόγηση.
Στην υπόθεση της Banca Mediolanum, η τράπεζα, με έδρα την Ιταλία, έλαβε μερίσματα από θυγατρικές της που βρίσκονταν σε άλλα κράτη μέλη. Στο πλαίσιο της ιταλικής νομοθεσίας, τα μερίσματα αυτά συμπεριλήφθηκαν στη φορολογητέα ύλη του φόρου εταιρειών κατά ποσοστό 5%. Παράλληλα, όμως, επιβλήθηκε και ένας επιπλέον φόρος, ο IRAP, που αφορά οικονομικές δραστηριότητες και επιβάλλει τη φορολόγηση κατά 50% επί των μερισμάτων αυτών, εξαιτίας ειδικής διάταξης για τους χρηματοοικονομικούς ενδιάμεσους φορείς. Η τράπεζα ζήτησε την επιστροφή του μέρους αυτού του φόρου, υποστηρίζοντας ότι αντιβαίνει στο ευρωπαϊκό δίκαιο.
Το ιταλικό δικαστήριο που εξέτασε την υπόθεση απευθύνθηκε στο ΔΕΕ για να ερμηνεύσει την Οδηγία 2011/96. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απαλλαγή από τη φορολόγηση των μερισμάτων δεν αφορά μόνο τον φόρο εταιρειών, αλλά κάθε φόρο που περιλαμβάνει στην φορολογική βάση τα μερίσματα που λαμβάνει η μητρική από τις θυγατρικές της σε άλλα κράτη μέλη. Επομένως, η επιβολή ενός φόρου, όπως ο IRAP, που επιβαρύνει με ποσοστό 50% τα μερίσματα αυτά, αντιβαίνει στην Οδηγία όταν έχει επιλεγεί η μέθοδος της απαλλαγής.
Η απόφαση αυτή έχει ευρύτερες συνέπειες για τα φορολογικά συστήματα των κρατών μελών της ΕΕ, καθώς επιβεβαιώνει το δικαίωμα των μητρικών εταιρειών να λαμβάνουν μερίσματα από θυγατρικές σε άλλες χώρες της Ένωσης χωρίς υπερβολική φορολογική επιβάρυνση. Επιπλέον, ενισχύει την αρχή της φορολογικής ουδετερότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της ενιαίας αγοράς.
Η απόφαση του ΔΕΕ υπογραμμίζει την ανάγκη οι εθνικές νομοθεσίες να εναρμονιστούν πλήρως με το ευρωπαϊκό δίκαιο, ώστε να αποφευχθούν καταστάσεις που οδηγούν σε διπλή φορολόγηση ή αδικαιολόγητες φορολογικές επιβαρύνσεις σε διασυνοριακές επιχειρηματικές δραστηριότητες.