
Μία – ακόμη – άνιση δημογραφική μάχη με φόντο τις γεννήσεις καταγράφουν οι επιστήμονες. Αυτή τη φορά, το ερευνητικό μικροσκόπιο έπεσε πάνω στις γενιές του 1952 και του 1982.
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ), λοιπόν, σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ καταγράφεται μια μικρότερη ή μεγαλύτερη μείωση του αριθμού των παιδιών που απέκτησαν οι γενιές που γεννήθηκαν μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στην ανάλυση που έκαναν τα ιδρυτικά μέλη του ΙΔΕΜ και οι καθηγητές Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Βύρων Κοτζαμάνης και Αναστασία Κωστάκη, εξέτασαν τη μεταβολή του αριθμού των παιδιών ανάμεσα στις γυναίκες που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και σε αυτές που γεννήθηκαν 30 χρόνια αργότερα σε 25 ευρωπαϊκές χώρες.
Οι κύριες αιτίες του προβλήματος
Αυτό που κατέγραψαν οι δύο επιστήμονες είναι ότι το ευρύτερο περιβάλλον για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση απογόνων έχει αλλάξει μεταπολεμικά. «Σε όλες αυτές τις χώρες, αν και με διαφοροποιημένους ρυθμούς, καταγράφονται μεταξύ άλλων ταχύτατη αστικοποίηση και μείωση του αγροτικού πληθυσμού, μαζική είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας, αύξηση του χρόνου παραμονής – ιδιαίτερα των γυναικών – στο εκπαιδευτικό σύστημα, εμπόδια – στις γυναίκες ιδιαίτερα – για έναν ικανοποιητικό συνδυασμό οικογενειακής ζωής και επαγγελματικής σταδιοδρομίας, αύξηση του κόστους μεγαλώματος ενός παιδιού καθώς και στις νεότερες γενεές αυξανόμενες δυσκολίες σταθερής ένταξης στην αγορά εργασίας και πρόσβασης σε κατοικία», αναφέρουν στην ανάλυσή τους.
Κάποιες χώρες, ωστόσο, ανέπτυξαν στοχευμένες πολιτικές, οι οποίες με την ταυτόχρονη ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού κράτους πρόνοιας στήριξαν την οικογένεια και το παιδί και κάλυψαν τους γονείς από βασικούς κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσουν στο μέλλον, όπως είναι η στήριξη στην περίπτωση απώλειας της εργασίας, ενεργές πολιτικές επανένταξης, ελάχιστο διασφαλισμένο εισόδημα. Κάποιες άλλες, πάλι, μόλις πρόσφατα υιοθέτησαν αντίστοιχα μέτρα, καθυστέρηση η οποία τους κόστισε, με αποτέλεσμα την ταχύτατη μείωση του αριθμού των παιδιών.
Τι αποκαλύπτουν οι αριθμοί
Σύμφωνα με τους Β. Κοτζαμάνη και Α. Κωστάκη, ο αριθμός των παιδιών που κατά μέσο όρο απέκτησαν όσες γεννήθηκαν το 1952, σε 22 από τις 25 εξεταζόμενες χώρες, υπερβαίνει τα 1,8. Ο αριθμός των παιδιών που απέκτησαν, στις ίδιες χώρες, οι γενιές που γεννήθηκαν 30 χρόνια αργότερα (το 1982) υπερβαίνει τα 1,8 παιδιά μόνο σε εννέα χώρες, ενώ σε δώδεκα χώρες κυμαίνεται από 1,5 έως 1,75 παιδιά.
Πιο συγκεκριμένα, δέκα χώρες (Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Ολλανδία, Λετονία, Σουηδία, Εσθονία, Νορβηγία, Λιθουανία), στις οποίες οι γεννημένες του 1952 είχαν μια πολύ υψηλή γονιμότητα, συνεχίζουν να έχουν από τους υψηλότερους δείκτες και στη γενιά του 1982.
Την ίδια στιγμή, έξι χώρες (Γερμανία, Αυστρία, Κροατία, Λουξεμβούργο, Σλοβενία, Ελβετία) καταγράφουν μεσαία γονιμότητα τόσο στη γενιά του 1952 όσο και σε αυτή του 1982 (1,76-1,84 παιδιά/γυναίκα και 1,59-1,71 αντίστοιχα). Πέντε χώρες (Σλοβακία, Πορτογαλία, Ουγγαρία, Βουλγαρία και Τσεχία), ενώ χαρακτηρίζονταν από μια εξαιρετικά υψηλή γονιμότητα στη γενιά του 1952, είχαν μια σχετικά συγκρατημένη πτώση στις επόμενες γενιές.
Αντίθετα, σε τέσσερις χώρες (Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία και Ελλάδα), ενώ είχαν από την υψηλότερη γονιμότητα (1,85-2,14 παιδιά/γυναίκα) στη γενιά του 1952, ο μέσος όρος παιδιών ανά γυναίκα 30 χρόνια μετά είναι μικρότερος από 1,5, γεγονός που τις εντάσσει στην ομάδα των ευρωπαϊκών κρατών με ακραία χαμηλή διαγενεακή γονιμότητα.
Οι προβλέψεις για το μέλλον
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι δημογράφοι, η όποια πρόβλεψη για τον αριθμό των παιδιών που θα αποκτήσουν οι νεότερες γενιές είναι δύσκολη. «Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι ακόμη και στις χώρες εκείνες όπου η γονιμότητα της γενιάς του 1982 είναι ακόμη υψηλή, αγγίζοντας τα 2 παιδιά/γυναίκα, την τελευταία δεκαετία καταγράφονται σημαντικές αλλαγές. Αναδύεται για παράδειγμα ένα “οικολογικό άγχος”, ενισχύεται η αβεβαιότητα των νεότερων γενιών για το μέλλον εξαιτίας εξωτερικών κυρίως παραγόντων (διεθνείς συγκρούσεις, κρίσεις και πανδημίες), συρρικνώνεται το κράτος πρόνοιας», σημειώνουν μεταξύ άλλων. Επομένως και στις χώρες αυτές, που τις προηγούμενες δεκαετίες κατέγραφαν υψηλότερη γονιμότητα, αναμένεται στη γενιά Ζ – δηλαδή σε όσους γεννήθηκαν μετά το 1990 – μια μείωση τόσο του επιθυμητού όσο και του τελικά αποκτώμενου αριθμού παιδιών.