Θαλάσσια στρατηγική και κυριαρχικά δικαιώματα

Η εξαγγελία της Τουρκίας για την ίδρυση δύο θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών εκτός των εθνικών χωρικών της υδάτων δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως μεμονωμένη οικολογική πρωτοβουλία. Τουναντίον, πρόκειται για τακτική ενταγμένη σε μια πάγια στρατηγική επιδίωξη σταδιακής αναδιάταξης των ισορροπιών ισχύος στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Με τη χρήση μεθοδευμένων, θεσμικά επενδυμένων παρεμβάσεων, όπου η επίκληση της περιβαλλοντικής ευαισθησίας λειτουργεί προσχηματικά, αποκρύπτοντας την αξίωση ισχύος για μια νέα μορφή «θαλάσσιας κυριαρχίας». Σε αντίθεση με την ελληνική πρωτοβουλία για τη σύσταση θαλάσσιων πάρκων εντός των εθνικών χωρικών υδάτων – πλήρως εναρμονισμένη με τις ευρωπαϊκές περιβαλλοντικές πολιτικές –, η τουρκική απόφαση αφορά περιοχές πέραν της άμεσης κυριαρχίας της, στοιχείο που ενισχύει τη στρατηγική της διάσταση. Πρόκειται, ουσιαστικά, για έμμεση αμφισβήτηση της ελληνικής δικαιοδοσίας σε περιοχές στρατηγικής σημασίας, με τη χρήση ενός πλαισίου «τεχνικών» ρυθμίσεων, που προσδίδει νομιμοφανές περίβλημα σε αναθεωρητικές αξιώσεις ισχύος.

Η επιλογή γεωγραφικών περιοχών, όπως αυτές δυτικά της Ιμβρου και της Τενέδου, σε γειτνίαση με ελληνικά νησιά, ή μεταξύ Ρόδου και Αττάλειας, δεν είναι τυχαία. Η Αγκυρα επιχειρεί να μετατρέψει το περιβάλλον σε φορέα γεωστρατηγικής διείσδυσης. Παράλληλα, με τη συνδρομή οργανισμών όπως το Κέντρο Θαλασσίου Δικαίου (DEHUKAM) και της υποβολής χαρτών στην UNESCO, επιδιώκει την αναβάθμιση των διεκδικήσεών της στο επίπεδο της διεθνούς θεσμικής αναγνώρισης.

Η προσέγγιση αυτή εντάσσεται στο δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», το οποίο ερμηνεύει τη θάλασσα ως προέκταση της εθνικής επικράτειας, όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και πολιτισμικά. Η τουρκική στρατηγική δεν περιορίζεται σε ζητήματα εκμετάλλευσης θαλάσσιων πόρων, αλλά φιλοδοξεί να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της Τουρκίας ως πρωταγωνιστικής ναυτικής δύναμης στην Ανατολική Μεσόγειο.Στο πλαίσιο αυτό, η θάλασσα δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως πηγή πλουτοπαραγωγικών πόρων ή δίαυλος εμπορικής σημασίας, αλλά κυρίως ως ιστορική και πολιτισμική προέκταση της τουρκικής ισχύος. Η ναυτική παρουσία, η εμπλοκή σε διεθνείς χαρτογραφήσεις, αλλά και η συστηματική αξιοποίηση πολυμερών οργανισμών, συντείνουν στη συγκρότηση ενός εναλλακτικού γεωπολιτικού πλαισίου, στο οποίο η Τουρκία εμφανίζεται ως ρυθμιστής των εξελίξεων.

Υπό αυτό το πρίσμα, κάθε απόπειρα υπονόμευσης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων – είτε μέσω στρατιωτικών ασκήσεων είτε μέσω περιβαλλοντικών πρωτοβουλιών – συνιστά στοιχείο της ίδιας στρατηγικής ατζέντας. Η διακηρυγμένη απόφαση της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, ήδη από το 1995, να θεωρεί την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων ως casus belli, παραμένει σε ισχύ. Οσο αυτή η απειλή διατηρείται, ουδεμία τουρκική ενέργεια μπορεί να εκλαμβάνεται ως αμιγώς ειρηνική ή αποπολιτικοποιημένη.

Με δεδομένες της διαμορφωθείσες γεωπολιτικές συνθήκες, καθίσταται επιτακτική, για την Αθήνα, η συγκρότηση και εφαρμογή μιας συνεκτικής και πολυεπίπεδης θαλάσσιας στρατηγικής, η οποία, με την αγαστή σύζευξη των παραμέτρων περιβαλλοντικής προστασίας, ενεργειακής ασφάλειας και εθνικής άμυνας, θα διασφαλίζει την ετοιμότητα της χώρας έναντι πρακτικών που, κατ’ επίφαση νομιμότητας, ενδέχεται να υπονομεύσουν τη σταθερότητα και να δημιουργήσουν τετελεσμένα, καθιστώντας την προληπτική-συντονισμένη δράση ουσιώδη προϋπόθεση για τη διατήρηση τόσο της κρατικής κυριαρχίας όσο και της διεθνούς έννομης τάξης.

Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς