
Το διευκρινίζω από την αρχή: ήδη από την εποχή της μετεφηβείας μου, το καλοκαίρι είχε αρχίσει σταδιακά να χάνει την αίγλη του. Στην αρχή περισσότερο διαισθητικά και βαθμηδόν ύστερα από εμπρόθετη παρατήρηση, διαπίστωσα ότι το καλοκαίρι δεν ήταν, πλέον, μια εποχή – είχε εξελιχθεί σε προϊόν. Κυρίως με ενοχλούσε (και εξακολουθεί να με απωθεί) η εξαναγκαστική συσσώρευση υπέρμετρων προσδοκιών· μια ατελέσφορη φαντασίωση, τροφοδοτημένη από καλά σχεδιασμένες εμπορικές πρακτικές και την εξαντλητική εκμετάλλευση τόπων και ανθρώπων, που αποφέρει θηριώδεις τζίρους.
Τελικά, καταστάλαξα: το καλοκαίρι είναι η αντιαισθητικότερη και πιο ανελέητη (πλέον, και κλιματολογικά) περίοδος του έτους. Αν περνούσε από το χέρι μου, θα το καταργούσα με βαθιά ευχαρίστηση!
Και όμως, πριν από εννέα χρόνια έζησα δύο καλοκαίρια την ίδια χρονιά.
Φλας μπακ:
Φεβρουάριος 2016. Γεννημένος το 1966, συμπληρώνω μισό αιώνα ζωής. Ευκαιρία για ένα μακρινό ταξίδι με τη γυναίκα μου και τις κόρες μας. Υπάρχουν διάφορες σκέψεις, κυρίως για κάποια αφρικανική χώρα. Στο τέλος, επικρατεί η ιδέα της Αργεντινής. Η πρόταση, δική μου. Οι λόγοι: πρώτον, η Λατινική Αμερική μού ασκεί, σταθερά, ακαταμάχητη γοητεία. Δεύτερον, έχω μόλις διαβάσει (στην αγγλική, τότε, έκδοση) το non-fiction αριστούργημα του Ροδόλφο Γουόλς «Επιχείρηση Σφαγή». Τρίτον, μερικές εβδομάδες νωρίτερα έχω ολοκληρώσει μεγάλη δημοσιογραφική έρευνα σχετικά με τις συνθήκες θανάτου της Εβίτας Περόν το 1952. Η αύρα από τη χώρα του Μπόρχες και του Κορτάζαρ, του Οέστερχελντ και του Γκαρντέλ, του Μαραντόνα (μολονότι παθιασμένος θαυμαστής του Κρόιφ) και της Ρίβερ Πλέιτ, του Μαλμπέκ και του ασάδο με έχει κατακλύσει.
Με ενδιάμεσες στάσεις, το αεροπορικό ταξίδι διαρκεί συνολικά 26 ώρες. Το δρομολόγιο: Αθήνα – Κωνσταντινούπολη – Σάο Πάολο – Μπουένος Αϊρες. Είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύω στο νότιο ημισφαίριο. Σε μερικές ώρες δεν έχουμε αλλάξει μόνο ήπειρο – έχουμε αλλάξει εποχή. Φεβρουάριος: και όμως, τώρα είμαστε στην καρδιά του καλοκαιριού.
Στιγμιότυπο πρώτο: Μπουένος Αϊρες. Ερωτας με την πρώτη ματιά. Καυτός ήλιος πάνω από τα κεφάλια μας. Το φως καρφώνεται στα μάτια μας σαν στιλέτο. Η πόλη, μισοάδεια. Ράθυμοι – σχεδόν υπνωτιστικοί – ρυθμοί, αλλά ορατά τα σημάδια από την κρίση που έχει προηγηθεί. Οικεία εικόνα από την Αθήνα των Μνημονίων, της οικονομικής κατάρρευσης, των κοινωνικών αντιθέσεων. Φεβρουάριος: και όμως, περπατώ στους δρόμους και στις γειτονιές μιας από τις ελκυστικότερες (μεγαλου)πόλεις στον κόσμο με βερμούδα, λινό πουκάμισο και εσπαντρίγιες.
Στιγμιότυπο δεύτερο: τυχαίο συναπάντημα – δεν είχαμε καν σκεφτεί πως εκεί, αυτονόητα, το καρναβάλι συμπίπτει με το καλοκαίρι. Στους δρόμους της πόλης εντυπωσιακές παρελάσεις. Ανθρωποι με φανταχτερές στολές, άλλοι ημίγυμνοι, φορώντας μόνο σορτς, μαγιό και σαγιονάρες. Κορδέλες, κομφετί, καραμούζες, αυτοσχέδιες μπάντες με κιθάρες και πνευστά δίνουν ρυθμό και ένταση. Αφιονισμένοι χοροί και πικάντικα τραγούδια, σε μια πομπή σχεδόν υπερφυσική, που διασχίζει τους δρόμους του Σαν Τέλμο, βγαίνει στη λεωφόρο Ιντεπεντέντσια και στρίβει στην επιβλητική λεωφόρο της 9ης Ιουλίου. Παρακολουθούμε την ξέφρενη παρέλαση με μια δόση εκστασιασμού. Φεβρουάριος: και όμως, έρχεται στον νου μου (ακαριαία και αυθαίρετα) ο απόηχος από την Ημέρα των Νεκρών στο Μεξικό και το εμβληματικό μυθιστόρημα του Μάλκολμ Λόουρι «Κάτω από το ηφαίστειο».
Στιγμιότυπο τρίτο: στο Τίγκρε, βόρεια του Μπουένος Αϊρες. Εκεί όπου συγκλίνουν τρεις ποταμοί δημιουργώντας ένα δαιδαλώδες δέλτα με εκατοντάδες κανάλια και μικρά νησιά. Με ένα τουριστικό πλοιάριο περιηγούμαστε την περιοχή. Ξενοδοχεία και εξοχικές κατοικίες, πολλές σε νεοαποικιακό στυλ. Μπροστά, γρασίδι με ξύλινα ή φερφορζέ (που πάντα μου άρεσαν) έπιπλα κήπου, πλωτές εξέδρες, όπου δένουν ιδιωτικά σκάφη, και μικρές παραλίες με ομπρέλες και ξαπλώστρες. Κάποιοι κάνουν ηλιοθεραπεία, άλλοι βαρκάδες και άλλοι κολυμπούν στα ποταμίσια νερά, με το καφέ χρώμα από τη λάσπη της ενδοχώρας που μεταφέρουν οι τροπικές βροχές. Φεβρουάριος: και όμως, η συζήτηση μεταξύ μας έχει θέμα. Να κολυμπήσουμε σε αυτά τα νερά ή να μείνουμε προσκολλημένοι στην ανάμνηση των ελληνικών θαλασσών; Στιγμιότυπο τέταρτο: Πουέρτο Ιγκουαζού. Στο «τριεθνές» Αργεντινής – Βραζιλίας – Παραγουάης. Εχουμε ταξιδέψει εκεί με εσωτερική πτήση δυόμισι ωρών από το Μπουένος Αϊρες. Τουριστικό κατάλυμα με ρουστίκ αισθητική. Πισίνα, σπα και «εξωτικό» μπαρ προσφέρουν την αίσθηση μετρημένης (ίσως, παλαιικής) πολυτέλειας. Με τα μαγιό και τις πετσέτες στα χέρια κατεβαίνουμε στην πισίνα. Αρκετός κόσμος, κυρίως παραθεριστές από την Αργεντινή και χώρες της Νότιας Αμερικής, λιγοστοί Βορειοαμερικανοί, οι μόνοι Ευρωπαίοι είμαστε εμείς. Η υγρασία κόβεται με το μαχαίρι, αλλά μας ανακουφίζει κάπως ένα, ελαφρύ σαν ανάσα, αεράκι. Φεβρουάριος: και όμως, κολυμπάω στα χλιαρά νερά της πισίνας, με ένα τοπικό κοκτέιλ να με περιμένει στο τραπέζι.
Στιγμιότυπο πέμπτο: στους εντυπωσιακούς καταρράκτες του Ιγκουαζού. Τη μία μέρα εξερευνούμε το εθνικό πάρκο από την πλευρά της Αργεντινής, την επόμενη περνάμε για μερικές ώρες απέναντι, στη βραζιλιάνικη πλευρά. Περπατάμε σε χαραγμένα μονοπάτια μέσα στην πυκνή βλάστηση, συναντάμε παντού ζώα του τροπικού δάσους, κάνουμε σύντομες στάσεις στα διάσπαρτα κιόσκια, ένα κοάτι ψάχνει στο σακίδιό μου για μπισκότα, σταματάμε στις εξέδρες με τη μοναδική θέα στους καταρράκτες, τυλιγμένοι σε αδιάβροχα που μας έδωσαν στην είσοδο. Φεβρουάριος: και όμως, με τεντωμένο το σώμα μου μέχρι τα απώτατα όριά του, δέχομαι τόνους νερό από το σπρέι των θεόρατων καταρρακτών, ενώ με διαπερνά η καθηλωτική αίσθηση πως μετέχω σε αρχέγονη τελετή που με συνδέει με τα έγκατα της γης.
Στην πτήση προς την Αθήνα (την πόλη μου) διαβάζω το «Μαπούτσε» του Καρίλ Φερέ. Καθώς επιστρέφω στον (αγαπημένο μου) χειμώνα (έστω και στη μεσογειακή εκδοχή του), θέλω να επιμηκύνω την εμπειρία του ταξιδιού. Μερικούς μήνες μετά, βρίσκομαι στο εξοχικό σπίτι μου σε κυκλαδίτικο νησί. Είναι το δεύτερο καλοκαίρι μου εκείνης της χρονιάς. Τώρα, κυριαρχεί η χαλαρότητα του οικείου, αλλά απουσιάζει η μαγεία του απροσδόκητου. Στα μέσα Σεπτεμβρίου, στο νησί ακόμα, κάνω έναν απολογισμό: δεν ήταν άσχημα, θα μπορούσε να είναι και χειρότερα.
Και μετά ρίχνω στους ώμους ένα ελαφρύ πουλόβερ και βγαίνω για μια βόλτα δίπλα στη θάλασσα.
Το βιβλίο του Γιάννη Ράγκου «Ληστές» κυκλοφορεί από τις εκδ. Polaris