Ελαιόλαδο: Γιατί η ανάκαμψη της Ισπανίας αφορά άμεσα την Ελλάδα

Η πρόσφατη ανακοίνωση της Deoleo, του μεγαλύτερου παραγωγού ελαιολάδου παγκοσμίως, ότι ο κλάδος αφήνει πίσω του μία από τις σοβαρότερες κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών, μπορεί να μοιάζει ως ισπανική υπόθεση. Όμως, οι εξελίξεις αυτές αφορούν άμεσα και την Ελλάδα, σε πολλά επίπεδα. Η Ελλάδα κατέχει σταθερά τη τρίτη θέση στην παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου, πίσω από την Ισπανία και την Ιταλία. Επομένως, κάθε διακύμανση στις αποδόσεις, στις τιμές ή στην εμπορική πολιτική αυτών των χωρών επηρεάζει σημαντικά την ελληνική αγορά, τους ελαιοπαραγωγούς και τις εξαγωγές μας.
Η κρίση που έπληξε τον ισπανικό ελαιοκομικό τομέα τα προηγούμενα χρόνια — με αιχμή την ιστορική ξηρασία, την εκτίναξη του κόστους παραγωγής και τη μείωση των αποδόσεων — είχε αλυσιδωτές επιπτώσεις και στην ελληνική πραγματικότητα. Αν και η Ελλάδα διατηρεί σαφώς μικρότερη παραγωγική κλίμακα, αντιμετωπίζει παρόμοιες προκλήσεις: κλιματική αστάθεια, καύσωνες, ανομβρία και αυξανόμενο κόστος για τους μικρούς παραγωγούς. Επιπλέον, οι τιμές στην εγχώρια αγορά έχουν ακολουθήσει ανοδική πορεία, με το ελαιόλαδο να φτάνει ή και να ξεπερνά τα 10 ευρώ/λίτρο στα ράφια.
Η ανάκαμψη της Ισπανίας — με τις βροχές του χειμώνα και τη σταθεροποίηση των τιμών ενέργειας — έφερε αισιοδοξία στο ευρωπαϊκό ελαιόλαδο. Η Deoleo δήλωσε πως τα σημάδια δείχνουν επιστροφή σε «πιο φυσιολογικές συνθήκες», με την παραγωγή να εκτιμάται φέτος άνω του 1,4 εκατ. τόνων — σημαντικά υψηλότερα από την πτώση των 666.000 τόνων της περιόδου 2022-2023. Αυτό όμως έχει διττή επίδραση στην Ελλάδα. Από τη μία, η εξομάλυνση των τιμών μπορεί να ελαφρύνει τον καταναλωτή και να αποτρέψει φαινόμενα κερδοσκοπίας. Από την άλλη, η ισπανική υπερπαραγωγή μπορεί να πιέσει τις τιμές διεθνώς και να μειώσει τη ζήτηση για ελληνικό λάδι σε κρίσιμες εξαγωγικές αγορές (ΗΠΑ, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο), όπου τα ελληνικά brands ανταγωνίζονται απευθείας με τους κολοσσούς του εξωτερικού.
Παράλληλα, η Ισπανία — μέσα από εταιρείες όπως η Deoleo — επενδύει μαζικά στην τεχνολογία, στην αποθήκευση νερού, στην προώθηση και στη συσκευασία. Αυτά είναι καίρια ζητούμενα και για την Ελλάδα, που στηρίζεται ακόμα σε μεγάλο βαθμό σε μικρούς παραγωγούς και χύμα διάθεση, χωρίς οργανωμένο marketing ή ισχυρή διεθνή ταυτότητα για το ελληνικό ελαιόλαδο. Η κρίση του ελαιολάδου, λοιπόν, δεν ήταν απλώς «μια χρονιά κακής σοδειάς» στην Ισπανία — αλλά ένας καθρέφτης για το μέλλον της μεσογειακής γεωργίας. Για την Ελλάδα, είναι μια ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει τη στρατηγική της στον τομέα: με επενδύσεις στη βιωσιμότητα, στήριξη των αγροτών, σωστή διαχείριση υδάτινων πόρων, και ενίσχυση της επώνυμης παρουσίας του ελληνικού ελαιολάδου παγκοσμίως.
Η ανάκαμψη της Ισπανίας είναι ένα θετικό σήμα για τον κλάδο, αλλά ταυτόχρονα υπενθυμίζει την ανάγκη για διαρκή προσαρμογή και στρατηγική από την ελληνική πλευρά. Οι διεθνείς εξελίξεις επηρεάζουν άμεσα και την εγχώρια αγορά — και το μέλλον του ελαιολάδου στην Ελλάδα θα κριθεί από το πόσο έγκαιρα και αποτελεσματικά θα ανταποκριθούμε στις νέες προκλήσεις. Ο χρόνος τρέχει…