Εβδομήντα χρόνια ζωής πλάι-πλάι, σε τρεις ηπείρους

Εβδομήντα χρόνια ζωής πλάι-πλάι, σε τρεις ηπείρους, με ξεριζωμούς, δοκιμασίες αλλά και θριάμβους της καρδιάς.

Η ιστορία της Βούλας Τσολάκη και του Άρη Κηπουρού δεν είναι μόνο ένα προσωπικό ταξίδι αγάπης.

Είναι η αφήγηση μιας γενιάς που έμαθε να ξεκινά από το μηδέν, να φτιάχνει πατρίδες μακριά από την πατρίδα, και να κρατάει πάντα την οικογένεια ως το πιο ασφαλές λιμάνι.

Η ΑΡΧΗ ΜΙΑΣ ΚΟΙΝΗΣ ΖΩΗΣ

Η ιστορία τους αρχίζει στη Θεσσαλονίκη στα μέσα της δεκαετίας του ’50, σε μια γειτονιά γεμάτη παιδιά, συγγενείς και μικρές χαρές, αλλά και με τη βαριά σκιά της φτώχειας της μεταπολεμικής Ελλάδας.

Η Βούλα Τσολάκη, κόρη οικογένειας προσφύγων από τη Σμύρνη, μεγάλωσε ανάμεσα σε πέντε αδελφές κι έμαθε από νωρίς ότι ένα «σπιτικό» χτίζεται με αγάπη κι αλληλεγγύη.

Ο Άρης Κηπουρός, από την άλλη, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αφρική. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Θράκη και η μητέρα του από τη Σμύρνη. Οι δυο νέοι έφεραν μαζί τους το αποτύπωμα του ξεριζωμού.

Η μοίρα τούς έφερε κοντά όταν ένας θείος του Άρη που έμενε στην Αθήνα – αποφασισμένος να τον παντρέψει στην πατρίδα – τον έφερε στο σπίτι της Βούλας στη Θεσσαλονίκη. Εκεί γνώρισε τις πέντε αδελφές κι «απ’ όλες διάλεξε εμένα», λέει στον «Νέο Κόσμο» η Βούλα με χαμόγελο.

«Ήταν λεβέντης», θυμάται. Κι ας μην είχε φανταστεί ποτέ ότι θα χρειαζόταν να αποχωριστεί τον πατέρα της, τον άνθρωπο που αγαπούσε πιο πολύ στον κόσμο. «Εγώ έλεγα δεν θέλω να φύγω ποτέ από το σπίτι… κι όμως να που τα πράγματα αλλάξανε και τον άφησα».

Το 1955, λίγους μήνες μετά τον γάμο τους, ξεκίνησαν το πρώτο τους μεγάλο ταξίδι. Προορισμός: Γιοχάνεσμπουργκ.

Γαμήλια φωτογραφία του ζευγαριού. Φωτογραφία: Supplied

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΠΑΡΤΧΑΪΝΤ

Ο Άρης έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Νότια Αφρική, σε μια εποχή που η σκιά του Απαρτχάιντ σκέπαζε τα πάντα.

Στο σχολείο τον αντιμετώπιζαν συχνά με καχυποψία, γιατί δεν ανήκε ούτε στους λευκούς του συστήματος ούτε στους μαύρους που καταπιέζονταν – ήταν «ξένος» και για τις δύο πλευρές.

Έπρεπε από μικρός να παλεύει για να αποδείξει την αξία του, να βρίσκει τρόπους να χωρά εκεί που οι άλλοι τον έσπρωχναν απέξω.

Εκείνος όμως έσφιγγε τα δόντια και μέσα του έλεγε: «Αν έτσι με βλέπετε, εγώ θα σας δείξω». Από μικρός έμαθε να αντλεί δύναμη από την αμφισβήτηση. Να κάνει το μειονέκτημα εφαλτήριο. Κι αυτή η σπίθα πείσματος τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή.

Το ίδιο πείσμα κουβαλούσε κι ο πατέρας του, ο Θεοδωρής Κηπουρός.

Πρόσφυγας από την Ανδριανούπολη, λιποτάκτησε από τον τουρκικό στρατό και βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια.

Εκεί, ένας Έλληνας τσαγκάρης τον μύησε στην τέχνη των σανδαλιών. Ύστερα αναζήτησε την τύχη του στο Χαρτούμ· κι εκεί, με αυτή τη γνώση για προίκα, έστησε την επιχείρησή του το 1916, βάζοντας τα θεμέλια μιας πορείας που θα στήριζε την οικογένεια για γενιές.

«Από εκείνον πήρα τη φιλοδοξία», λέει ο Άρης. Κι αλήθεια, όπως αποδείχτηκε, η εργατικότητα, η επιμονή και η συνεργασία είναι το κληροδότημα των Κηπουρών.

Η Βούλα Κηπουρού σε νεαρή ηλικία στην Αφρική. Φωτογραφία: Supplied

ΣΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ

Η Βούλα βρέθηκε ξαφνικά στο Γιοχάνεσμπουργκ. Νέα νύφη, μόλις είχε αφήσει πίσω τον πατέρα που λάτρευε, σε μια χώρα που ούτε τη γλώσσα της δεν ήξερε.

«Ήταν δύσκολα», παραδέχεται. «Αλλά στάθηκα τυχερή… Ο πεθερός μου με αγκάλιασε, με φρόντισε σαν κόρη του. Με αγαπούσε πολύ και προσπαθούσε να με κάνει να νιώσω σαν στο σπίτι μου».

Στο νέο αυτό ξεκίνημα, οι δυσκολίες ήταν πολλές.

Χρειάστηκαν δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια για να ταξιδέψει η ίδια ξανά στην Ελλάδα. Στο μεσοδιάστημα, όμως, οι δικοί της την επισκέπτονταν στην Αφρική και γνώρισαν από κοντά τη νέα της ζωή. Η νοσταλγία έκαιγε σαν φλόγα που ποτέ δεν έσβηνε, μα η οικογένεια ήταν πάντα το νήμα που ένωνε τις δύο άκρες.

Από τις παλιές καλές μέρες του ζευγαριού στην Αφρική. Φωτογραφία: Supplied

Εν τω μεταξύ, η ζωή δεν άργησε να ανθίσει. Το 1957 γεννήθηκε ο πρώτος γιος του ζευγαριού, ο Θεόδωρος. Τέσσερα χρόνια μετά ήρθε ο Κώστας και δέκα χρόνια αργότερα η μικρή Μαριάνθη, το απρόσμενο κορίτσι που όλοι το είχαν «στα όπα-όπα».

Ο Άρης, φιλόδοξος και ανήσυχος, δοκίμαζε διάφορες δουλειές ώσπου να βρει τον δρόμο του. «Είχα τη φιλοδοξία να προοδεύσω», λέει ο ίδιος. «Δεν φοβόμουν να δοκιμάσω».

Έτσι έστησε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε λάστιχα και δύο καταστήματα που πουλούσαν ρόδες. Η Βούλα κρατούσε το γραφείο, εκείνος το τιμόνι της επιχείρησης.

«Αν και ο πεθερός μου ήταν πολύ καλά αποκατεστημένος στην Αφρική, εμείς ήμασταν περήφανοι. Δεν θέλαμε ποτέ να πάρουμε χρήματα από κανέναν», θυμάται η Βούλα. «Θέλαμε να τα καταφέρουμε μόνοι μας».

Το κατευόδιο της οικογένειας στους νεόνυμφους Άρη και Βούλα την ημέρα που έφευγαν για το Γιοχάνεσμπουργκ. Φωτογραφία: Supplied

ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Ο Άρης είχε από νωρίς την αίσθηση πως «η Αφρική θα χαλάσει». Παρατηρούσε τις αλλαγές γύρω του και, προνοητικός όπως πάντα, έλεγε πως έπρεπε να είναι έτοιμοι για το επόμενο βήμα.

Η Αυστραλία έμοιαζε ασφαλής επιλογή: «Υπήρχαν Έλληνες, με γνώριμα στοιχεία όπως η οδήγηση από την ίδια πλευρά του δρόμου, κι ένα δίκτυο φίλων από την Αφρική που είχε ήδη ριζώσει εκεί», λέει ο ίδιος.

Την τελική απόφαση δεν την πήραν εύκολα. Την επέβαλε η σκληρή πραγματικότητα.

Ο μεγάλος τους γιος, ο Θεόδωρος, βρέθηκε μια μέρα με την οικογένειά του αντιμέτωπος με ένοπλους έξω από το ίδιο του το σπίτι.

Η απειλή του όπλου ήταν αρκετή για να πει στον πατέρα του: «Δεν αντέχεται άλλο η κατάσταση. Εγώ φεύγω». Κι έτσι πήρε πρώτος τον δρόμο για την Αυστραλία.

Δεν άργησαν να τον ακολουθήσουν και τα άλλα δύο παιδιά. «Ο Κώστας, ενώ δούλευε στο μαγαζί, δέχτηκε επίθεση.

Βάλανε το περίστροφο στο κεφάλι του», θυμάται η Βούλα.

«Η σφαίρα έφυγε… και γλίτωσε από την Παναγία. Τα αίματα έτρεχαν κι εγώ φώναζα “Παναγία μου, σώσε το παιδί μου”». Τότε, η οικογένεια κατάλαβε πως δεν υπήρχε πια μέλλον στη Νότια Αφρική.

Τα παιδιά πίεζαν τους γονείς να φύγουν κι αυτοί.

Δυο νέα παιδιά, μια υπόσχεση· να περπατήσουν τη ζωή πλάι-πλάι. Φωτογραφία: Supplied

ΣΤΗΝ ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

Όταν ο Άρης και η Βούλα έφτασαν στη Μελβούρνη, τα παιδιά τους είχαν ήδη ριζώσει εδώ. Εκείνοι έμειναν τελευταίοι στην Αφρική, καθυστερώντας την αναχώρηση όσο μπορούσαν.

Είχαν ευθύνες, εκκρεμότητες, μια επιχείρηση που δεν μπορούσαν να την εγκαταλείψουν από τη μια μέρα στην άλλη. Κι όπως παραδέχονται και οι δύο με συγκίνηση, κανείς τους δεν ήθελε πραγματικά να φύγει.

«Στην Αφρική ήταν οι φίλοι μας, όλη μας η ζωή», λέει η Βούλα και βουρκώνει.

Όμως στο τέλος, η καρδιά τους τράβηξε προς τα παιδιά τους και περίπου δώδεκα χρόνια πριν πήραν κι εκείνοι τον δρόμο για τη Μελβούρνη, πουλώντας ό,τι μπορούσαν και αφήνοντας, όμως, πολλά πίσω.

«Το σπίτι μας στο Cape Town το κρατήσαμε και δεν θα το πουλήσουμε ποτέ», λένε, μα δεν εννοούν το οίκημα αλλά όσα αυτό κρύβει μέσα του. Αναμνήσεις και συναισθήματα μιας ολόκληρης ζωής.

Αγαπημένη συνήθεια του Άρη στην Αφρική ήταν το ψάρεμα των καβουριών. Φωτογραφία: Μαρία Καμπύλη

Συγκρίνοντας τις δύο χώρες, για τη Βούλα η ζυγαριά γέρνει πάντα προς την Αφρική.

«Στο Cape Town ζούσαμε με ελευθερία· εδώ είναι σαν κλουβί», λέει. Δεν μιλά για την πολιτική ελευθερία, αλλά για εκείνη του ανοιχτού ορίζοντα, του δεσίματος με την κοινότητα, της ζωής που κυλούσε πιο αυθόρμητα και αληθινά.

Μα από την άλλη ήταν και ο φόβος που σκίαζε την καθημερινότητα. Στην Αυστραλία βρήκαν ασφάλεια και σιγουριά αλλά και αυτή είχε το τίμημά της, έναν αόρατο περιορισμό που η Βούλα ένιωσε βαθιά.

«Στην Αυστραλία βρήκαμε την ηρεμία και τη σταθερότητα, αλλά η νοσταλγία δεν σβήνει ποτέ», λέει η ίδια.

Σήμερα, περιτριγυρισμένοι από τρία παιδιά, έξι εγγόνια και επτά δισέγγονα, ξέρουν πως όλοι οι ξεριζωμοί, οι δοκιμασίες και οι αποφάσεις τούς έφεραν σε έναν τόπο όπου το μεγαλύτερο δώρο είναι να βλέπουν τις ζωές των απογόνων τους να ανθίζουν.

Η αρχή ενός ταξιδιού που κράτησε εβδομήντα χρόνια. Φωτογραφία: Supplied

ΑΝΕΞΙΤΗΛΕΣ ΜΝΗΜΕΣ

Μέσα σε τόσα χρόνια κοινής ζωής, ο καθένας τους φυλά μέσα του τις δικές του αναμνήσεις, χαραγμένες ανεξίτηλα στη μνήμη. Ο Άρης θυμάται το καλοκαίρι του 1974, όταν βρέθηκε εγκλωβισμένος στην Ηγουμενίτσα τις μέρες της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.

Προσπάθησε να επιβιβαστεί σε ιταλικό εμπορικό πλοίο για να επιστρέψει στη Νότια Αφρική, εκεί όπου τον περίμεναν η Βούλα και τα παιδιά τους. Όμως, όταν οι υπεύθυνοι αντίκρισαν το νοτιοαφρικανικό του διαβατήριο, δεν του επέτρεψαν να μπει.

Του κατέβασαν τις βαλίτσες στο λιμάνι και τον άφησαν απελπισμένο. Εκεί, ένας άγνωστος τον πλησίασε και αφού έμαθε την ιστορία του, τον συμβούλεψε να περιμένει γιατί κατέφθανε ένα αλβανικό μεταγωγικό.

Πράγματι, ο καπετάνιος του πλοίου τον δέχτηκε, του έδωσε φαγητό και τον πήρε μαζί του. Έτσι, χάρη στην καλοσύνη ενός αγνώστου και την ανθρωπιά ενός καπετάνιου, ο Άρης μπόρεσε να ξαναγυρίσει στην οικογένειά του.

Η Βούλα, από την άλλη, βαθιά θρησκευόμενη, φέρνει στο νου ένα τροχαίο που συνέβη όταν τα παιδιά ήταν μικρά. Ένας μεθυσμένος χτύπησε το αυτοκίνητο της οικογένειας και παραλίγο να τους στοιχίσει τη ζωή.

«Η Παναγία μας έσωσε», λέει με δάκρυα στα μάτια. Θυμάται μάλιστα πως ένιωσε «το χέρι της Παναγίας στον ώμο» της, να τη διαβεβαιώνει ότι τα παιδιά της είναι καλά. Για τη Βούλα, η πίστη δεν είναι κάτι αφηρημένο. Είναι η αγκαλιά που την κρατά όρθια στις πιο δύσκολες στιγμές.

Αγαπημένη συνήθεια του Άρη στην Αφρική ήταν το ψάρεμα των καβουριών. Φωτογραφία: Supplied

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Όταν η κουβέντα γυρίζει στο μυστικό του γάμου τους, ο Άρης λέει χωρίς δισταγμό: «Η συνεννόηση. Όλες τις αποφάσεις τις παίρναμε μαζί. Δεν έκανα ποτέ τίποτα χωρίς να μιλήσουμε με τη Βούλα». Την κοιτά και τα μάτια του βουρκώνουν, καθώς όλη η κοινή τους ζωή μοιάζει να περνά από το νου του σαν καρέ ταινίας.

Η Βούλα χαμογελά και προσθέτει, με εκείνη την απλότητα που χωράει όλη τη σοφία: «Αγάπη, σεβασμός, και να στέκεσαι δίπλα στον άλλον σε όλα. Αυτά κρατούν τον γάμο».

Κι ύστερα, με μια δόση χιούμορ που σπάει τη συγκίνηση, θυμάται μια κουβέντα που έλεγε κάποια γνωστή της στην Αφρική: «Όταν δεις ένα ζευγάρι ότι περνάει καλά, να ξέρεις ότι ένας από τους δύο κάνει τα στραβά μάτια. Ε, αυτή ήταν η δικιά μου η δουλειά», λέει γελώντας. Όμως πίσω από το γέλιο της φωλιάζει μια αλήθεια απλή: η ικανότητα να παραβλέπεις τα μικρά, για να κρατήσεις το μεγάλο και το πιο σημαντικό.

Από τις παλιές καλές μέρες του ζευγαριού στην Αφρική. Φωτογραφία: Supplied

Οι δυο τους δεν ωραιοποιούν, δεν παριστάνουν. Μιλούν με την απλότητα όσων πέρασαν καταιγίδες και ξέρουν πως το «μαζί» δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται, κάθε μέρα.

Η ιστορία του Άρη και της Βούλας δεν είναι μόνο προσωπική. Είναι η ιστορία μιας ολόκληρης γενιάς που έμαθε να ξεριζώνεται, να παλεύει και να ξαναφυτεύει τις ρίζες της σε ξένη γη. Είναι η απόδειξη ότι η αγάπη και η πίστη μπορούν να γίνουν άγκυρες μέσα στις πιο άγριες θάλασσες.

Κι αν η νοσταλγία καίει ακόμη, δεν είναι πληγή. Είναι το φως που θυμίζει από πού ξεκίνησαν. Γιατί στο τέλος, το αληθινό τους σπίτι δεν είναι ούτε η Αφρική, ούτε η Αυστραλία, ούτε καν η Ελλάδα. Είναι εκεί που βρίσκονται μαζί κι εκεί που γύρω τους ανθίζει η οικογένεια.

Από αυτό το μαγαζί στο Χαρτούμ, το 1916, ξεκίνησε η ιστορία των Κηπουρών στην ξενιτιά — μια ιστορία αντοχής και δημιουργίας.

The post Εβδομήντα χρόνια ζωής πλάι-πλάι, σε τρεις ηπείρους appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.