
Η γερμανική οικονομία δείχνει να βρίσκεται σε πιο δεινή θέση απ’ όσο αρχικά υπολογιζόταν. Η αναθεώρηση των στοιχείων για το ΑΕΠ του δεύτερου τριμήνου έφερε μια πικρή διαπίστωση: η πολυαναμενόμενη ανάκαμψη δεν έχει έρθει και, ακόμη χειρότερα, η οικονομία παραμένει σε επίπεδα κατώτερα του 2019, δηλαδή προ πανδημίας.
Το ομοσπονδιακό στατιστικό γραφείο Destatis ανακοίνωσε ότι η οικονομική δραστηριότητα μειώθηκε κατά 0,3% το δεύτερο τρίμηνο του 2025, αντί του αρχικά εκτιμώμενου -0,1%. Παρότι το πρώτο τρίμηνο είχε δείξει μια μικρή ελπίδα με άνοδο 0,3%, η νέα πτώση ακυρώνει ουσιαστικά αυτή την πρόοδο. Σε ετήσια βάση, το ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις κατά 0,2%, ένδειξη στασιμότητας παρά ανάπτυξης.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο ζοφερή εάν δει κανείς τα αναθεωρημένα στοιχεία για τα έτη 2023 και 2024: η γερμανική οικονομία δεν έχει ακόμη καταφέρει να επιστρέψει στα επίπεδα που είχε πριν την πανδημία του κορονοϊού. Πρόκειται για μια εξέλιξη που έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η «ατμομηχανή της Ευρώπης» παρουσιάζει σημάδια διαρθρωτικής κόπωσης, με τα προβλήματα να έχουν ξεκινήσει ακόμη και πριν από το 2020.
Τα επιμέρους στοιχεία δείχνουν πως το επενδυτικό κλίμα παραμένει υποτονικό, ενώ οι εξαγωγές και ο κατασκευαστικός τομέας αποτελούν βαρίδια για την ανάπτυξη. Το ιδιωτικό και δημόσιο καταναλωτικό σκέλος προσέφεραν μια κάποια στήριξη, όμως όχι αρκετή για να αντισταθμίσει τις ευρύτερες απώλειες.
Οι αναλυτές, όπως ο Carsten Brzeski της ING, επισημαίνουν ότι η φαινομενική αισιοδοξία που είχε αρχίσει να σχηματίζεται στις αρχές του έτους δεν έχει, στην πραγματικότητα, αντίκρισμα στα «σκληρά» οικονομικά δεδομένα. Η προσωρινή ανάκαμψη του πρώτου τριμήνου οφείλεται κυρίως σε προκαταβολικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, πριν την επιβολή των νέων αμερικανικών δασμών. Από το δεύτερο τρίμηνο όμως, οι επιπτώσεις των δασμών έγιναν αισθητές και η τάση αντιστράφηκε.
Ο Ralph Solveen της Commerzbank, επισημαίνει πως η πτώση στο δεύτερο τρίμηνο αποτελεί εν μέρει φυσική διόρθωση μετά την τεχνητή ώθηση των προηγούμενων μηνών, λόγω εποχικών και πολιτικών παραγόντων. Αν και δεν μιλά για νέα ύφεση, τονίζει πως δεν υπάρχουν σημάδια ουσιαστικής ανάκαμψης για το πρώτο εξάμηνο του 2025.
Αυτό που εντυπωσιάζει είναι η αποσύνδεση ανάμεσα στην επιχειρηματική εμπιστοσύνη και τα πραγματικά οικονομικά στοιχεία. Παρά τα απογοητευτικά μακροοικονομικά δεδομένα, οι πρόσφατοι δείκτες PMI για τον Αύγουστο καταγράφουν σταθερή –σχεδόν ανεξήγητη– αισιοδοξία στους κύκλους των επιχειρήσεων. Ο Brzeski διερωτάται αν αυτή η στάση βασίζεται σε ελπίδες για νέους κύκλους αποθεμάτων, δημοσιονομικά μέτρα ή απλώς σε εσφαλμένη εκτίμηση της κατάστασης.
Οι προοπτικές για το υπόλοιπο του έτους δεν είναι ενθαρρυντικές. Οι αμερικανικοί δασμοί –15% σε ευρωπαϊκά προϊόντα και με αβεβαιότητα για πιθανή επιστροφή των 27,5% στα αυτοκίνητα– αποτελούν τροχοπέδη για τις γερμανικές εξαγωγές, δεδομένου ότι το 10% των συνολικών εξαγωγών της χώρας κατευθύνεται προς τις ΗΠΑ. Οι πιέσεις στο εξωτερικό εμπόριο συνδυάζονται με την ισχυροποίηση του ευρώ, που καθιστά τα γερμανικά προϊόντα λιγότερο ανταγωνιστικά διεθνώς.
Από την πλευρά της πολιτικής, οι ελπίδες για ανάκαμψη στηρίζονται εν μέρει σε αναμενόμενες μειώσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ και σε δημοσιονομικά μέτρα υπέρ επενδύσεων σε υποδομές και άμυνα. Ωστόσο, η παράλληλη συζήτηση στη Γερμανία για πιθανά μέτρα λιτότητας ρίχνει βαριά σκιά στο κλίμα. Ο Brzeski προειδοποιεί ότι αυτή η αβεβαιότητα μπορεί να οδηγήσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις σε αναβολή επενδυτικών και καταναλωτικών αποφάσεων, υπονομεύοντας το όποιο όφελος από τα μέτρα στήριξης.
Το συμπέρασμα; Η γερμανική οικονομία έχει παγιδευτεί σε μια παρατεταμένη στασιμότητα, με τις μεταρρυθμίσεις να καθυστερούν, τις δομικές προκλήσεις να διογκώνονται και το εξωτερικό περιβάλλον να γίνεται ολοένα και πιο αφιλόξενο. Παρά την τεχνητή αισιοδοξία που αποτυπώνεται σε ορισμένους δείκτες, τα “σκληρά” στοιχεία υπενθυμίζουν πως η αληθινή ανάκαμψη δεν έχει ακόμη ξεκινήσει – και ίσως αργήσει περισσότερο απ’ όσο ελπίζαμε.