
Ψήφο εμπιστοσύνης στις λαϊκές αγορές δίνει η πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών, με σχεδόν το 95% να αγοράζει τρόφιμα κάθε είδους και άλλα είδη, τουλάχιστον μία με δύο φορές την εβδομάδα. Οι κυριότεροι λόγοι που οι καταναλωτές προτιμούν τις λαϊκές αγορές είναι ο συνδυασμός ποιοτικών και φρέσκων προϊόντων σε προσιτές τιμές και σε μεγάλη ποικιλία, ενώ πάνω από οκτώ στους δέκα συμφωνούν ότι η εξυπηρέτηση από πωλητές και παραγωγούς και η διαπροσωπική σχέση που αναπτύσσεται αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό της λαϊκής αγοράς που τους ελκύει. Ωστόσο δεν λείπουν και εκείνοι που διατυπώνουν τους προβληματισμούς τους ή δεν επισκέπτονται τις λαϊκές αγορές, με το ωράριο λειτουργίας να αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα.
Ποιοτικά προϊόντα σε χαμηλές τιμές
Σύμφωνα με στοιχεία έρευνας του Ινστιτούτου Ερευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), οι Ελληνες επισκέπτονται τις λαϊκές αγορές κατά μέσο όρο 4,4 φορές τον μήνα, ενώ ένα στα δύο φρούτα και λαχανικά που καταναλώνονται από τα νοικοκυριά αγοράζεται από τους πάγκους των παραγωγών και των πωλητών στις λαϊκές. Τα αποτελέσματα έρευνας γνώμης που διεξήγαγε φέτος για λογαριασμό του Φορέα Λειτουργίας Λαϊκών Αγορών της Περιφέρειας Αττικής, με αντικείμενο τις αντιλήψεις και τις προκλήσεις για τις λαϊκές αγορές της Αττικής σήμερα, η Metron Analysis και παρουσιάστηκαν στο πρώτο συνέδριο του Φορέα με θέμα «Το Παρόν και το Μέλλον των Λαϊκών Αγορών» δείχνουν τον σημαντικό ρόλο του θεσμού στην καθημερινότητα των ελλήνων πολιτών. Τα βασικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι σχεδόν οι επτά στους δέκα καταναλωτές στην Ελλάδα (68%) δηλώνουν ότι επισκέπτονται τη λαϊκή, και μάλιστα από αυτούς οι τρεις στους τέσσερις σε εβδομαδιαία βάση και με υψηλό δείκτη συνολικής ικανοποίησης, καθώς πάνω από το 80% λένε ότι είναι πολύ ή αρκετά ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες που λαμβάνουν. Η ίδια έρευνα δείχνει ότι το 49% των κατοίκων της Αττικής, περίπου 2 εκατομμύρια καταναλωτές, ψωνίζει κατά βάση από τις 271 λαϊκές αγορές της Αττικής που αναπτύσσονται σε διάφορα σημεία, ενώ σχεδόν οι επτά στους δέκα επιλέγουν για τις αγορές τους έναν συνδυασμό αγορών από τις λαϊκές αγορές και τα σουπερμάρκετ. Στις αγοραστικές επιλογές των Ελλήνων τη μερίδα του λέοντος έχουν τα φρούτα και τα λαχανικά, με το 70% των καταναλωτών να επιλέγει τη λαϊκή για αυτά, καθώς θεωρείται, και όχι άδικα, ότι οι λαϊκές προσφέρουν φρέσκα και ποιοτικά προϊόντα σε χαμηλές τιμές.
Το υπόλοιπο 30% επιλέγει τη λαϊκή για άλλα είδη τροφίμων, όπως ψάρια, αβγά, ξηροί καρποί, όσπρια, αλλά και είδη ένδυσης και υπόδησης, είδη σπιτιού κ.λπ. Σημαντικό στοιχείο είναι ότι στη συνείδηση των καταναλωτών οι λαϊκές προτιμώνται επειδή προσφέρουν καλής ποιότητας προϊόντα (για το 71% των καταναλωτών), ποικιλία (47%), χαμηλότερες τιμές (67%). Αυτοί είναι και οι βασικοί λόγοι που το 49% των καταναλωτών αγοράζει κυρίως φρούτα και λαχανικά από τη λαϊκή. Είναι μάλιστα εντυπωσιακό ότι μόνο το 8% δηλώνει ότι πάει λαϊκή από συνήθεια, κάτι που δείχνει ότι οι καταναλωτές επιλέγουν να κάνουν τις αγορές τους θέτοντας αυστηρά κριτήρια, τα οποία ικανοποιούν οι λαϊκές που λειτουργούν στη χώρα μας.
Το εβδομαδιαίο καλάθι
Από τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι στις εβδομαδιαίες δαπάνες για αγορές στις λαϊκές μέχρι 30 ευρώ δαπανά το 27% των καταναλωτών, από 20 έως 40 ευρώ το 48%, ενώ από 40 έως και 60 ευρώ το 19%. Υψηλό βαθμό ικανοποίησης εμφανίζει το 83%, που δηλώνει αρκετά ικανοποιημένο από τα προϊόντα και τις τιμές των λαϊκών αγορών, ενώ μόλις το 1% εμφανίζεται καθόλου ικανοποιημένο. Ωστόσο, οι καταναλωτές επισημαίνουν διάφορα προβλήματα που εντοπίζουν αναφορικά με τη λειτουργία των αγορών, όπως είναι η έλλειψη πάρκινγκ, η ασφάλεια και η καθαριότητα. Μάλιστα, στην κατεύθυνση της βελτίωσης της εικόνας των λαϊκών αγορών το 59% ζητεί αύξηση των βιολογικών προϊόντων (32%) και ύπαρξη απογευματινών λαϊκών (39%). Οσο για εκείνους που δεν ψωνίζουν ποτέ από τις λαϊκές αγορές, ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό της τάξης του 75% δηλώνει ότι θα το έκανε αν υπήρχαν απογευματινές λαϊκές αγορές που θα τους εξυπηρετούσαν.
Και το απόγευμα
Ειδικότερα στο ερώτημα «ποιο ωράριο λειτουργίας είναι πιο βολικό για τους καταναλωτές» το 56% δηλώνει ότι θα προτιμούσε ένα ωράριο μεταξύ 9 το πρωί και 5 το απόγευμα, ενώ το 39% εξυπηρετείται με το ισχύον ωράριο 07.30-15.30. Επίσης, στο ερώτημα «πόσο πιθανό θα ήταν να ψωνίζατε από τη λαϊκή αγορά αν υπήρχαν απογευματινές λαϊκές αγορές» το 69% αναφέρει ότι θα ήταν πολύ πιθανό, με το 66% να αφορά τους ήδη επισκέπτες λαϊκών και το 77% εκείνους που σήμερα δεν τις επισκέπτονται.
Τι βλέπουν οι εργαζόμενοι, πωλητές και παραγωγοί
Οσο για τους επαγγελματίες και τους παραγωγούς, το μεγαλύτερο ποσοστό επισημαίνει ότι οι συνθήκες γίνονται δυσκολότερες χρόνο με τον χρόνο. Το 79% θεωρεί ότι οι σημερινές εποχές είναι οι χειρότερες των τελευταίων δεκαετιών σε σχέση με τον πραγματοποιούμενο τζίρο, ενώ το 61% θεωρεί ότι τα πράγματα θα πάνε προς το χειρότερο το επόμενο διάστημα, και αυτό γιατί πάνω από επτά στους δέκα πιστεύουν ότι φταίει η μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, ενώ το 56% πιστεύει ότι φταίει η αύξηση του κόστους. Μάλιστα, αναφορικά με το ωράριο λειτουργίας των λαϊκών, το 60% των πωλητών προτιμά το ωράριο που έχουν σήμερα οι αγορές, από τις 8 το πρωί έως τις 3.30 το απόγευμα, ενώ το 40% θα ήθελε να λειτουργούν 09.00-17.00. Στα βασικότερα προβλήματα που λένε ότι αντιμετωπίζουν, το 75% αναφέρει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, το 56% την αύξηση του κόστους λειτουργίας (φόροι, καύσιμα, προμήθειες κ.λπ.), το 33% την έλλειψη υποστήριξης από το κράτος και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, το 29% τις υψηλές τιμές των προϊόντων, το 27% την έκθεση στις καιρικές συνθήκες, το 23% τον ανταγωνισμό από τα σουπερμάρκετ, το 21% την έλλειψη οργάνωσης, το 17% τη χαμηλή προβολή των λαϊκών και το 10% το δύσκολο ωράριο.
Ενας θεσμός από την εποχή της Τουρκοκρατίας
Στην Ελλάδα ο θεσμός των λαϊκών ήταν γνωστός από τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με το λεγόμενο «παζάρι» σε μεγάλα οικιστικά κέντρα, μια καθορισμένη ημέρα της εβδομάδας, όπου παραγωγοί (αγρότες, κτηνοτρόφοι, βιοτέχνες και οικοτέχνες) πωλούσαν την παραγωγή τους απευθείας στους καταναλωτές. Ωστόσο, νομική μορφή η λαϊκή αγορά στην Ελλάδα έλαβε επί κυβερνήσεως Ελευθέριου Βενιζέλου το 1929, όταν το Σάββατο 18 Μαΐου 1929 στήνεται η πρώτη λαϊκή αγορά στην πλατεία Θησείου. Μάλιστα, η παρουσία του τότε πρωθυπουργού στη λαϊκή του Θησείου ήταν το μεγάλο θέμα εκείνης της ημέρας, καθώς ο Ελευθέριος Βενιζέλος όχι μόνο πήγε στο Θησείο στην πρώτη λαϊκή, αλλά ζήτησε ένα ζεμπίλι και πραγματοποίησε μόνος του αγορές, για να χαρίσει στο τέλος, όπως λέγεται, όσα αγόρασε σε μια φτωχή γυναίκα της περιοχής. Τρία χρόνια μετά, το 1932, ιδρύθηκε το Ταμείο Λαϊκών Αγορών. Αιτία πάντως της δημιουργίας του θεσμού των λαϊκών αγορών ήταν η κερδοσκοπία των μεσαζόντων που αποτελούσε μάστιγα για τα νοικοκυριά και η οικονομική κρίση βρισκόταν προ των πυλών. Το βέβαιο είναι ότι οι εμπνευστές του θεσμού αυτού δεν μπορούσαν να φανταστούν τη δημοφιλία που θα απολάμβαναν οι λαϊκές αγορές μέχρι και σήμερα. Πάντως, αν και η συνολική αξιολόγηση των λαϊκών αγορών υποδεικνύει ότι πρόκειται για έναν σημαντικό θεσμό, είναι εξίσου βέβαιο ότι χρειάζεται να υποστηριχθεί ουσιαστικά από την πολιτεία καθώς στις μέρες μας αντιμετωπίζει νέες σημαντικές προκλήσεις λόγω των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που διαμορφώνονται. Σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν περίπου 1.530 λαϊκές αγορές με περίπου 7.300 παραγωγούς και 5.750 εμπόρους.