
Σε μια ακόμη ένδειξη του πώς διαμορφώνονται οι εμπορικές ισορροπίες μεταξύ Ευρώπης και Ηνωμένων Πολιτειών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμφώνησε να ανοίξει την αγορά της σε αμερικανικά αγροτικά προϊόντα, προσφέροντας «προνομιακή πρόσβαση» σε μια λίστα περίπου δέκα κατηγοριών τροφίμων και πρώτων υλών από τις ΗΠΑ. Πρόκειται για προϊόντα όπως φρούτα, λαχανικά, γαλακτοκομικά, ξηρούς καρπούς, κρέας χοιρινού και βίσωνα, επεξεργασμένα τρόφιμα, σπόρους για καλλιέργεια και λάδι σόγιας.
Παρότι η Κομισιόν επιμένει πως τα εν λόγω προϊόντα δεν θεωρούνται «ευαίσθητα» για την ευρωπαϊκή γεωργική παραγωγή, το ζήτημα προκαλεί έντονο προβληματισμό στον αγροτικό κόσμο της Ε.Ε., καθώς η συμφωνία δεν συνοδεύεται από κάποια αντίστοιχη παραχώρηση εκ μέρους της Ουάσινγκτον. Οι Ευρωπαίοι αγρότες, επομένως, βλέπουν τις ΗΠΑ να αποκτούν πλεονεκτήματα στην αγορά της Ένωσης χωρίς να εξασφαλίζουν ίσους όρους πρόσβασης για τα δικά τους προϊόντα στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.
Η νέα συμφωνία εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρύτερης προσπάθειας «αποκλιμάκωσης» των εμπορικών εντάσεων μεταξύ Βρυξελλών και Ουάσινγκτον, που είχαν φτάσει σε υψηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια, κυρίως επί της προηγούμενης αμερικανικής διοίκησης. Ήδη από τα τέλη Ιουλίου, είχε συμφωνηθεί η επιβολή δασμού 15% (αντί 27,5%) στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα που εξάγονται στις ΗΠΑ.
Ως «αντάλλαγμα», η Ευρώπη προχωρά τώρα σε πλήρη κατάργηση των δασμών για τα αμερικανικά βιομηχανικά προϊόντα και σε μερική απελευθέρωση του εμπορίου σε συγκεκριμένες αγροδιατροφικές κατηγορίες. Η Κομισιόν υποστηρίζει ότι περίπου τα δύο τρίτα των βιομηχανικών αγαθών από ΗΠΑ ήδη εισάγονταν χωρίς δασμούς, και πως η πλήρης απελευθέρωση θα φέρει ετήσιο όφελος σχεδόν 5 δισ. ευρώ για τους Ευρωπαίους εισαγωγείς.
Ωστόσο, το ισοζύγιο φαίνεται να γέρνει αισθητά προς την πλευρά των ΗΠΑ, τουλάχιστον στον πρωτογενή τομέα.
Αυτό που προκαλεί μεγαλύτερη ανησυχία είναι το γεγονός πως η συμφωνία δεν προβλέπει καμία χειροπιαστή ανταπόδοση για τα ευρωπαϊκά γεωργικά προϊόντα. Παρά τις υποσχέσεις περί «αμοιβαίου οφέλους», δεν υπάρχουν ρήτρες ή δεσμεύσεις για άνοιγμα της αμερικανικής αγοράς σε εξαγωγές από την ΕΕ.
Οι αγρότες της Ένωσης —ήδη πιεσμένοι από τις αυξανόμενες απαιτήσεις για πράσινη μετάβαση, τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες και τον διεθνή ανταγωνισμό— βλέπουν τώρα και μια νέα πίεση στην αγορά, με αμερικανικά προϊόντα να εισάγονται με ευνοϊκούς όρους.
Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι πρόκειται για προϊόντα που «η ευρωπαϊκή βιομηχανία χρειάζεται» και ότι δεν απειλούν τον ευρωπαϊκό αγροτικό τομέα. Παραδείγματα όπως ο αμερικανικός σολομός, τα δημητριακά σόργου και τα αμύγδαλα, αναφέρονται ως είδη που δεν παράγονται σε ικανές ποσότητες στην Ευρώπη ή δεν έχουν άμεσο ανταγωνιστικό αντίστοιχο. Ωστόσο, αυτό δεν καθησυχάζει όλους.
Η κοινή δήλωση περιλαμβάνει επίσης την επέκταση της συμφωνίας του 2020 για τη «γαστρονομική» διπλωματία της… αμερικανικής αστακοπαραγωγής. Ο δασμός στις εισαγωγές ζωντανών, κατεψυγμένων και τώρα πλέον και επεξεργασμένων μορφών αμερικανικού αστακού θα παραμείνει στο μηδέν. Αν και μικρό σε οικονομική αξία, το συγκεκριμένο μέτρο έχει συμβολικό βάρος, ως ένδειξη προσέγγισης.
Η συμφωνία αυτή, σε μια κρίσιμη στιγμή για την ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική, υπογραμμίζει την ευαισθησία των εμπορικών διαπραγματεύσεων και την ανάγκη διατήρησης ισορροπιών μεταξύ συμφερόντων καταναλωτών, βιομηχανίας και αγροτών. Η μονομερής απελευθέρωση του ευρωπαϊκού αγροδιατροφικού τομέα υπέρ των ΗΠΑ, χωρίς σαφή ανταλλάγματα, ενδέχεται να ανοίξει έναν νέο γύρο αντιπαραθέσεων στις Βρυξέλλες και να εντείνει τη δυσαρέσκεια στον αγροτικό πληθυσμό των κρατών-μελών. Για την ακρίβεια, είναι το πιο πιθανό…