ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ αντι-μεταναστευτικές διαδηλώσεις στις αυστραλιανές πόλεις προβάλλουν ανησυχητικά μια κοινωνία που ταλανίζεται από βαθιά ανασφάλεια.
Η Αυστραλία, που άλλοτε υπερηφανευόταν για τον δυναμισμό και την εξωστρέφειά της, μοιάζει να κλείνεται όλο και περισσότερο, να χάνει την ορμή της και να υψώνει τείχη καχυποψίας και κατηγορίας.
Η ανησυχία που αναδεικνύεται δεν είναι ούτε τυχαία ούτε πρόσκαιρη· αποκαλύπτει μια βαθύτερη παθολογία: την τάση του έθνους, αντί να αντιμετωπίζει με θάρρος και επινοητικότητα τις πολυπλοκότητες του παρόντος, να αναζητά καταφύγιο σε αποκλειστικές βεβαιότητες.
Η ιστορία μας δίνει ξεκάθαρα διδάγματα: Η πρόοδος δεν γεννιέται μέσα στην απομόνωση.
Προκύπτει μόνο από την αποδοχή της πρόκλησης, την επιδίωξη της καινοτομίας και την καλλιέργεια ενός εξωστρεφούς οράματος.
Όσοι πολιτισμοί αποσύρθηκαν από τον κόσμο, αναπόφευκτα μαράζωσαν· όσοι τόλμησαν να εμπλακούν ενεργά με το διεθνές περιβάλλον, άνοιξαν δρόμους προόδου.
Η παρακμή της Κίνας των Μινγκ μετά την εγκατάλειψη των θαλάσσιων εξερευνήσεων, η αυτοαπομόνωση της Ιαπωνίας των Τοκουγκάουα, η μοίρα των ανατολικών αυτοκρατοριών που γύρισαν το βλέμμα προς τα μέσα αντί προς τα έξω, το αποδεικνύουν.
Ωστόσο, το γεγονός ότι πολλοί απόγονοι μεταναστών, ιδιαίτερα από την ελληνική παροικία, βρέθηκαν στις τάξεις των διαδηλωτών, πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά.

Ιδίως αν αναλογιστούμε ότι η ίδια η παροικία συνέβαλε αποφασιστικά στην αποδόμηση της Πολιτικής της «Λευκής Αυστραλίας», συμμετέχοντας σε ευρύτερους αγώνες για φυλετική ισότητα και την πολυπολιτισμική αναγνώριση.
Το να προβάλλονται σήμερα αντιμεταναστευτικές πεποιθήσεις δεν αποτελεί μόνο αντίφαση προς την ιστορική μας εμπειρία, αλλά και οπισθοδρόμηση που ακυρώνει τους κόπους των προηγούμενων γενεών.
Εξίσου ανησυχητική είναι η προσπάθεια ορισμένων να εντάξουν την ελληνική και την ιταλική κοινότητα στο αφήγημά τους, συγκρίνοντάς τις με τις νεότερες αφίξεις από την Ινδία ή τον μουσουλμανικό κόσμο.
Συγκρίσεις τέτοιου είδους δεν είναι απλώς αφελείς, αλλά επικίνδυνες, γιατί προβάλουν την ιδέα ότι οι εθνοτικές κοινότητες μπορούν να κατατάσσονται σε κλίμακες «νομιμότητας»: κάποιες ως θεμιτές και άλλες διαρκώς ύποπτες.
Στην εμβληματική ελληνόγλωσση μελέτη τους «Από Ξένοι σε Πολίτες: Έλληνες Μετανάστες και Κοινωνική Αλλαγή στη Λευκή Αυστραλία 1897–2000», οι Γιώργος Βασιλακόπουλος και Τούλα Νικολακοπούλου ανέδειξαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο συγκροτούνται τέτοια αφηγήματα. Υποστήριξαν ότι, πίσω από το προσωπείο της ισότητας που διακηρύσσεται στις φυλετικές σχέσεις της χώρας, υποβόσκει η μορφή του «αιώνια ξένου».
Το αυστραλιανό δίκαιο, θεμελιωμένο στην ιερότητα της ιδιοκτησίας και την υπεροχή του ατόμου, δεν αντιμετωπίζει τους αλλοδαπούς ως ξεχωριστά πρόσωπα, αλλά ως συλλογικές μάζες.
Η υπηκοότητα ή η μόνιμη παραμονή μπορεί να απονέμονται, όμως οι αποδέκτες δεν εντάσσονται αυτόματα στο φιλελεύθερο δημοκρατικό πλαίσιο ατομικών δικαιωμάτων και ευθυνών.
Αντιθέτως, υποχρεώνονται να παραμένουν συλλογικότητες, αναγκασμένες να αποδεικνύουν διαρκώς την αφοσίωσή τους στον κυρίαρχο πολιτισμό, υπό την απειλή της καχυποψίας.
Οι συγγραφείς στηρίζουν το επιχείρημά τους σε ιστορικά παραδείγματα: πρώιμες ελληνικές εφημερίδες παρακολουθούνταν από την Αυστραλιανή Υπηρεσία Ασφαλείας (ASIO)· Ελληνοαυστραλοί πολίτες θεωρήθηκαν ξένοι σε φυλετικές ταραχές και αποζημιώθηκαν όχι ως μέλη της εθνικής κοινότητας, αλλά ως αλλοδαποί· Έλληνες πολίτες οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα ως πολιτικά ύποπτοι, πριν ακόμη η Ελλάδα συνταχθεί με τους Συμμάχους στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το πιο εύγλωττο παράδειγμα είναι η ομιλία του Δημάρχου Μελβούρνης στα εγκαίνια της πρώτης Ελληνορθόδοξης εκκλησίας.
Δεν επαίνεσε την αντοχή, την πολιτιστική ζωντάνια ή τη συμβολή της παροικίας μας στη διαφορετικότητα της πόλης, αλλά μας χαρακτήρισε εργατικούς, νομοταγείς, υπάκουους.
Δηλαδή, δεν μας τίμησε ως ισότιμα συμμέτοχους στο εθνικό σώμα, αλλά ως μια πειθήνια ομάδα, ανεκτή υπό όρους.
Ο πολυπολιτισμός, με την υπόσχεσή του να συμπεριλάβει και να αναδείξει τη διαφορετικότητα, φάνηκε να ανατρέπει αυτό το πλαίσιο.
Η μεταμόρφωση της Αυστραλίας είτε σε κοινωνικό ψηφιδωτό είτε σε χωνευτήριο, έδινε την εντύπωση ότι η αγγλοκελτική ηγεμονία υποχωρούσε σε ένα πιο ευρύ όραμα. Ωστόσο, το αρχέτυπο παρέμεινε άθικτο.
Στη συλλογική συνείδηση, οι εθνοτικές κοινότητες δεν αναγνωρίστηκαν ποτέ πλήρως ως «Αυστραλοί». Ο όρος εξακολουθεί να παραπέμπει πρωτίστως σε αγγλοκελτική καταγωγή.
Ακόμη και οι αυτόχθονες φύλακες αυτής της γης περιγράφονται όλο και περισσότερο ως «Πρώτοι Λαοί» και όχι ως «Αυστραλοί», ένας γλωσσικός ελιγμός που διατηρεί την αποκλειστικότητα της κατηγορίας.
Στο μεταξύ, οι εθνοτικές ομάδες καλούνται συνεχώς να αποδεικνύουν νομιμοφροσύνη, να αποστασιοποιούνται από κάθε «παρέκκλιση» και να θυμούνται ότι η αποδοχή τους δεν είναι ποτέ άνευ όρων.
Αυτό είναι, κατά τους συγγραφείς, το πεπρωμένο των «αιώνιων υπονομευτών».
Όσες γενιές κι αν υπάρξουν, όσο κι αν συμβάλουν στον πολιτισμό, παραμένουν περιθωριοποιημένοι, οριενταλισμένοι, «άλλοι» ή και αποσιωπημένοι. Η άρχουσα τάξη επιφυλάσσει στον εαυτό της το δικαίωμα να καθορίζει ποια στοιχεία της ταυτότητάς τους είναι αποδεκτά και ποια πρέπει να κατασταλούν.
Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να θεωρηθεί και το θέαμα απογόνων μεταναστών που στρέφονται κατά της μετανάστευσης.
Δεν πρόκειται για απλή αμνησία, αλλά για εσωτερίκευση των ίδιων μηχανισμών αποκλεισμού που στο παρελθόν στόχευσαν τους δικούς τους προγόνους.
Το σχήμα του «αιώνια ξένου» οδηγεί τις εθνοτικές κοινότητες να αποδεικνύουν την αφοσίωσή τους διαφοροποιούμενες από τους νεοεισερχόμενους.
Με το να ταυτίζονται με αποκλειστικά κινήματα, προσπαθούν να αποκηρύξουν τη δική τους ετερότητα και να διακηρύξουν ότι πέρασαν το κατώφλι της αποδοχής, έστω και αν αυτό συνεπάγεται ότι άλλοι παραμένουν στη θέση που άλλοτε κατείχαν οι ίδιοι.
Η απόπειρα να αντιπαραβληθούν οι μεσογειακές κοινότητες με τις ινδικές ή μουσουλμανικές, ακολουθεί την ίδια λογική.
Αναπαράγει την ιδέα ότι η νομιμότητα αποκτάται και διατηρείται υπό όρους, ότι η αποδοχή εξαρτάται από τη συμμόρφωση, την υπακοή και την πίστη στο κυρίαρχο πρότυπο.
Είναι ένας λόγος ιεράρχησης, όπου οι ομάδες ανταγωνίζονται για αναγνώριση αποστασιοποιούμενες από το μόνιμο φάσμα του «ύποπτου ξένου».
Η Σχολή της Φρανκφούρτης ήδη από καιρό επέδειξε ότι οι κοινωνίες σε κρίση μεταφέρουν τις αγωνίες τους σε αποδιοπομπαίους τράγους.
Αντιμέτωπες με ανασφάλεια, επιδιώκουν ψευδαίσθηση συνοχής αποκλείοντας έναν «άλλον». Ο αποκλεισμός λειτουργεί και ως ανακούφιση και ως επιβεβαίωση της κυρίαρχης εξουσίας.
Η μεταποικιακή θεωρία φωτίζει εξίσου την τοποθέτηση των εθνοτικών κοινοτήτων στο εθνικό αφήγημα.
Όπως υποστηρίζουν οι Bhabha και Said, ο «άλλος» δεν αποκτά ποτέ πλήρη υποκειμενικότητα: άλλοτε εξιδανικεύεται ως εξωτικός, άλλοτε δαιμονοποιείται, ποτέ όμως δεν αναγνωρίζεται ως αυτόνομος. Ο «αιώνια ξένος» υπάρχει σε μια μεταιχμιακή κατάσταση: ανεκτός αλλά όχι πλήρως αποδεκτός, υμνημένος όταν βολεύει, καταδικασμένος όταν συμφέρει.
Στο σημερινό κλίμα αναδεικνύεται ακόμη πιο καθαρά ότι αυτό το θέατρο αποκλεισμού στηρίζεται σε μια βαθύτερη αμνησία: την σχεδόν πλήρη λήθη των Πρώτων Λαών.
Από αριστερά έως δεξιά, από προοδευτικούς έως εθνικιστές, ο δημόσιος διάλογος εκτυλίσσεται σαν η βίαιη αρπαγή αυτής της γης, η αποστέρηση των θεματοφυλάκων της και η σφετερισμένη κυριαρχία τους να μην έχουν σημασία.
Το θεμέλιο του διαλόγου για τη μετανάστευση είναι το αφήγημα ότι η κυριαρχία εδώ είναι νομιμοποιημένη και αδιαμφισβήτητη, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για κυριαρχία ακατάλυτη, κατεκτημένη διά της βίας και ποτέ παραδομένη: αυτό που ο Patrick Wolfe όρισε ως τη θεμελιώδη λογική της αποικιοκρατίας εγκατάστασης: μια δομή, όχι ένα συμβάν.
Η παράλειψη αυτού του γεγονότος αποτελεί μορφή ιστορικής διαγραφής. Συνιστά τον μύθο ότι η μετανάστευση και η κοινωνική ένταξη μπορούν να συζητηθούν χωρίς αναφορά στην αρχική πράξη αποκλεισμού που σφράγισε τη γέννηση του έθνους.
Η αμνησία δεν είναι τυχαία, είναι συστημική.
Επιτρέπει στην εξουσία να συνεχίζει να αποφασίζει ποιοι μετανάστες γίνονται δεκτοί, ποιοι περιθωριοποιούνται και ποιοι δεν θα ανήκουν ποτέ, ενώ αποκρύπτεται ότι η ίδια της η παρουσία εδράζεται στην αποστέρηση.
Η σιωπή αυτή είναι εκκωφαντική. Αντηχεί στις κοινοβουλευτικές «αναγνωρίσεις» που μιλούν για την παραδοσιακή κηδεμονία σε παρελθόντα χρόνο, λες και η τυπική αναφορά αρκεί για να αποκαταστήσει την αδικία.
Διαπερνά τον ευφημισμό «Πρώτοι Λαοί», που τους διαχωρίζει από τους «Αυστραλούς», διαφυλάσσοντας τον όρο για τον άποικο. Επιμένει σε κάθε δημόσια συζήτηση για τη μετανάστευση που αποφεύγει το καίριο ερώτημα: ποιος έχει το δικαίωμα να αποφασίζει ποιος εισέρχεται σε αυτή τη γη;
Η συνέχιση του διαλόγου χωρίς τη φωνή των αυτοχθόνων συνιστά αναπαραγωγή της αποικιοκρατίας στη πιο ύπουλη εκδοχή της.
Αναζωπυρώνει την ιμπεριαλιστική νοοτροπία που αρνήθηκε εξαρχής την κυριαρχία τους, τους μετατρέπει σε σύμβολα και τους αποκλείει από την ουσιαστική εξουσία. Τους τοποθετεί εκτός πολιτείας, με ανασταλμένα δικαιώματα, σιγή φωνής και εξαλειμμένη κυριαρχία.
Αν κάτι διδάσκει η ιστορία, είναι ότι οι κοινωνίες που κλείνονται στην απομόνωση και τον αποκλεισμό καταρρέουν.
Στερούνται τη δημιουργικότητα και την καινοτομία που γεννά η εξωστρέφεια, παγιδεύονται σε κύκλους φόβου και καταγγελίας, ακινητοποιούνται.
Αντιθέτως, κοινωνίες που αποδέχονται τις προκλήσεις, που κοιτούν προς τα έξω και εμπλέκονται με τον κόσμο σε όλη του την πολυπλοκότητα, αφήνουν ανθεκτικές κληρονομιές.
Οι ελληνικές Πόλεις-Κράτη που άνοιξαν δρόμους εμπορίου, ανταλλαγής και πολιτιστικής ώσμωσης άνθισαν, ενώ όσες προσκολλήθηκαν στην αυτάρκεια χάθηκαν.
Η Αυστραλία που θα ευημερήσει στον αιώνα που έρχεται δεν θα είναι εκείνη που υψώνει οδοφράγματα, αλλά εκείνη που αντικρίζει τον κόσμο με θάρρος και αυτοπεποίθηση.
Για να γίνει αυτό, οφείλουμε πρώτα να αντιμετωπίσουμε την ίδια μας την ιστορία.
Να αναγνωρίσουμε τις δομές αποκλεισμού που κρύβονται πίσω από τις διακηρύξεις ισότητας. Να αρνηθούμε τον πειρασμό της αυτοεπιβεβαίωσης μέσω της απαξίωσης άλλων.
Να απορρίψουμε τις προσπάθειες διάσπασης των κοινοτήτων σε τεχνητές κλίμακες αξίας. Και, κυρίως, να τοποθετήσουμε στο κέντρο τις φωνές των Πρώτων Λαών, αναγνωρίζοντας ότι κάθε ουσιαστικός διάλογος για την κυριαρχία πρέπει να ξεκινά από αυτούς.
The post Ανασφάλεια, μετανάστευση και ο αιώνια ξένος appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.