Η αυτοκτονία της Κεντροαριστεράς

Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες η ισορροπία του πολιτεύματος και η λειτουργία των θεσμικών αντισταθμισμάτων, που είναι αναγκαία σε κάθε κράτος δικαίου, συναρτώνται με τη δυνατότητα εναλλαγής στη διακυβέρνηση της χώρας διαφορετικών παρατάξεων, προερχόμενων από τις αντίπαλες ιδεολογικοπολιτικές οικογένειες. Η φθορά της κυβερνώσας παράταξης συνεπάγεται κατά κανόνα την ενίσχυση της αντιπολιτευόμενης, που προτείνει μια εναλλακτική προοπτική για την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας.

Αυτή η θεμελιώδης αρχή της σύγχρονης δημοκρατίας φαίνεται να έχει ακυρωθεί στην περίπτωση της σημερινής Ελλάδας. Ενώ η δημοσκοπική υποχώρηση της Νέας Δημοκρατίας είναι εμφανής, υπό το βάρος ιδίως των σκανδάλων διαφθοράς, της ακρίβειας και της συστηματικής εμπορευματοποίησης των κοινωνικών αγαθών, η αντιπολίτευση δεν ενισχύεται. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ο κατακερματισμός της δεν έχει τέλος. Αντί να υπάρξουν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για τη συνεργασία των κομμάτων που κατατάσσονται στον εν ευρεία εννοία χώρο της Κεντροαριστεράς, τα τελευταία χρόνια οι πολίτες γίνονται μάρτυρες αλλεπάλληλων διασπάσεων.

Από τον ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ του 2023 έχουν προκύψει τέσσερα κόμματα συν άλλα δύο που είχαν προηγηθεί με τη δημιουργία της Πλεύσης Ελευθερίας και του ΜέΡΑ25. Στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο οι διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησαν στην αξιωματική αντιπολίτευση, οι έρευνες κοινής γνώμης δείχνουν ότι δεν έχει επιτευχθεί δυναμική κυβερνησιμότητας. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι το τμήμα των ψηφοφόρων του που μετακινήθηκε από το 2012 προς τον ΣΥΡΙΖΑ δεν επέστρεψε ποτέ, αλλά σε σημαντικό βαθμό αποστασιοποιήθηκε από την πολιτική ζωή.

Και σαν να μην έφταναν τα προηγούμενα, κυοφορείται το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, το οποίο όμως δεν πρόκειται να αποτελέσει την ομπρέλα όλων των κομμάτων του χώρου που εκτείνεται από τις παρυφές της Κεντροδεξιάς μέχρι τα όρια του ΚΚΕ, αλλά, αντίθετα, θα προκαλέσει νέες διασπάσεις αντλώντας από τις δεξαμενές στελεχών και ψηφοφόρων των άλλων κομμάτων.

Αν λάβουμε επίσης υπόψη ότι το ισχύον εκλογικό σύστημα δεν αναγνωρίζει μπόνους εδρών σε συνασπισμούς κομμάτων, η θέση της αντιπολίτευσης εμφανίζεται δεινότερη. Ακόμα και μια «τεχνητή» προεκλογική συνεργασία τους δεν θα επέφερε την επιθυμητή κυβερνησιμότητα. Σε περίπτωση που η κυβερνώσα παράταξη, της οποίας την ενότητα σήμερα διασφαλίζει αποκλειστικά και μόνο η νομή της εξουσίας, προβεί σε τροποποίηση του εκλογικού νόμου, ανεβάζοντας το πλαφόν εισόδου στη Βουλή στο 5% και διευρύνοντας το μπόνους εδρών του πρώτου κόμματος χωρίς την προϋπόθεση να συγκεντρώσει τουλάχιστον 25% των ψήφων, τότε δεν είναι καθόλου απίθανο το σενάριο μιας νέας εκλογικής επικράτησής της.

Η Κεντροαριστερά στην Ελλάδα όχι μόνο ηττάται, όπως συμβαίνει για ποικίλους λόγους στις περισσότερες χώρες της Δύσης, αλλά αυτοκτονεί. Μπροστά στις καταστροφικές πολιτικές της παρούσας κυβέρνησης, αντί να συμπράξουν με βάση ένα ελάχιστο κοινό πρόγραμμα τα κόμματα του χώρου προτάσσουν την ανεξάρτητη πορεία τους προς άλλη μία εκλογική αποτυχία. Η απουσία μιας ισχυρής εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης στερεί από την κοινωνία την τελευταία ικμάδα για συμμετοχή σε αυτό που αποκαλείται πολιτική.

Ο Ξενοφών Κοντιάδης είναι συνταγματολόγος, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο