
Ενα κόμμα που μετράει έξι χρόνια στην εξουσία ξέρει ότι έχει απέναντι πολίτες που φωνάζουν. Σε αυτούς δύσκολα μπορεί κανείς να αλλάξει γνώμη, όσο έμπειρος ή επικοινωνιακός κι αν είναι, όσα μέτρα κι αν εξαγγείλει που τους αφορούν. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης όμως δεν στόχευε σε εκείνους στην έβδομη ΔΕΘ ως Πρωθυπουργός, διότι γνωρίζει πως τους έχει πια πολύ μακριά του. Απευθυνόταν στο κοινό που δεν μιλάει πολύ, που εξετάζει προσεκτικά τις εναλλακτικές, που δεν νοιάζεται τόσο για τα παλιότερα στεγανά γι’ αυτό και δεν έχει δυσκολία μετακίνησης στο πολιτικό φάσμα. Και που στο τέλος θα είναι αυτό που θα αποφασίσει αν εκείνος θα κάνει τρίτη θητεία μόνος του ή σε συνεργασία ή αν θα χάσει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Η σιωπηλή πλειοψηφία, η οποία στη Μεταπολίτευση έχει ανεβάσει και κατεβάσει κυβερνήσεις περισσότερες φορές απ’ ό,τι έχει κάνει το αλαλάζον πλήθος, δεν έχει μόνο έναν διεκδικητή. Στην ίδια μάχη πέφτει ο Νίκος Ανδρουλάκης και το ΠΑΣΟΚ ως αξιωματική αντιπολίτευση, έχοντας αναγνωρίσει ότι μπορεί να χτυπήσει τη ΝΔ σε όλα τα σημεία που προσέλκυσαν κεντρογενείς ψηφοφόρους στη γαλάζια δεξαμενή για δυο εκλογικές αναμετρήσεις. Κι αυτό την ώρα που στην κατακερματισμένη Κεντροαριστερά καθώς και στα δεξιά της Δεξιάς τουλάχιστον άλλα τέσσερα κόμματα (χωρίς ασφαλώς να συνυπολογίζεται η προοπτική νέων εξ αριστερών και εκ δεξιών) διεκδικούν να πάρουν μέρος όσων ψηφοφόρων νιώθουν πως βρίσκονται μακριά από τα κέντρα εξουσίας και αναζητούν τόσο τις πολιτικές όσο και το πρόσωπο που τους αντιπροσωπεύει.
Ο Μητσοτάκης το είπε ανοιχτά την περασμένη Κυριακή, απαντώντας στα «ΝΕΑ», ότι αναζητάει τις κοινωνικές συμμαχίες του 2019 και του 2023. Αναζητάει τη σιωπηλή πλειοψηφία πολιτών που είναι για τον Πρωθυπουργό εκείνη που «επιθυμεί μια χώρα που θα προσεγγίζει την Ευρώπη», που «θα μπορεί να δίνει ευκαιρίες στα νέα παιδιά (…) θα μπορεί να μειώνει την ανεργία και να μειώνει την επιβάρυνση των πολιτών ως προς τη φορολόγησή τους, θα στέκεται με αυτοπεποίθηση στο διεθνές σκηνικό». Για τους δημοσκόπους και τους πολιτικούς αναλυτές μεγάλο μέρος της σιωπηλής πλειοψηφίας ουσιαστικά «αγνοείται» μέσα στο εκλογικό σώμα σε μια περίοδο κρίσης αντιπροσώπευσης. Ολόκληρες δεξαμενές ψηφοφόρων που συνέβαλλαν στις προηγούμενες εκλογικές επιτυχίες του Μητσοτάκη δείχνουν να σκορπίζονται σε μικρότερα κόμματα και, βεβαίως, στην γκρίζα ζώνη, χωρίς κανείς, ούτε το κυβερνών κόμμα ούτε άλλη πολιτική δύναμη, να καταφέρνει έως σήμερα να ξανατραβήξει μαζικά αυτά τα ακροατήρια. Η ΝΔ ψάχνει ακόμα εκείνο το 10%, το οποίο έχασε από τις εθνικές κάλπες του 2023 στην ευρωκάλπη του 2024, κατρακυλώντας από μια ζώνη επίδοσης 40% σε ποσοστά κάτω του 30%.
Αποστασιοποιημένες δεξαμενές του γαλάζιου «40%» μπορεί να εντοπίζονται σήμερα σε τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις.
Η πρώτη είναι το κλαμπ των αναποφάσιστων, οι οποίοι εξακολουθούν να συγκροτούν το δεύτερο κόμμα με ποσοστά της τάξης του 18%, σύμφωνα με τα πρώτα φθινοπωρινά γκάλοπ. Η προβληματική κατάσταση για τη ΝΔ φαίνεται στις κυλιόμενες μετρήσεις, τις οποίες αποκωδικοποιεί αυτές τις ημέρες: καταγράφει στην γκρίζα ζώνη των αναποφάσιστων τουλάχιστον ένα στους δέκα (περίπου το 15%) ψηφοφόρων της στις ευρωεκλογές.
Η δεύτερη είναι στα αριστερά με υπαρκτές τις μετακινήσεις (εισροές – εκροές) μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Το Κέντρο, στο οποίο συγκλίνουν οι πολίτες της σιωπηλής πλειοψηφίας αλλά μπορεί να εκκινούν από τις παρυφές της Δεξιάς έως εκείνες της Αριστεράς, διεκδικείται και από τα δύο κόμματα. Σύμφωνα με ευρήματα που φτάνουν στο Μαξίμου, ο Μητσοτάκης κρατά το προβάδισμα στους κεντρώους με ποσοστά 21%-22% αλλά σε μικρή απόσταση (των 3-4 μονάδων) από τον Ανδρουλάκη.
Η τρίτη είναι στα δεξιά – εκείνα τα χαμηλά μονοψήφια που κατευθύνονται προς Κυριάκο Βελόπουλο και Αφροδίτη Λατινοπούλου.
Διπλό κυνήγι
Με δύσκολα χαρτογραφήσιμες τις σιωπηλές πλειοψηφίες αναλυτές διέκριναν το διπλό, διαρκές κυνήγι του Μητσοτάκη, πίσω από τα μηνύματά του στο Βελλίδειο. Κυνηγάει πρώτον την επανασυσπείρωση του κοινού των ευρωεκλογών και δεύτερον τη διεύρυνση της εκλογικής επιρροής του με γέφυρες στο μετριοπαθές κοινό που ζητάει τάξη, ευκαιρίες, αξιοπρεπή καθημερινότητα. «Δυνάμεις που είχε κερδίσει ο Μητσοτάκης στις προηγούμενες εθνικές αναμετρήσεις διαχέονται πλέον, με τον ίδιο και την κυβέρνηση συνεχώς να προσπαθούν να μαζέψουν απώλειες» σχολιάζει έμπειρος αναλυτής. «Τα κέρδη έρχονται δειλά και συγκρατημένα μέσα από θετικές κινήσεις που έχουν περιορισμένο αντίκτυπο», κατά την ίδια πηγή, «και αντίθετα η “χασούρα” έρχεται γρήγορα και πιο έντονα μέσα από τα αρνητικά που αυτομάτως διογκώνονται».
Αυτό φάνηκε, για παράδειγμα, με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ το προηγούμενο διάστημα: μέσα σε έναν μήνα η ΝΔ έχασε τρεις μονάδες, τις οποίες είχε χρειαστεί τρεις μήνες για να τις κερδίσει. Σήμερα, στον απόηχο των πρωθυπουργικών εξαγγελιών και της «θετικής» κυβερνητικής εκστρατείας φαίνεται να μαζεύεται εκ νέου μόνον ο… μισός ΟΠΕΚΕΠΕ, δηλαδή καταγράφεται ανάκαμψη του κυβερνώντος κόμματος στην πρόθεση ψήφου κάτω από δύο ποσοστιαίες μονάδες. Συγκεκριμένα, από 1,3% έως 1,8% σύμφωνα με τις μετρήσεις.
Το κρίσιμο, αρνητικό 25%
Διέκριναν κάτι ακόμα ορισμένοι αναλυτές στην παρουσία του Μητσοτάκη στο φετινό πολιτικό ορόσημο του φθινοπώρου – την προσπάθειά του να εμφανιστεί με «κοινωνικό» λόγο και λιγότερη ιδεολογία χωρίς να στέκεται τόσο στις ετικέτες όπως και ο ίδιος υποστήριξε. «Τη μέση ελληνική οικογένεια επέλεξε να φέρει μπροστά, τους εθνικούς στόχους, τις φοροαπαλλαγές, τη μη πόλωση στο πολιτικό σκηνικό», αναφέρει γνωστός δημοσκόπος, «διότι ο Μητσοτάκης εκείνα που έχει ανάγκη είναι αφενός να κρατήσει τη βασική δεξαμενή του που είναι οι κεντροδεξιοί αφετέρου να καλύψει ταυτόχρονα τις αποστάσεις στους κεντρώους και στους δεξιούς». Το εγχείρημα φαντάζει απαιτητικό, αφού ένα κρίσιμο ποσοστό, που φτάνει στο 25%, τοποθετείται σήμερα αρνητικά για τη ΝΔ – σε ό,τι αφορά και τις εξαγγελίες της ΔΕΘ. Εκτιμάται ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους ψηφοφόρους πηγαίνουν στους αναποφάσιστους, αλλά το ¼ στέκει ήδη απέναντι στην κυβέρνηση. Στους πρώτους ο Μητσοτάκης βλέπει εκπροσώπους της σιωπηλής πλειοψηφίας, γι’ αυτό και ρίχνει γέφυρες, προτού φτάσει η ώρα να σπάσουν τη σιωπή τους.