
Εξι στα 10 νοικοκυριά στην Ελλάδα δεν βγάζουν τον μήνα, καθώς το εισόδημά τους για τα περισσότερα επαρκεί μόλις για 20 ημέρες. Η αύξηση των μισθών φαίνεται ότι δεν ακολουθεί αυτήν των τιμών, με αποτέλεσμα οι Ελληνες να συνεχίζουν να δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν βασικές ανάγκες που αφορούν τη διαβίωσή τους.
Οι αυξήσεις τόσο στις τιμές βασικών αγαθών για το καλάθι του σουπερμάρκετ προϊόντων όπως το κρέας, τα λαχανικά και τα φρούτα, ο καφές, αλλά και υπηρεσιών όπως τα ενοίκια, το ηλεκτρικό ρεύμα, η ένδυση και η υπόδηση, οι υπηρεσίες εκπαίδευσης και ασφάλισης και μια σειρά άλλων, εξαϋλώνουν το μηνιαίο εισόδημα των νοικοκυριών και για αρκετούς δεν φτάνει για να καλύψουν βασικές ανάγκες, οδηγώντας ακόμα και σε περικοπές.
Σύμφωνα με στοιχεία έρευνας που πραγματοποίησε το Επαγγελματικό Επιμελητήριο της Αθήνας (ΕΕΑ) σε συνεργασία με την MRB σε νοικοκυριά της Αττικής για τις τέσσερις εβδομάδες του μήνα ο μισθός φτάνει μόλις για το ένα στα τέσσερα νοικοκυριά, ενώ πάνω από μήνα αντέχουν μόλις τα δύο στα δέκα.
Πιο ευάλωτοι εμφανίζονται να είναι εκείνοι οι καταναλωτές με εισόδημα έως 12.000 ευρώ τον χρόνο, και μάλιστα σε ποσοστό 42,6%, αφού τα λεφτά τους τελειώνουν από τις δύο πρώτες εβδομάδες του μήνα.
H δεινή θέση των οικογενειών
Τη δύσκολη κατάσταση που βιώνουν τα νοικοκυριά καταγράφει και η ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου για το εισόδημα και τις δαπάνες διαβίωσης των νοικοκυριών του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδας, καθώς, όπως αναφέρει, το 72,4% των πολιτών πιέζονται σε τέτοιον βαθμό που αναγκάζονται να περιορίζουν τις δαπάνες για άλλες ανάγκες, καθώς οι δαπάνες τους για τους λογαριασμούς του σπιτιού και τα είδη διατροφής έχουν αυξηθεί για πάνω από το 60% των νοικοκυριών.
Μάλιστα, δηλώνουν ότι για να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες αυτές μειώνουν τις εξόδους τους για ψυχαγωγία (41,9%) και αγορές ένδυσης-υπόδησης (39,2%), ενώ επιλέγουν προσφορές και προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας στα σουπερμάρκετ ή σε φθηνότερα είδη, π.χ. πουλερικά ή χοιρινό αντί για μοσχαρίσιο κρέας.
Την ίδια ώρα, μία ακόμα επιβεβαίωση για τη δεινή θέση στην οποία βρίσκονται τα ελληνικά νοικοκυριά έρχεται και από τα τελευταία στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, τα οποία για τον μήνα Αύγουστο δείχνουν σημαντικές αυξήσεις σε σχέση με τον αντίστοιχο περσινό, τόσο σε προϊόντα όσο και σε υπηρεσίες.
Συγκεκριμένα, σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών οι αυξήσεις έχουν καταγράψει διψήφια ποσοστά μέσα σε έναν χρόνο. Αν και υπήρξαν παρεμβάσεις στην αγορά – οι οποίες και συνεχίζονται – για τη συγκράτηση των τιμών, αυτές δεν μπορούν να αναστρέψουν συνολικά την κατάσταση, καθώς και στο επίπεδο των εισοδημάτων οι αυξήσεις που έγιναν δεν μπορούν να καλύψουν τις ανατιμήσεις προϊόντων και υπηρεσιών, με τους καταναλωτές να ζητούν πιο δραστικά μέτρα – ανάμεσά τους και τη μείωση των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης, όπου υπάρχουν, και του ΦΠΑ, έστω και για ορισμένο διάστημα ώσπου να αποκλιμακωθούν οι τιμές. Μάλιστα, για τα χαμηλά εισοδήματα ο λογαριασμός είναι σημαντικά υψηλότερος, αφού αναγκάζονται να δαπανούν σχεδόν 60% των εισοδημάτων τους για να καλύψουν τις δαπάνες σε τρόφιμα, ενέργεια και στέγαση.
Χαμηλοί μισθοί και ακρίβεια
Μάλιστα, αν κανείς παρατηρήσει τις πραγματικές τιμές προϊόντων και υπηρεσιών και τις συγκρίνει με άλλες χώρες της ΕΕ, θα δει ότι μπορεί η Ελλάδα να μην είναι η ακριβότερη χώρα αλλά βρίσκεται περίπου στο μέσο των χωρών, ωστόσο σε επίπεδο μισθών βρίσκεται χαμηλά, κάνοντας και την αγοραστική δύναμη μικρότερη.
Είναι ενδεικτικό ότι στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, o κατώτατος μισθός είναι στα 1.027 ευρώ, όταν για παράδειγμα σε χώρες όπως η Σλοβενία είναι στα 1.278 και στην Πολωνία στα 1.100 ευρώ.
Μάλιστα, με μισθούς στα ίδια σχεδόν επίπεδα ο Ελληνας καλείται να πληρώσει για να αγοράσει ένα κιλό μοσχάρι 12,52 ευρώ, ο Σλοβένος πληρώνει 11,62 ευρώ και ο Πολωνός 10,87 ευρώ το κιλό.
Αντίστοιχα, για ένα μπουκάλι γάλα ο Ελληνας θα πληρώσει 1,49 ευρώ, ο Σλοβένος 1,26 και ο Πολωνός 0,92 ευρώ.
Την ίδια ώρα η αδυναμία αποταμίευσης είναι επίσης ιδιαίτερα υψηλή, καθώς το 81,6% δεν καταφέρνει να αποταμιεύσει, ενώ πάνω από τα μισά νοικοκυριά δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν σε ένα έκτακτο έξοδο της τάξεως των 500 ευρώ σύμφωνα με στοιχεία του ΙΜΕ ΓΣΒΕΕ. Μάλιστα, από τα στοιχεία του ΕΕΑ και της MRB προκύπτει ότι στα νοικοκυριά της Αττικής μόλις το 23,9% δηλώνουν πως μπορούν με άνεση να ανταποκριθούν στα έξοδα του μήνα, ενώ μόνο το 7,7% έχει και τη δυνατότητα αποταμίευσης.