Δημογραφικό: Είναι απάντηση η μετανάστευση;

Η Ελλάδα γερνάει και συρρικνώνεται με ανησυχητικούς ρυθμούς. Σχολικές αίθουσες αδειάζουν, ολόκληρα χωριά μένουν χωρίς ζωή και τα πρόσωπα στον δρόμο είναι πιο γερασμένα. Η χώρα είναι αντιμέτωπη με τη δημογραφική κρίση.

Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν αμείλικτα. Το 2024 καταγράφηκαν μόλις 69.675 γεννήσεις. Πρόκειται για τον χαμηλότερο αριθμό της μεταπολεμικής περιόδου, ενώ την ίδια στιγμή οι θάνατοι ανήλθαν σε 128.101. Κάτι που σημαίνει πως η φυσική μείωση πληθυσμού έφτασε τις 58.584 ψυχές – το μεγαλύτερο αρνητικό ισοζύγιο των τελευταίων δεκαετιών.

Το 2023 η εικόνα ήταν παρόμοια: 71.249 γεννήσεις και 127.169 θάνατοι, με φυσική μείωση 55.920 ατόμων. Οι αριθμοί αυτοί επιβεβαιώνουν ότι δεν πρόκειται για ένα συγκυριακό φαινόμενο, αλλά για μια διαρκή τάση που επιδεινώνεται.

Οπως τονίζει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Βύρων Κοτζαμάνης, διευθυντής του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών: «Σήμερα η χώρα μας είναι – και θα παραμείνει μέχρι και το 2050 – από τις πλέον γερασμένες στην ΕΕ, καθώς το ποσοστό των 65 και άνω αγγίζει το 23,5% έναντι 21,6% στην Ενωση, ενώ η διάμεση ηλικία είναι σχεδόν 47 έτη. Η Ελλάδα γερνάει πιο γρήγορα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».

Και προσθέτει: «Αν συνεχιστεί η σημερινή πορεία, με πολύ περισσότερους θανάτους από γεννήσεις και μηδενική μεταναστευτική ζυγαριά, μέχρι το 2050 ο πληθυσμός μας θα έχει μειωθεί κατά περίπου 1,5 εκατομμύριο. Δηλαδή θα πέσει κάτω από τα 9 εκατομμύρια». Μέσα σε αυτή τη δύσκολη πραγματικότητα, η μετανάστευση μπορεί – αντικειμενικά – να παίξει καθοριστικό ρόλο. Το 2023, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στη χώρα εισήλθαν 118.816 άτομα και αποχώρησαν 76.158, αφήνοντας καθαρό ισοζύγιο 42.658 ανθρώπων που ζουν και εργάζονται στην κοινωνία και την οικονομία. Συγκριτικά, το 2022 η καθαρή μετανάστευση ήταν μόλις 16.355 άτομα, με 96.662 εισερχόμενους και 80.307 εξερχόμενους. Η αύξηση αυτή δείχνει ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει πόλος έλξης για ανθρώπους που αναζητούν ευκαιρίες να δουλέψουν και να μπορέσουν να φτιάξουν τη ζωή τους σε έναν νέο τόπο. Κι αυτό, με τη σειρά του και με ορθή διαχείριση, μπορεί να αντιστρέψει και την τάση μείωσης του πληθυσμού. «Τα φυσικά ισοζύγια θα παραμείνουν αρνητικά τις επόμενες δεκαετίες», υπογραμμίζει ο Β. Κοτζαμάνης. «Για να μη μειωθεί δραστικά ο πληθυσμός, η μεταναστευτική ζυγαριά πρέπει να είναι θετική. Οσο πιο θετική είναι, τόσο μικρότερη θα είναι και η μείωση».

Η στάση  της κυβέρνησης

Ο υπουργός Μετανάστευσης Θάνος Πλεύρης έχει διαφορετική άποψη και επιμένει σε δηλώσεις όπως αυτή: «Η νόμιμη μετανάστευση είναι χρήσιμη, αλλά δεν αποτελεί λύση για το Δημογραφικό». Η θέση του συμβαδίζει, αναμφίβολα, με την επιλογή μιας πιο «σκληρής» κυβερνητικής γραμμής στο Μεταναστευτικό. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι οι αριθμοί δείχνουν πως η καθαρή μετανάστευση είναι ο μόνος παράγοντας που συγκρατεί τη ραγδαία μείωση του πληθυσμού.

Το νέο νομοσχέδιο που παρουσίασε η κυβέρνηση για το Μεταναστευτικό επικεντρώνεται κυρίως σε ζητήματα ελέγχου και αποτροπής, χωρίς να δίνει αντίστοιχη έμφαση στην ουσιαστική ένταξη όσων ήδη ζουν και εργάζονται στη χώρα. Παρά τις ρυθμίσεις για απλούστευση των αδειών διαμονής, αρκετοί υποστηρίζουν ότι απουσιάζει μια συνεκτική πολιτική που θα συνδέει τη μετανάστευση με το Δημογραφικό.

Οπως σχολιάζει ο καθηγητής Πολιτειολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Δημήτρης Χριστόπουλος: «Η μείωση ή η αύξηση του πληθυσμού είναι συνάρτηση γεννήσεων, θανάτων και μεταναστευτικού ισοζυγίου. Οσο γεννιούνται λιγότεροι από αυτούς που πεθαίνουν, τόσο η μόνη ελπίδα πληθυσμιακής ενίσχυσης είναι η μετανάστευση. Αυτά δεν είναι ιδέες· είναι απλά μαθηματικά». Η επισήμανσή του υπενθυμίζει μια σκληρή αλήθεια: χωρίς τη συμβολή της μετανάστευσης, η χώρα μας δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει τις απώλειες πληθυσμού που καταγράφονται κάθε χρόνο. Ωστόσο, η δημόσια συζήτηση εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το ζήτημα αποσπασματικά, εγκλωβισμένη σε φόβο και αποτροπή. «Στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ οργανωμένη πολιτική ένταξης», συνεχίζει ο Δ. Χριστόπουλος. «Υπήρξαν κοινωνικές δυναμικές που ενσωμάτωναν de facto τους μετανάστες. Αντί όμως να αξιοποιήσουμε αυτές τις δυναμικές, συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε τη μετανάστευση ως απειλή». Το παράδειγμα που φέρνει είναι χαρακτηριστικό: «Από το 2010 και μετά δόθηκε ιθαγένεια στη λεγόμενη δεύτερη γενιά, δηλαδή στα παιδιά μεταναστευτικής καταγωγής που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν εδώ. Η τότε αντιπολίτευση αντέδρασε έντονα, σήμερα όμως έχει αναγκαστεί να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα, έστω κι αν προσπαθεί να τη “ροκανίσει” με γραφειοκρατικά εμπόδια. Αυτό δείχνει πόσο δύσκολα προχωρεί η χώρα σε μια οργανωμένη στρατηγική ένταξης».

Η αντιμετώπιση της κρίσης απαιτεί ολοκληρωμένο σχέδιο: από στήριξη στη στέγαση και τα εισοδήματα μέχρι πολιτικές ένταξης και κοινωνικής συνοχής. Χρειάζονται μέτρα που θα ενισχύσουν τις οικογένειες, θα επιτρέψουν στους νέους να αποκτήσουν τον αριθμό παιδιών που επιθυμούν και θα αξιοποιήσουν τη δυναμική της μετανάστευσης ως ευκαιρία, όχι ως απειλή. Οπως καταλήγει ο Δ. Χριστόπουλος: «Η κοινωνική συνοχή δεν είναι παιχνιδάκι. Αν το μόνο που κάνεις είναι να ταλαιπωρείς τους ανθρώπους, αυτό θα γυρίσει μπούμερανγκ. Η μετανάστευση είναι μια πραγματικότητα που, αν τη διαχειριστείς με ευθύνη και ανθρωπιά, μπορεί να σου δώσει καλά πράγματα».

Η Ελλάδα έχει μπροστά της μια δύσκολη επιλογή: είτε θα συνεχίσει με ημίμετρα, αφήνοντας τη γήρανση και τη μείωση του πληθυσμού να καθορίσουν το μέλλον της, είτε θα επενδύσει σε νέα στρατηγική που θα βλέπει τη μετανάστευση και την οικογένεια ως πυλώνες ανανέωσης. Το στοίχημα δεν αφορά μόνο αριθμούς· αφορά την ίδια την επιβίωση της κοινωνίας όπως τη γνωρίζουμε.