
Απάντηση στο άρθρο του πρώην υπουργού Τάσου Γιαννίτση στα «ΝΕΑ», στο οποίο διατυπώνονται ερωτήματα για την απότομη αύξηση του σκέλους «αποθέματα» στο ΑΕΠ του 2024 και του πρώτου εξαμήνου του 2025 και για την πραγματική πορεία της οικονομίας αφήνοντας υπόνοιες για «greek statistics» έδωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) κάνοντας λόγο για «εσφαλμένα συμπεράσματα, τα οποία βασίζει σε αναληθείς παραδοχές». Το άρθρο, όπως αναφέρει η ΕΛΣΤΑΤ «δημιουργεί θόρυβο με λανθασμένα στοιχεία και στη βάση αναληθών παραδοχών» και «παραγνωρίζει το ευρωπαϊκό πλαίσιο, τον κύκλο εκτιμήσεων, τον ρόλο των αποθεμάτων και τους ελέγχους ποιότητας».
«Αυτό που έχει υποστηριχθεί είναι άστοχο και εθνικά επικίνδυνο» σχολίασε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κωστής Χατζηδάκης (ΕΡΤ) για να προσθέσει ότι «η ΕΛΣΤΑΤ λειτουργεί με πολύ αυστηρούς κανόνες από την περασμένη δεκαετία και σε απόλυτη συνεργασία με την Eurostat».
Η απάντηση της ΕΛΣΤΑΤ
Η ΕΛΣΤΑΤ στην εκτενή ανακοίνωσή της για το άρθρο του Τάσου Γιαννίτση πέραν των τεχνικών απαντήσεων επισημαίνει τα εξής: Η πρώτη εκτίμηση του ΑΕΠ 2024 δημοσιεύθηκε στις 7 Μαρτίου 2025 και, όπως και όλες οι προηγούμενες, έχει επικυρωθεί από τη Eurostat. Είναι αρχική εκτίμηση και βασίζεται στο άθροισμα των τριμηνιαίων αποτελεσμάτων. Η οριστική εκτίμηση είναι προγραμματισμένη να δημοσιευθεί στις 16 Οκτωβρίου 2025.
Για την παραγωγή του ΑΕΠ αξιοποιούνται οι βέλτιστες διαθέσιμες πηγές παραγωγής και δαπάνης. Η ΕΛΣΤΑΤ ακολουθεί τη διεθνή πρακτική και εφαρμόζει τα εγχειρίδια της Eurostat1 και του ΟΟΣΑ2. Η σύμπτωση του μεγέθους του ΑΕΠ με τις δύο μεθόδους παραγωγής και δαπάνης θα μπορούσε να παρατηρηθεί μόνο σε ένα ιδανικό θεωρητικό επίπεδο, καθώς προϋποθέτει σύμπτωση χρονισμού και πληρότητας των αντίστοιχων πηγών.
Ο Τάσος Γιαννίτσης έχει διατελέσει υπουργός σε περιόδους όπου το ΑΕΠ της Ελλάδας καταρτιζόταν στο ίδιο ευρωπαϊκό πλαίσιο αρχών και μεθόδων και δεν τύγχανε του επιπέδου αναγνώρισης που έχει σήμερα. Είναι, επομένως, τουλάχιστον περίεργη η επιλογή να αμφισβητήσει τη θεσμική αρχιτεκτονική των εθνικών λογαριασμών για πρώτη φορά το έτος 2025, δηλαδή σε εποχή όπου για πρώτη φορά η Ελλάδα δεν έχει ούτε μία επιφύλαξη στα στοιχεία του ΑΕΠ της και η εξωτερική αναγνώριση του κύρους της από τους ομότιμους της στην Ευρωπαϊκή Ενωση και διεθνώς είναι αναμφισβήτητη. Ακόμα πιο περίεργο είναι το γεγονός ότι επέλεξε να σχολιάσει ένα τόσο σοβαρό τεχνικό θέμα με εμφανή έλλειψη σαφούς γνώσης του συστήματος, των πηγών και του κύκλου εκτιμήσεων, χωρίς καν να θέσει το ερώτημα στην ΕΛΣΤΑΤ για διευκρινίσεις πριν προβεί στη δημοσίευση του άρθρου. Η κριτική είναι ευπρόσδεκτη και αποτελεί μέσο βελτίωσης, προϋπόθεση όμως της κριτικής είναι να βασίζεται σε αληθείς τεχνικές παραδοχές. Διαφορετικά είναι είτε λάθος που οφείλεται σε άγνοια, είτε εσκεμμένη απόπειρα δυσφήμισης. Το γεγονός ότι το έτος 2025, διακινούνται με τέτοια ελαφρότητα θεωρίες συνωμοσίας περί παραγωγής greek statistics από την ΕΛΣΤΑΤ, είναι στην καλύτερη περίπτωση θλιβερό.
Η ΕΛΣΤΑΤ εφαρμόζει ενιαίες, δεσμευτικές μεθόδους, διαβιβάζει και δημοσιεύει στοιχεία κατόπιν επικύρωσης και ελέγχεται συστηματικά σε βάθος, όπως γίνεται και για όλα τα κράτη μέλη. Η δημόσια συζήτηση για την οικονομία είναι απαραίτητη και χρήσιμη όταν βασίζεται σε δεδομένα. Όχι σε ανέλεγκτες υποψίες, υπονοούμενα και συνωμοσιολογία.
… και το σχόλιο του Γιαννίτση για το άρθρο του στα «ΝΕΑ»
Σχετικά με το θέμα: «Ερωτήματα για τους Εθνικούς Λογαριασμούς και την πραγματική πορεία της οικονομίας μας». Τάσος Γιαννίτσης (18/9/2025)
Στις 13 Σεπτεμβρίου δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» άρθρο μου με τον παραπάνω τίτλο, για το οποίο η ΕΛΣΤΑΤ εξέδωσε ανακοίνωση Τύπου. Το κεντρικό ερώτημα του άρθρου μου είχε δύο σκέλη:
Πρώτον, τεχνικά, γιατί σημειώθηκε μια απότομη και μεγάλη μεταβολή στα «αποθέματα» το 2024, και
Δεύτερον, ουσιαστικά, «τι ακριβώς συμβαίνει με τις στατιστικές για το θέμα αυτό».
Η ΕΛΣΤΑΤ δημοσίευσε εκτενές κείμενο για τις μεθοδολογίες που ακολουθούνται. Κανένα πρόβλημα με αυτές. Όμως, το ερώτημα πώς εξηγείται – με όποια διαδικασία – η τόσο απότομη αυξητική μεταβολή στο μέγεθος «αποθέματα» για το 2024 δεν απαντάται καθόλου. Ποιες μεταβλητές αυξήθηκαν τόσο πολύ και πώς εξηγείται οικονομικά; Όταν σημειώνονται τέτοιες μεταβολές, αναζητά κανείς εξηγήσεις. Η απάντηση δεν είναι οι διαδικασίες που ακολουθούνται.
Στο άρθρο μου αναφέρεται ότι τα «αποθέματα» ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ευρωζώνη είναι σχεδόν μηδενικά, κάτι που η ανακοίνωση ΕΛΣΤΑΤ αναφέρει «δεν ισχύει». Στον πίνακα της Eurostat με τίτλο «GDP and main components» (ΑΕΠ και βασικές συνιστώσες του) για το 2023 και 2024 (δημοσίευση 1/7/2025) φαίνεται ότι στην ευρωζώνη, για τα έτη αυτά η σχέση «αποθέματα/ΑΕΠ» ήταν 0,4% και 0% αντίστοιχα. Υπάρχουν διαφορετικές στατιστικές; Πάντως το «δεν ισχύει» δεν ισχύει.
Στην ανακοίνωση αναλύεται το αν πρέπει να δει κανείς τα αποπληθωρισμένα στοιχεία ή οι τρέχουσες τιμές. Και τα δύο δημοσιεύονται από την ΕΛΣΤΑΤ. Αν θεωρεί ότι είναι λάθος να στηρίζεται κανείς σε κάποιο από αυτά, γιατί το δημοσιεύει χωρίς σχόλια; Και, πάντως, όσα αναφέρονται, αφορούν κάθε χρονιά, και, αναλογικά, κάθε χώρα. Η μεγάλη-απότομη διαφορά δημιουργεί το ερώτημα. Να σημειώσω, ότι η χρήση (στην ανακοίνωση ΕΛΣΤΑΤ) της λέξης «ανωμαλία» δεν υπάρχει στο κείμενο του άρθρου μου.
Με όλα αυτά, αν ξαναρωτήσω, μήπως το τόσο μεγάλο χάσμα με όποια μεθοδολογία θα έπρεπε να εξηγηθεί, κινδυνεύω να επικριθώ ξανά (όπως στην ανακοίνωση) για εσκεμμένη απόπειρα δυσφήμησης (είναι απειλή;) – εγώ που στις δημοσιεύσεις μου έχω αναφερθεί αμέτρητες φορές σε στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας – ή για «ελαφρότητα», «υπονοούμενα» ή «θεωρίες συνωμοσίας». Οι ερωτήσεις φαίνεται ότι υπονομεύουν!!! Μήπως όμως το στυλ των μη-απαντήσεων αντί οι ερωτήσεις οι ίδιες είναι που υπονομεύει; Όταν υπάρχουν θέματα, με τις κατάλληλες εξηγήσεις – και χωρίς τους ανοικτούς ή υπονοούμενους χαρακτηρισμούς για το πρόσωπό μου ή εκνευρισμούς, επειδή τόλμησα να ρωτήσω – όλα τα ερωτήματα λύνονται. Μια, έστω προσχηματική, ευπρέπεια στον διάλογο, μπορεί να ξεφεύγει από τις συνήθεις πρακτικές, αλλά δεν βλάπτει.