Η «χρυσή φούσκα» του ΝΒΑ

Το ΝΒΑ ζει μια νέα, «χρυσή εποχή» – αλλά όχι εντός παρκέ. Η τελευταία πράξη σε αυτό το οικονομικό θρίλερ παίχτηκε με την πώληση των Portland Trail Blazers σε επενδυτικό όμιλο υπό την ηγεσία του επιχειρηματία Τομ Ντάντον (ιδιοκτήτη των Carolina Hurricanes του NHL) έναντι άνω των 4 δισ. δολαρίων. Πρόκειται για μια συναλλαγή-ορόσημο που έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά από εξαγορές-ρεκόρ, σε μια περίοδο όπου οι αξίες των ομάδων της λίγκας έχουν εκτοξευθεί και ο ανταγωνισμός μεταφέρεται πλέον και στο πεδίο της… Wall Street.

Οι Blazers ανήκαν από το 1988 στον συνιδρυτή της Microsoft, Πολ Αλεν, ο οποίος τους είχε αποκτήσει έναντι «μόλις» 70 εκατ. δολαρίων. Μετά τον θάνατό του το 2018, η αδελφή του Τζόντι διαχειριζόταν τόσο τους Blazers όσο και τους Seattle Seahawks (NFL), όπως προέβλεπε η διαθήκη του. Η απόφαση να πουληθεί η ομάδα ήρθε καθώς οι κληρονόμοι διαπίστωσαν ότι η αγορά βρίσκεται στο απόγειο μιας άνευ προηγουμένου «φούσκας» αποτιμήσεων.

Απανωτές «βόμβες»

Η υπόθεση των Blazers δεν είναι μεμονωμένη. Μόλις τρεις μήνες νωρίτερα, η οικογένεια Μπας πούλησε το πλειοψηφικό πακέτο των Los Angeles Lakers στον δισεκατομμυριούχο Μαρκ Γουόλτερ (επικεφαλής του ομίλου Guggenheim Partners) με αποτίμηση 10 δισ. δολαρίων – ποσό-ρεκόρ όχι μόνο για το ΝΒΑ αλλά και για οποιοδήποτε αμερικανικό αθλητικό κλαμπ. Ο θρυλικός πατριάρχης Τζέρι Μπας είχε αποκτήσει το 1979 τους Lakers, τους Los Angeles Kings του NHL και το στάδιο Forum έναντι 67,5 εκατ. δολαρίων· το τεράστιο άλμα στην αξία καταδεικνύει την εντυπωσιακή εμπορική δυναμική του ΝΒΑ τα τελευταία χρόνια.

Και αυτή η συμφωνία ακολούθησε άλλη μία «βόμβα»: την πώληση των Boston Celtics από την οικογένεια Γκράουσμπεκ και τον επιχειρηματία Μπιλ Τσίσολμ έναντι 6,1 δισ. δολαρίων. Οι Γκράουσμπεκ είχαν αγοράσει τη θρυλική ομάδα το 2002 με 360 εκατομμύρια και τώρα αποκόμισαν υπερπολλαπλάσια κέρδη. Η μεταβίβαση των Lakers μάλιστα ξεπέρασε το ρεκόρ των Celtics μέσα σε διάστημα λίγων μηνών, φανερώνοντας τον επενδυτικό «πυρετό» που έχει καταλάβει τη λίγκα.

Στην ίδια τάση εντάσσονται και οι Minnesota Timberwolves (μαζί με τις Lynx του WNBA), οι οποίοι πωλήθηκαν φέτος οριστικά στους Μαρκ Λορ και Αλεξ Ροντρίγκεζ, ύστερα από δικαστική διαμάχη με τον πρώην ιδιοκτήτη Γκλεν Τέιλορ που θεωρούσε πως η αρχική συμφωνία του 1,5 δισ. δολαρίων του 2021 υποτιμούσε την αξία τους. Στα προηγούμενα χρόνια είχαν προηγηθεί και άλλες ηχηρές πωλήσεις: οι Phoenix Suns άλλαξαν χέρια το 2023 με αποτίμηση 4 δισ. δολ., οι Dallas Mavericks με 3,8 δισ. και οι Charlotte Hornets με 3 δισ. δολάρια.

Πολλαπλές συγκυρίες

Πίσω από αυτή την έκρηξη αξιών δεν κρύβεται ένας μόνο παράγοντας, αλλά ένα μείγμα συγκυριών που δημιούργησαν ένα «ιδανικό καταιγιστικό τοπίο» για πωλήσεις. Καταρχάς, το νέο τηλεοπτικό συμβόλαιο-μαμούθ του ΝΒΑ με γίγαντες όπως η Amazon, η Disney και η NBC, συνολικού ύψους 76 δισ. δολαρίων, εκτόξευσε τις μελλοντικές προσδοκίες εσόδων για τις ομάδες. Παράλληλα, το νέο συλλογικό συμβόλαιο εργασίας (CBA) εισήγαγε αυστηρότερους δημοσιονομικούς περιορισμούς, με αποκορύφωμα τον περιβόητο «second apron» που τιμωρεί τους μεγάλους προϋπολογισμούς και κάνει πολύ ακριβό το να διατηρείς ρόστερ γεμάτα αστέρες. Αυτό οδήγησε αρκετούς ιδιοκτήτες να εκτιμήσουν πως είναι πιο συμφέρον να πουλήσουν τώρα που οι αποτιμήσεις είναι στο ζενίθ.

Σημαντικό ρόλο παίζει και η επικείμενη επέκταση της λίγκας, με τις πόλεις του Λας Βέγκας και του Σιάτλ να θεωρούνται φαβορί. Μια τέτοια κίνηση θα φέρει δεκάδες δισεκατομμύρια από τα λεγόμενα «entry fees», ποσά που θα μοιραστούν μεταξύ των υπαρχουσών ομάδων. Η προοπτική αυτή καθιστά ακόμη πιο ελκυστική την είσοδο νέων επενδυτών, που σπεύδουν να αποκτήσουν μερίδια πριν ανέβουν ακόμη περισσότερο οι τιμές.

Ενδεικτικό της νέας εποχής είναι και το νέο προφίλ ιδιοκτητών που αναδύεται: όχι πια οι παραδοσιακοί μοναδικοί ισχυροί άνδρες, αλλά σύνθετα επενδυτικά κονσόρτσιουμ με ισχυρή χρηματοδότηση από funds και διεθνή κεφάλαια. Οι Γουόλτερ και Τσίσολμ, που απέκτησαν Lakers και Celtics αντίστοιχα, ενσαρκώνουν αυτό το νέο υπόδειγμα, όπου η εταιρική λογική υπερισχύει του προσωπικού πάθους για την ομάδα.

Η «χρυσή φούσκα» που διαμορφώνεται στο ΝΒΑ έχει διπλή όψη: από τη μία δείχνει τη ραγδαία εμπορική ανάπτυξη και την τεράστια παγκόσμια απήχηση του πρωταθλήματος, από την άλλη όμως δημιουργεί ερωτήματα για το μέλλον της ανταγωνιστικότητας, καθώς η αύξηση των τιμών και του κόστους λειτουργίας μπορεί να δυσκολέψει μικρότερες αγορές να παραμείνουν βιώσιμες. Προς το παρόν, πάντως, οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: το ΝΒΑ βρίσκεται στο αποκορύφωμα της οικονομικής του ισχύος – και η επόμενη σεζόν ίσως φέρει νέες ιστορικές συμφωνίες που θα ανεβάσουν τον πήχη ακόμη ψηλότερα.