
Αν ο μίνιμουμ στόχος ενός ελληνοτουρκικού τετ α τετ κορυφής, ύστερα από έναν χρόνο συνεχών αναβολών ή απουσίας σχετικού προγραμματισμού, ήταν να εκπεμφθεί κοινό μήνυμα για την πορεία του διαλόγου Αθήνας – Άγκυρας στους επόμενους μήνες, τότε η ακύρωση στέλνει από μόνη της διαφορετικό μήνυμα, βαραίνοντας την ατμόσφαιρα. Τα «ήρεμα νερά» μετατρέπονται – το λιγότερο – σε αχαρτογράφητα και τα ερωτήματα πληθαίνουν με κυρίαρχο το αν η ανατροπή της Νέας Υόρκης αποτελεί τροχιοδεικτική βολή, σηματοδοτώντας ότι η ελεγχόμενη ένταση της τελευταίας περιόδου απειλεί να οδηγήσει σε κύκλο αναταράξεων. Κι αυτό με δεδομένο ότι σταθερός στόχος της Αθήνας είναι να υπάρχουν δίαυλοι αποτροπής κρίσεων. Από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησε ευθέως άρση του casus belli, αναδιαμορφώνοντας τα δεδομένα. «Η Ελλάδα θέλει διάλογο και ειρηνική συνύπαρξη», είπε αρχικά και αφού τόνισε ότι η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας είναι η μόνη διαφορά, σημείωσε: «Η Τουρκία πρέπει να άρει την απειλή πολέμου. Δεν έχει χώρο στις σχέσεις μεταξύ γειτόνων. Να ακολουθήσουμε τη γλώσσα της διπλωματίας, όχι των όπλων». Ο Πρωθυπουργός κάρφωσε τις αναθεωρητικές βλέψεις κάποιων ηγετών και αναφέρθηκε στον ρόλο της Ελλάδας ως σταθερού και αξιόπιστου εταίρου «σε μια τρικυμιώδη περιοχή», επισημαίνοντας ότι «δεν είμαστε αφελείς, επενδύουμε άνω του 3% του ΑΕΠ στην άμυνα». Για τη Γάζα είπε ότι δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τη συνέχιση του πολέμου: «Έχουμε στρατηγική σχέση με το Ισραήλ, αλλά δεν μας εμποδίζει να μιλάμε ειλικρινά: τους λέω ότι υπάρχει κίνδυνος να απομακρυνθούν από όλους τους συμμάχους τους».
Στο μεταξύ, επιχειρείται αποκωδικοποίηση του τριπλού αιφνιδιασμού στη Νέα Υόρκη: με το ξαφνικό, διπλωματικά άκομψο αίτημα της τουρκικής πλευράς στην ελληνική αποστολή για αναβολή του ραντεβού – «απολύτως κανονισμένου» σύμφωνα με την επίμονη ελληνική θέση -, πέντε ώρες προτού ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα μετέβαινε στο «Σπίτι της Τουρκίας» στο Μανχάταν, με τη ματαίωση της συνάντησης, με τις τοποθετήσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν από το βήμα του ΟΗΕ.
Ο τούρκος πρόεδρος έχοντας εξασφαλίσει το πρώτο δυνατό στιγμιότυπο επί αμερικανικού εδάφους (διότι ακολούθησε και η βαρυσήμαντη επίσκεψή του στον Λευκό Οίκο), δηλαδή τη «συμπροεδρία» με τον Ντόναλντ Τραμπ στη διάσκεψη με ηγέτες του αραβικού και του μουσουλμανικού κόσμου, ξεδίπλωσε τις τουρκικές επιδιώξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, φωτογραφίζοντας Αθήνα και Λευκωσία. Εξού και μια πρώτη ανάγνωση των εξελίξεων έδειχνε σε διάθεση προβολής ισχύος της Άγκυρας έναντι της Αθήνας ενώ στοχευμένες διαρροές στον τουρκικό Τύπο (της «Milliyet» που χρέωσε στην Ελλάδα παραβίαση της συμφωνίας να μη διαρρεύσει πρόωρα το ραντεβού και άλλων δημοσιευμάτων που έλεγαν ότι η συνάντηση θα γινόταν σε «βαρύ κλίμα» ή ότι δεν ήταν στις προτεραιότητες του Ερντογάν) προκάλεσαν εκνευρισμό στην ελληνική πλευρά. Στο παρασκήνιο ξεδιπλώνονταν νέες εκτιμήσεις. Η πραγματική ενόχληση της Άγκυρας να ήρθε επειδή η Αθήνα επικοινώνησε την ατζέντα, φέρνοντας στο προσκήνιο τα μείζονα ζητήματα – όσα ο Ερντογάν δεν θα ήθελε στο τραπέζι, όπως συζητείται στο εσωτερικό με πολλούς να βλέπουν «τακτικισμό Τουρκίας», προτού βρεθεί στην Ουάσιγκτον: την άρση του casus belli, ειδάλλως βέτο στην είσοδο της Άγκυρας στο ευρωπαϊκό SAFE και τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις. Τα αγκάθια μεγαλώνουν ανάμεσα στις δύο πλευρές του Αιγαίου, όχι μόνο γιατί δεν επιβεβαιώθηκε η δέσμευση για διάλογο στο ανώτατο επίπεδο, αλλά επιπλέον γιατί πρέπει να αναζητηθούν άμεσα δύσκολες απαντήσεις.
Το σενάριο της Κοπεγχάγης
Μπορεί η Αθήνα, επιχειρώντας σε πρώτη φάση να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, να παραπέμπει σε μελλοντικές ευκαιρίες ελληνοτουρκικού διαλόγου, ωστόσο αφενός δεν θέλει να δείξει ότι λειτουργεί ως επισπεύδουσα (με τα λόγια του Παύλου Μαρινάκη, ο διάλογος δεν είναι αυτοσκοπός «και αν ενοχλεί η ενεργητική πολιτική μας, δεν θα γίνεται διάλογος»), αφετέρου μένει κλειστό το παράθυρο της επόμενης εβδομάδας. Εκείνο που θεωρητικώς θα μπορούσε να ανοίξει στην Κοπεγχάγη με αφορμή τη σύνοδο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας στις 2 Οκτωβρίου, ύστερα από το άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (1 Οκτωβρίου) που έχει στην ατζέντα και την ευρωπαϊκή άμυνα. Ο Ερντογάν δεν συμμετέχει πάντα στη συγκεκριμένη σύνοδο και δεν έχει επιβεβαιώσει το «παρών» του. Επόμενο ορόσημο ο Νοέμβριος, όταν τα κράτη μέλη της ΕΕ κληθούν να υποδείξουν τις κοινοπραξίες για τα δάνεια του SAFE – με Ελλάδα, Κύπρο και Γαλλία σε μέτωπο «μπλόκου» της Τουρκίας. Κομβικής σημασίας είναι η πορεία της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου (Great Sea Interconnector-GSI), ύστερα από τις τριβές Αθήνας – Λευκωσίας, την ευρωπαϊκή εμπλοκή και τελικά το σινιάλο Μητσοτάκη – Νίκου Χριστοδουλίδη για «προσήλωση στο στρατηγικής σημασίας πρότζεκτ». Στο φόντο ωστόσο υπάρχουν η ερντογανική αποστροφή «δεν θα ευοδωθούν» δίχως την Τουρκία έργα στην Ανατολική Μεσόγειο και το μητσοτακικό «c’ est la vie» (έτσι είναι η ζωή) «αν κάποιες φορές η Τουρκία δυσφορεί».
Στο εσωτερικό η αντιπαράθεση θα μεταφερθεί στη Βουλή στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου. Αναζητώντας επικοινωνιακή ρελάνς ο Πρωθυπουργός ζήτησε ειδική συνεδρίαση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών για την εξωτερική πολιτική με αιχμή τα ελληνοτουρκικά, ενώ στον απόηχο των δεσμεύσεων Τραμπ που εξασφάλισε ο Ερντογάν, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος σχολίασε (Σκάι 100,3) ότι στην Ελλάδα είναι «εξασφαλισμένα όσα είναι ζητούμενα για την Τουρκία».