
Σημαντικές αλλαγές στον χάρτη του ΕΣΥ προλογίζει το κάλεσμα του υπουργείου Υγείας προς τους διοικητές για κατάθεση τεκμηριωμένων προτάσεων, που θα αναμορφώσουν τους οργανισμούς λειτουργίας των νοσοκομείων. Υπό τις εξελίξεις αυτές οι εργαζόμενοι κρατούν στάση αναμονής, εκφράζοντας έντονη ανησυχία για συγχωνεύσεις και λουκέτα σε κλινικές και τμήματα που μοιραία θα οδηγήσουν σε περαιτέρω συρρίκνωση των υπηρεσιών αλλά και των μόνιμων θέσεων.
Η νέα εντολή που δόθηκε στους διοικητές των νοσοκομείων έχει προθεσμία έως 30 Νοεμβρίου, με την ηγεσία στην οδό Αριστοτέλους να αναμένει έως τότε τις σχετικές εισηγήσεις «με πλήρη τεκμηρίωση και λαμβάνοντας υπόψη το δημοσιονομικό πλαίσιο». Στόχος είναι, όπως διευκρινίζεται, οι ανανεωμένοι οργανισμοί (που, σημειωτέον, καθορίζουν τη διοικητική διάρθρωση των νοσοκομείων, τις οργανικές μονάδες, τις θέσεις προσωπικού και τον τρόπο λειτουργίας τους εν γένει) να «κουμπώνουν» στις σύγχρονες ανάγκες και να συμβαδίζουν με τις εξελίξεις στην Ιατρική.
Κλινικές-«φαντάσματα»
Αποτελεί άλλωστε κοινή παραδοχή πως το σύνολο των υφιστάμενων οργανισμών των νοσοκομείων είναι παρωχημένο και διαμορφωμένο βάσει των ασφυκτικών περιορισμών της περιόδου των μνημονίων, χωρίς έκτοτε οι τεχνοκράτες να έχουν προχωρήσει σε διορθωτικές κινήσεις. Στο μεταξύ όμως, όπως σημειώνει ο ΩΡΛ στο νοσοκομείο Αττικόν και πρόεδρος της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας Πειραιά (ΕΙΝΠΑ), Γιώργος Σιδέρης, έχουν ιδρυθεί κλινικές-«φαντάσματα» δεδομένου πως απουσιάζουν από τους ισχύοντες οργανισμούς. Για παράδειγμα, σε αυτό το καθεστώς λειτουργούν η Οφθαλμολογική και η Θωρακοχειρουργική Κλινική στο νοσοκομείο της Νίκαιας.
«Εφόσον διορθωθούν τέτοιου τύπου “κακοτεχνίες” και υπό την προϋπόθεση ότι μέσω της κατάρτισης των νέων οργανισμών θα προκύψουν οι πραγματικές ανάγκες σε γιατρούς και νοσηλευτές, τότε είναι πιθανόν να λυθούν υπαρκτά προβλήματα. Και σε αυτή την προσπάθεια θα θέλαμε να συμβάλουμε» σημειώνει ο ίδιος. Επειτα προσθέτει με νόημα: «Εάν όμως κριτήριο για τη στελέχωση των κλινικών είναι οι πληρότητες και ο αριθμός κλινών, τότε θα προκύψουν σθεναρές διαφωνίες».
Ενδεικτικά αναφέρει ειδικότητες όπως είναι η Αλλεργιολογία και η Οφθαλμολογία, καθώς στις συγκεκριμένες κλινικές η διακίνηση των περιστατικών γίνεται γρήγορα. «Στις περιπτώσεις αυτές, ένα από τα κριτήρια που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, λ.χ., είναι τα ιατρεία που υποστηρίζονται και συνεπακόλουθα οι εξωτερικοί ασθενείς που εξυπηρετούνται».
Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα καταγράφονται 6.000 κενές θέσεις γιατρών στο ΕΣΥ, ενώ η «μαύρη τρύπα» των νοσηλευτών αριθμεί περισσότερες από 10.000 ελλείψεις. Κι όμως, οι εκπρόσωποι της «ραχοκοκαλιάς» του συστήματος επιμένουν ότι οι ελλείψεις είναι πολλαπλάσιες εάν συνυπολογιστούν οι υπηρεσίες που αναπτύχθηκαν μεταγενέστερα των οργανισμών. «Εάν λοιπόν το ζητούμενο του υπουργείου Υγείας είναι να “χωρέσει” τους οργανισμούς που θα προκύψουν στις δημοσιονομικές προβλέψεις, τότε εγκυμονεί ο κίνδυνος περικοπών μόνιμων θέσεων, συγχωνεύσεων κλινικών, μονάδων, πιθανώς και ολόκληρων νοσοκομείων» συμπληρώνει ο κ. Σιδέρης.
Υπό τις εξελίξεις αυτές σε αναβρασμό βρίσκονται και οι τοπικές κοινωνίες, όπως σημειώνει από την πλευρά του ο εκπρόσωπος των εργαζομένων στο ΕΣΥ (ΠΟΕΔΗΝ), Μιχάλης Γιαννάκος. Οι φόβοι που εκφράζονται συμπυκνώνονται στο υπαρκτό σενάριο τα όσα δρομολογεί το υπουργείο Υγείας να «απολέσουν τον δευτεροβάθμιο χαρακτήρα πολλών μικρών και μεσαίων νοσοκομείων, τα οποία είναι διασυνδεόμενα με άλλα της περιοχής και να μετατραπούν σε Κέντρα Υγείας». Τα παραδείγματα που παραθέτει είναι πολλά, όπως οι δομές του Μεσολογγίου, της Κυπαρισσίας, της Κύμης και της Αμαλιάδας.
Ο ίδιος, δε, εστιάζει σε ένα ακόμα στρεβλό σημείο. «Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει, η Ελλάδα διαθέτει μόλις 3,5 νοσοκομειακές κλίνες ανά 1.000 κατοίκους, έναντι 5,3 που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ. Και παρότι έχουμε λιγότερες, ειδικά στην Περιφέρεια δεν λειτουργούν με ασφάλεια λόγω σοβαρών ελλείψεων προσωπικού». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο τόπος διαμονής του 50% των νοσηλευόμενων ασθενών στα μεγάλα νοσοκομεία είναι διακομιδές από άλλους νομούς.
Εν τω μεταξύ, οι επιστήμονες που υπηρετούν στο ΕΣΥ στέκονται και στην εκκωφαντική απουσία του κατά τα άλλα πολυδιαφημιζόμενου Χάρτη Υγείας. Και αυτό διότι θα κατέγραφε την πραγματική ζήτηση και προσφορά υπηρεσιών υγείας και θα αποτελούσε σημαντική «πυξίδα» για τις δρομολογούμενες μεταρρυθμίσεις, εντούτοις η απουσία σχετικών δεδομένων αναγκάζει τις διοικήσεις σε «αυτοσχεδιασμούς».