Κωνσταντίνος Καλυμνιός
Ανάμεσα στις πολλές αφηγήσεις που αναδύθηκαν μέσα από τη θύελλα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ελάχιστες διαθέτουν το υποδόριο πάθος και το συμβολικό βάρος της Κατίνας του Ρόαλντ Νταλ. Δημοσιευμένη τον Μάρτιο του 1944 στο Ladies’ Home Journal, την ώρα που ο κόσμος ακόμη αιμορραγούσε από τον πόλεμο, η ιστορία αυτή πηγάζει από τις προσωπικές εμπειρίες του Νταλ, Νορβηγικής καταγωγής και Βρετανικής υπηκοότητας, γνωστού παιδικού συγγραφέα που σφράγισε τη λογοτεχνία του 20ού αιώνα. Την άνοιξη του 1941 υπηρέτησε ως πιλότος της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας στην Ελλάδα. Ήταν μια εποχή βαθιάς απογοήτευσης και ιστορικής κατάρρευσης: η γερμανική εισβολή είχε καταπνίξει την ελληνική αντίσταση, η κυβέρνηση είχε φύγει στην εξορία και οι συμμαχικές δυνάμεις υποχωρούσαν χαοτικά. Και μέσα από αυτό το τοπίο της ερήμωσης, ο Νταλ συνέλαβε μια αφήγηση που υπερβαίνει την απλή πολεμική ιστορία. Στο επίκεντρο δεν βρίσκεται μια μάχη ούτε ένας στρατηγός, αλλά ένα παιδί, η μικρή ορφανή Κατίνα, που με τη γροθιά της υψωμένη προς τον ουρανό, μέσα στα ερείπια της πατρίδας της, συμπυκνώνει την άκαμπτη ψυχή ενός λαού που δεν δέχεται να γονατίσει.
Το έργο αυτό δεν ανήκει στο γνώριμο ύφος του Νταλ, με το καυστικό του χιούμορ και την ειρωνεία του. Πρόκειται για μια λιτή και βαθιά πένθιμη αφήγηση, διαποτισμένη από έναν θαυμασμό βαθιά ανθρώπινο και ειλικρινή. Η πηγή του είναι βιωματική: την άνοιξη του 1941 ο Νταλ συμμετείχε στις επιχειρήσεις της Μοίρας 80 της RAF στο ελληνικό μέτωπο, οι οποίες κορυφώθηκαν με τη Μάχη των Αθηνών στις 20 Απριλίου. Είδε τον καταστροφικό βομβαρδισμό του Πειραιά, την ταχύτατη διάλυση των ελληνικών γραμμών και την αγωνιώδη αποχώρηση των συμμαχικών δυνάμεων. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον της απελπισίας, γνώρισε τους Έλληνες όχι ως μακρινούς συμμάχους αλλά ως θαρραλέους συντρόφους, που μοιράζονταν την ίδια δοκιμασία. Αυτή η εμπειρία ενέπνευσε την Κατίνα, μια μυθοπλασία που επιχειρεί να αποτυπώσει την ουσία ενός λαού ο οποίος, αν και κατακτημένος και ρημαγμένος, αρνήθηκε να υποκύψει.
Η πλοκή της ιστορίας είναι, φαινομενικά, απλή. Μια ομάδα πιλότων της RAF, εγκατεστημένη σε προκεχωρημένο αεροδρόμιο στην Ελλάδα, συναντά ένα μικρό κορίτσι, οκτώ ή εννέα ετών, να περιπλανιέται μόνο κοντά στο στρατόπεδό τους. Είναι ξυπόλυτη, κουρελιασμένη και αποπροσανατολισμένη. Το χωριό της έχει ισοπεδωθεί από τους βομβαρδισμούς, η οικογένειά της έχει σκοτωθεί και δεν της έχει απομείνει τίποτα. Οι στρατιώτες, συγκινημένοι από οίκτο, την παίρνουν υπό την προστασία τους, της προσφέρουν τροφή, ρούχα και στέγη, προσπαθώντας, με αδέξιο αλλά ειλικρινή τρόπο, να της χαρίσουν λίγη ασφάλεια και παρηγοριά. Η Κατίνα μιλά ελάχιστα, αρκετά μόνο για να εκφράσει τις πιο απλές σκέψεις. Δεν είναι όμως τα λόγια της που την καθιστούν κεντρική φυσιογνωμία στην αφήγηση, αλλά η ίδια της η παρουσία. Τους ακολουθεί στις καθημερινές τους ενασχολήσεις, παρακολουθεί τον μόχθο και τις αγωνίες τους και με τον καιρό γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους, και ακόμη περισσότερο, ο ηθικός άξονας γύρω από τον οποίο αρχίζει να περιστρέφεται ο κόσμος τους.
Η καθοριστική στιγμή της αφήγησης κορυφώνεται κατά τη διάρκεια μιας σφοδρής γερμανικής αεροπορικής επιδρομής. Καθώς οι βόμβες σκίζουν τον ουρανό και οι άνδρες σπεύδουν στις θέσεις τους, η Κατίνα βγαίνει από το καταφύγιο, μικροσκοπική και άοπλη, και υψώνει τη γροθιά της προς τα πάνω. Φωνάζει κάτι, μα τα λόγια δεν έχουν σημασία. Εκείνο που μετρά είναι η πράξη καθαρή και ακατέργαστη, μια αυθόρμητη έκρηξη αντίστασης. Είναι η πράξη ενός παιδιού που έχει χάσει τα πάντα, όμως αρνείται να λυγίσει. Διακηρύσσει πως, όσο συντριπτική κι αν είναι η δύναμη του εχθρού, η θέληση εκείνων που αντιστέκονται δεν μπορεί ποτέ να καταπατηθεί.
Σε εκείνη τη στιγμή η Κατίνα παύει να είναι απλώς ένας χαρακτήρας της αφήγησης και μεταμορφώνεται σε σύμβολο. Οι πιλότοι, παρά την εκπαίδευση και την τεχνολογία τους, δεν μπορούν να ανακόψουν την προέλαση του εχθρού. Δεν είναι σε θέση να αποτρέψουν την πτώση της Ελλάδας ούτε να εγγυηθούν τη δική τους σωτηρία. Οι προσπάθειές τους να την προστατεύσουν, όσο ειλικρινείς κι αν είναι, αποδεικνύονται μάταιες. Εδώ ο Νταλ ανατρέπει την κλασική αποικιοκρατική αφήγηση: οι άνδρες που εκπροσωπούν μια παγκόσμια αυτοκρατορία, η οποία κάποτε πίστευε ότι μπορούσε να διαμορφώσει τις τύχες άλλων λαών, μένουν τώρα ανήμποροι. Η αυτοκρατορική αποστολή καταρρέει μπροστά στη βιαιότητα της φασιστικής επίθεσης και, ακόμη περισσότερο, μπροστά στην ακλόνητη αποφασιστικότητα εκείνων που θεωρούσαν ότι θα έσωζαν.
Η Κατίνα, παρότι στερημένη από κάθε απτό στήριγμα ισχύος, ενσαρκώνει τη μόνη εξουσία που παραμένει αλώβητη στον χρόνο: τη δύναμη της άρνησης. Η υψωμένη της γροθιά ανατρέπει την ηθική ισορροπία της αφήγησης. Η αυτοκρατορική ισχύς, που άλλοτε παρουσιαζόταν ως προστάτιδα, καταντά αδύναμος παρατηρητής, ενώ εκείνοι που υπέστησαν την καταπίεση αναδύονται μέσα από τα ερείπια ως οι αυθεντικοί φορείς της ιστορικής συνέχειας. Μέσα από αυτή την ανατροπή, ο Νταλ προαναγγέλλει το τέλος της αποικιοκρατικής αυταπάτης, φανερώνοντας ότι οι πραγματικοί δημιουργοί της Ιστορίας δεν είναι οι ισχυροί, αλλά οι «μικροί άνθρωποι», αυτοί που αντέχουν και επιμένουν να υπάρχουν.
Η πολεμική λογοτεχνία έχει συχνά επιστρατεύσει τη μορφή του μικρού κοριτσιού ως σύμβολο αθωότητας που συντρίβεται από τη βία. Η Κατίνα ανατρέπει αυτό το στερεότυπο. Δεν είναι ανήμπορη ούτε προσωποποίηση μιας χαμένης αγνότητας· είναι μια στοιχειακή δύναμη, το ζωντανό δοχείο της συλλογικής θέλησης για επιβίωση. Δεν χρειάζεται σωτηρία, γιατί ενσαρκώνει έναν λαό που αρνείται να αφανιστεί. Στο μικρό της σώμα και στην πράξη της, ο Νταλ συμπυκνώνει την ουσία ενός πολιτισμού που επέζησε εισβολών, σκλαβιάς και συμφορών επί χιλιετίες.
Η ανάγνωση αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερο βάθος όταν ενταχθεί στην ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Πολλές φορές η Ελλάδα στάθηκε αντιμέτωπη με φαινομενικά ανυπέρβλητες δυνάμεις: από τις Περσικές εκστρατείες και την Οθωμανική κυριαρχία έως τη Μικρασιατική Καταστροφή και την πείνα και τον τρόμο της Κατοχής. Κάθε φορά η δύναμη του αντιπάλου ήταν αδιαμφισβήτητη, όμως η ελληνική απάντηση παρέμενε αμετάβλητη: επιμονή, αντίσταση, άρνηση υποταγής. Η γροθιά της Κατίνας αποτελεί συνέχεια της ίδιας παρόρμησης που όπλισε τους υπερασπιστές του Μεσολογγίου, τους Σουλιώτες και τους αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Η Κατίνα ξεχωρίζει και για έναν ακόμη λόγο: αποφεύγει συνειδητά τα ανατολιστικά στερεότυπα που έχουν παραμορφώσει τη δυτική γραφή για την Ελλάδα και τα Βαλκάνια. Δεν υπάρχει ίχνος πατροναριστικού εξωτισμού ή υπονοούμενο ότι πρόκειται για καθυστερημένο τόπο που χρειάζεται καθοδήγηση. Η Ελλάδα δεν είναι σκηνικό· είναι η πρωταγωνίστρια. Οι Βρετανοί πιλότοι γίνονται δευτερεύοντες χαρακτήρες, θεατές μιας ιστορίας της οποίας το βάθος μόλις που κατανοούν.
Μέσα από αυτή την ανατροπή ο Νταλ επιτυγχάνει μια μορφή λογοτεχνικής δικαίωσης. Το παιδί , και μέσα από αυτό η Ελλάδα, δεν παρουσιάζεται ποτέ ως ανήμπορο αντικείμενο, αλλά ως υποκείμενο δράσης και αντίστασης, ενώ η αυτοκρατορική ισχύς απογυμνώνεται από τις ψευδαισθήσεις ελέγχου και ιστορικού πεπρωμένου που τη συνόδευαν. Η εικόνα της Κατίνας να υψώνει τη γροθιά της προς τους βομβαρδιστές είναι πιο ισχυρή από οποιοδήποτε όπλο: είναι η δύναμη που δεν μπορεί να καμφθεί.
Το τέλος της ιστορίας μένει μετέωρο. Καθώς οι Γερμανοί πλησιάζουν, η μονάδα της RAF λαμβάνει εντολή να αποσυρθεί. Δεν μπορούν να πάρουν την Κατίνα μαζί τους· εκείνη επιλέγει να μείνει στον τόπο της. Ο Νταλ δεν προσφέρει καμία εύκολη λύση, καμία εξιδανικευμένη εκδοχή ευτυχούς κατάληξης. Κι όμως, αυτή η έλλειψη κάθαρσης εντείνει τη δύναμη της αφήγησης. Δεν έχει σημασία η μοίρα της Κατίνας· σημασία έχει αυτό που ενσαρκώνει. Η υψωμένη της γροθιά μένει χαραγμένη στη μνήμη, ακατάλυτη.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η Κατίνα ξεχάστηκε, επισκιασμένη από τα μεταγενέστερα παιδικά αφηγήματα του Νταλ. Ωστόσο, παραμένει ένα από τα βαθύτερα λογοτεχνικά αφιερώματα στην ελληνική πολεμική εμπειρία. Αποτελεί μαρτυρία της δύναμης της αφήγησης να εκφράζει αλήθειες που οι επίσημες ιστορίες αποσιωπούν, και υπενθύμιση ότι οι ισχυρότερες πράξεις αντίστασης αναδύονται συχνά όχι από στρατηγούς ή ηγέτες, αλλά από τους πιο ευάλωτους και περιθωριοποιημένους.
Η αντιστασιακή πράξη της Κατίνας δεν είναι ένα λογοτεχνικό τέχνασμα· είναι ένα κάλεσμα που διαπερνά τον χρόνο και φτάνει ως εμάς σαν επιταγή. Μας καλεί να σταθούμε όρθιοι όταν όλα γύρω μας γκρεμίζονται, να υπερασπιστούμε με σθένος ό,τι πολύτιμο φωλιάζει μέσα μας και ό,τι αγαπάμε γύρω μας. Μας θυμίζει πως ακόμη και μέσα στα ερείπια και την πιο βαθιά απόγνωση, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια μπορεί να ορθωθεί πάνω από τα ερείπια και να διακηρύξει το δικαίωμά της στην ύπαρξη. Και πέρα από αυτό, μας καλεί να αντισταθούμε ενεργά σε κάθε μορφή φασισμού, καταπίεσης, αδικίας και αυταρχισμού, όπου κι αν εκδηλώνονται, υπερασπιζόμενοι την ελευθερία και τη δημοκρατία ως ύψιστες αξίες της ανθρώπινης ζωής. Μας αφήνει, τέλος, με μια αλήθεια που καμία ήττα, καμία βία, καμία καταστροφή δεν μπορεί να σβήσει: η Ελλάδα, πληγωμένη και ματωμένη, στέκει ακόμη ανίκητη· όπως και η αδάμαστη βούληση του ανθρώπου να ζήσει ελεύθερος, ακόμη κι όταν όλα μοιάζουν χαμένα.
The post Η ανίκητη Ελλάς και η Κατίνα appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.