
Παρότι δεν βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, τα κόμματα αναζητούν τους ψηφοφόρους που μπορούν να κάνουν τη διαφορά στα ποσοστά τους, την κρίσιμη μάζα του εκλογικού σώματος, δηλαδή. Στις δύο προηγούμενες εθνικές αναμετρήσεις αυτή ήταν οι κεντρώοι. Από το καλοκαίρι του 2023, πάλι, σε κάθε σοβαρή κρίση που αντιμετώπισε η κυβέρνηση, κάποιοι εκτίμησαν ότι η ένταση των αρνητικών συναισθημάτων της κοινής γνώμης για την «καθεστηκυία τάξη», που παρατηρήθηκε σε πολλά γκάλοπ, ενδέχεται να καταστήσει κρίσιμη την αντισυστημική ψήφο. Η δημοσκοπική εκτίναξη της Πλεύσης Ελευθερίας, π.χ., ήταν αποτέλεσμα της κατακόρυφης αύξησης του αριθμού εκείνων που δήλωναν στις εταιρείες δημοσκοπήσεων πως θέλουν να στείλουν μέσω κάλπης ένα μήνυμα στην κυβέρνηση. Σήμερα, όμως, δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο ποια από τις δύο αυτές εκλογικές κατηγορίες έχει τη δύναμη να διαμορφώσει τη λαϊκή ετυμηγορία.
Οι κυβερνώντες ποντάρουν σταθερά στην πρώτη – μια και δεν υπάρχει πιθανότητα να διεισδύσουν στη δεύτερη. Ετσι, ο Πρωθυπουργός είπε τις προάλλες στο Υπουργικό του Συμβούλιο πως «οι Ελληνες που ακούνε και σκέφτονται είναι τελικά πολύ περισσότεροι από αυτούς που ξέρουν μόνο να φωνάζουν. Και οι πρώτοι περιμένουν πολλά από εμάς και μόνο από εμάς».
Οι αναποφάσιστοι
Η γαλάζια εκτίμηση δεν στηρίζεται μόνο στο ποσοστό που πιάνει το κυβερνών κόμμα στην πρόθεση ψήφου ή στην ψαλίδα που το χωρίζει από την αξιωματική αντιπολίτευση. Βασίζεται και στο ιδεολογικό ψυχογράφημα των αναποφάσιστων. Αυτοί, σύμφωνα με την τελευταία μέτρηση της Alco, έχουν φτάσει το 19%. Οταν τους ζητήθηκε να αυτοπροσδιοριστούν, 21% απάντησε πως θεωρεί τον εαυτό του «κεντρώο», 28% «κεντροδεξιό, 13% «κεντροαριστερό», 8% «αριστερό», 6% «δεξιό», 16% «τίποτα» και 8% αρνήθηκε να απαντήσει. Επομένως, έξι στους δέκα αυτοτοποθετούνται στο Κέντρο ή γύρω από αυτό, ενώ σχεδόν οι μισοί (το 49%), που συστήνονται ως κεντροδεξιοί και κεντρώοι, θα αποτελούσαν υπό άλλες συνθήκες προνομιακά ακροατήρια για τη ΝΔ. Κατά τα λεγόμενα έμπειρου δημοσκόπου, «η μία από τις δύο μεγαλύτερες ομάδες που μετακινούνται προς την αδιευκρίνιστη ψήφο είναι πρώην ψηφοφόροι της ΝΔ». Οι κεντρώοι υπολογίζονται στο 20% με 25% του συνόλου των εκλογέων.
Η αντισυστημική ψήφος
Από την άλλη, βέβαια, έχει ήδη καταγραφεί σε έρευνα της Interview ένα 25% το οποίο αναφέρει ότι «εάν δημιουργούσαν ξεχωριστούς πολιτικούς φορείς οι κ.κ. Τσίπρας, Σαμαράς και η κ. Καρυστιανού» θα διάλεγε την πρόεδρο του Συλλόγου Τέμπη 2023. Ενα 25%, με άλλα λόγια, που θέλει να έχει μια επιλογή εκτός πολιτικού συστήματος. Για την ιστορία, τον Μάρτιο, το 72,4% των ερωτηθέντων από την GPO, εξέφραζαν θετική άποψη για τη Μαρία Καρυστιανού.
Ορισμένοι εκλαμβάνουν ως πιθανές εναλλακτικές για τους αντισυστημικούς τόσο το «κόμμα Τσίπρα», όσο και το «κόμμα Σαμαρά», αφού αμφότερα, όπως φαίνεται από τη ρητορική που υιοθετούν οι επίδοξοι ιδρυτές τους, θα επιχειρήσουν να συστηθούν ως αντιμητσοτακικά. Ωστόσο, γνωστός πολιτικός αναλυτής επιμένει ότι αυτή η ανάγνωση είναι λάθος. «Πώς μπορούν δύο πρώην πρωθυπουργοί να εμφανιστούν ως εκπρόσωποι του αντισυστήματος;» διερωτάται ρητορικά. Κατά τη γνώμη του, μάλιστα, «η ψήφος στον Τσίπρα δεν είναι αντίδραση. Αρκετοί που λένε ότι θα σκέφτονταν να τον ψηφίσουν, το επεξεργάζονται αναζητώντας μια εναλλακτική πρότασης διακυβέρνησης».
Πάντως, μια από τις παραπάνω πηγές πιστεύει ότι «η διαιρετική τομή σύστημα – αντισύστημα είναι απλουστευτική». Δεν αρκεί για να χαρτογραφήσει κανείς το εξαιρετικά ρευστό πολιτικό περιβάλλον. Τώρα, η ανάλυση των συνθηκών πρέπει να γίνεται με βάση τον διαχωρισμό ανάμεσα σε εκείνους που ψηφίζουν για να βγάλουν κυβέρνηση και τους άλλους (όπου «άλλοι» βλέπε όλους αυτούς για τους οποίους το βασικό κριτήριο ψήφου πηγάζει από το θυμικό τους).
Στη δική του οπτική γωνία, «όποιος καταδικάζει την κυβέρνηση δεν είναι αυτόματα εναντίον της σταθερότητας. Η καταψήφιση μιας κυβέρνησης είναι ένας παραδοσιακός τρόπος εκλογικής συμπεριφοράς. Δεν έχει απαραίτητα αντισυστημική χροιά, όπως υπονοούν από το κυβερνητικό στρατόπεδο». Κάθε όριο ανάμεσα στις δύο εκλογικές δεξαμενές είναι δυσδιάκριτο πια.