Φάκελος: Η Google ο Τύπος και τα δικαιώματα

Με την Google ή με τον Τύπο;

Στις 11 Σεπτεμβρίου, 23 διεθνείς και εθνικές ενώσεις Τύπου – μεταξύ αυτών και ο ελληνικός ΟΣΔΕΛ – απηύθυναν κοινή επιστολή στον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Το αίτημά τους είναι ξεκάθαρο: πλήρης εφαρμογή του Δικαιώματος Εκδοτών Τύπου ώστε οι εκδότες να λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση από τις μεγάλες πλατφόρμες, που αξιοποιούν την ειδησεογραφία τους για να αντλούν τεράστια διαφημιστικά έσοδα. Προειδοποιούν σαφώς ότι η εξαίρεση των έμμεσων εσόδων από τον υπολογισμό της αμοιβής θα υπονομεύσει τη βιωσιμότητα του Τύπου στη χώρα μας και κατ’ επέκταση την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας στην ψηφιακή εποχή.

Η ανησυχία των 23 οργανισμών εστιάζει στον κανονισμό που πρόκειται να εκδοθεί από την ΕΕΤΤ (Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων), ο οποίος φέρεται να προσανατολίζεται στο να εξαιρέσει τα έμμεσα έσοδα της Google και άλλων κολοσσών από τον υπολογισμό της αμοιβής. Αν αυτό επιβεβαιωθεί, οι αποζημιώσεις θα περιοριστούν σε αμελητέα ποσά υπονομεύοντας τη βιωσιμότητα του Τύπου κάτι που αντανακλά τον κίνδυνο η ενημέρωση να καθορίζεται από τη μονοκρατορία των τεχνολογικών κολοσσών. Το παράδειγμα της Γαλλίας, που με υψηλά πρόστιμα ανάγκασε την Google να προχωρήσει σε συμφωνίες με εκδότες, δείχνει ότι η αποφασιστική ρυθμιστική παρέμβαση μπορεί να φέρει αποτελέσματα.

Πρόστιμα και δικαστικές μάχες

Αυτή την περίοδο εξάλλου, η Google βρίσκεται στο επίκεντρο άσκησης διεθνών πιέσεων. Στις 6 Σεπτεμβρίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή της επέβαλε πρόστιμο-μαμούθ 2,95 δισ. ευρώ για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στην αγορά της διαφημιστικής τεχνολογίας (adtech). Η απόφαση αυτή έρχεται ύστερα από χρόνια ερευνών και επανειλημμένων παραβάσεων, με τις Βρυξέλλες να αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο ακόμα και για διαρθρωτικά μέτρα, δηλαδή διάσπαση της εταιρείας. Ωστόσο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αντέδρασε οξύτατα, απειλώντας με εμπορικά αντίποινα κατά της ΕΕ και κάνοντας λόγο για ενέργειες που συνιστούν «τιμωρία της αμερικανικής καινοτομίας». Το παράδοξο είναι ότι την ίδια ώρα, στις ΗΠΑ ξεκινά δίκη με στόχο να περιοριστεί η κυριαρχία της Google στην adtech, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει σε υποχρεωτικό διαχωρισμό δραστηριοτήτων.

Παράλληλα, ξεσπάει νέα δικαστική μάχη ανάμεσα στην Google και τον αμερικανικό εκδοτικό κολοσσό Penske Media, ιδιοκτήτη του Rolling Stone, του Billboard και άλλων μεγάλων τίτλων. Η Penske κατέθεσε αγωγή κατηγορώντας την Google ότι χρησιμοποιεί παρανόμως δημοσιογραφικό περιεχόμενο για να τροφοδοτήσει τα νέα AI Overviews στην αναζήτηση, χωρίς αποζημίωση και με δραματικές συνέπειες για την επισκεψιμότητα και τα έσοδα των μέσων (αυτό συμβαίνει γιατί η Google δεν παραθέτει συνδέσμους για να επισκεφτεί κάποιος μια ιστοσελίδα, αλλά εμφανίζει την ίδια την είδηση και μάλιστα σε διαφορετικές εκδοχές). Σύμφωνα με την καταγγελία, οι εκδότες εξαναγκάζονται να αποδεχτούν μια άνιση συμφωνία: είτε παραχωρούν το περιεχόμενό τους για τα AI Overviews, είτε βλέπουν την κατάταξή τους στα αποτελέσματα να υποβαθμίζεται.

Η τεχνητή νοημοσύνη

Η κόντρα αυτή είναι κομβική, καθώς για πρώτη φορά συνδέεται άμεσα η κυριαρχία της Google στην αναζήτηση με τα προϊόντα τεχνητής νοημοσύνης της. Η Google, από την πλευρά της, υπερασπίζεται το μοντέλο υποστηρίζοντας ότι τα AI Overviews καθιστούν την αναζήτηση «πιο χρήσιμη» και φέρνουν «ποιοτικότερους επισκέπτες» στους ιστότοπους – επιχείρημα που απορρίπτεται ως κυνικό από τους εκδότες.

Στα μέσα της εβδομάδας ξεκίνησε εν τω μεταξύ στη Μαδρίτη η πολυαναμενόμενη δίκη στην οποία περισσότερα από 80 ισπανικά μέσα ενημέρωσης ζητούν από την εταιρεία Meta, ιδιοκτήτρια των Facebook και Instagram, περίπου 550 εκατομμύρια ευρώ για τις ζημιές που τους έχει προκαλέσει το διαφημιστικό μοντέλο της.

Κοινό νήμα όλων αυτών των εξελίξεων είναι ότι μέσα στο ευρύτερο ψηφιακό οικοσύστημα γίνεται όλο και πιο πιεστική η συζήτηση για τα όρια ισχύος των μεγάλων τεχνολογικών κολοσσών ώστε η ενημέρωση να μη μετατραπεί σε προϊόν υπό τον έλεγχο συγκεκριμένων συμφερόντων.

Δημοσιογραφία και ψηφιακές πλατφόρμες

Η κοινή επιστολή διεθνών και εθνικών ενώσεων τύπου και οργανισμών συλλογικής διαχείρισης προς τον πρωθυπουργό, με αίτημα τη λήψη δίκαιης και αποτελεσματικής αμοιβής από τις ψηφιακές πλατφόρμες για την εκμετάλλευση ειδησεογραφικού περιεχομένου, επαναφέρει στο επίκεντρο το μείζον ζήτημα της κυριαρχίας και της (ανάγκης) ρύθμισης των ψηφιακών πλατφορμών.

Οι πλατφόρμες αυτές έχουν δημιουργήσει νέα επιχειρηματικά μοντέλα και πηγές εσόδων που βασίζονται – εκτός των άλλων – στην (επανα)χρησιμοποίηση του έργου των εκδοτών για την αύξηση της διάδρασης  με τους χρήστες τους, συχνά χωρίς άδεια, αμοιβή ή διαφανείς όρους συνεργασίας. Το κρίσιμο ερώτημα, ωστόσο, είναι ποιος καρπώνεται τελικά  την οικονομική αξία που παράγεται από την ενημέρωση στην ψηφιακή εποχή και πώς θα διασφαλιστεί ότι η αξία της πληροφορίας επιστρέφει σε εκείνους που την παράγουν.

Μία προσπάθεια εξισορρόπησης αυτής της σχέσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο επιχειρείται με  την Οδηγία 2019/790 που ενσωματώθηκε (με αρκετή καθυστέρηση) στο εθνικό δίκαιο με τον Ν.4996/2022 και προβλέπει την αμοιβή των εκδοτών από τους παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας. Εντούτοις, η πιθανολογούμενη εξαίρεση των «έμμεσων κερδών» των μεγάλων πλατφορμών από τη βάση υπολογισμού της αμοιβής των εκδοτών έχει προκαλέσει σωρεία αντιδράσεων, καθώς αναμένεται να επιφέρει  δραστική μείωση των αμοιβών.

Από την άλλη πλευρά οι τεχνολογικοί κολοσσοί αντιτείνουν ότι οι εκδότες ήδη αποκομίζουν σημαντικά οφέλη, καθώς η παρουσία αποσπασμάτων ή συνδέσμων των ειδησεογραφικών άρθρων στις μηχανές αναζήτησης και τα κοινωνικά δίκτυα προσφέρει δωρεάν προβολή στους εκδότες και αυξάνει την επισκεψιμότητα προς τις ιστοσελίδες τους. Υποστηρίζουν ακόμη πως τα βασικά τους έσοδα δεν προέρχονται άμεσα από την ειδησεογραφία και συνεπώς, η ένταξη των έμμεσων κερδών στον υπολογισμό της αμοιβής είναι υπερβολική. Τέλος, προειδοποιούν ότι η επιβολή υψηλών αμοιβών μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των διαθέσιμων ειδησεογραφικών πηγών στις πλατφόρμες τους, άρα και σε περιορισμό της πρόσβασης των πολιτών στην πληροφόρηση.

Ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο εν προκειμένω; Μπορεί να υπάρξει πράγματι περιθώριο ουσιαστικής διαπραγμάτευσης απέναντι σε έναν ψηφιακό Γολιάθ;  Καθοριστικής σημασίας στο σημείο αυτό παραμένει η βούληση του ίδιου του νομοθέτη, όπως αναδεικνύεται μέσα από τις αιτιολογικές σκέψεις της Οδηγίας 2019/790. Η συλλογιστική είναι σαφής και συνάμα απλή: ο ελεύθερος και πολυφωνικός Τύπος διασφαλίζει την πρόσβαση των πολιτών στην ενημέρωση και συμβάλλει καθοριστικά στην ορθή λειτουργία της δημοκρατικής κοινωνίας. Για να συμβεί αυτό, προϋπόθεση είναι η βιωσιμότητα του εκδοτικού κλάδου και η διασφάλιση της διαθεσιμότητας αξιόπιστων πληροφοριών. Η άνευ όρων εκμετάλλευση των εκδόσεων τύπου από παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μπορεί να υπονομεύσει τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται από τους εκδότες τύπου για την παραγωγή ποιοτικού περιεχομένου.

Η πρωτοβουλία αυτή αποκτά, συνεπώς, έναν βαθύτερο συμβολισμό. Δεν αφορά μόνο τη διεκδίκηση δικαιωμάτων των εκδοτών, αλλά την υπεράσπιση της ίδιας της ανεξαρτησίας της δημοσιογραφίας και της ενημέρωσης, ως δημόσιο αγαθό, στην ψηφιακή εποχή. Οταν το οικοσύστημα της ενημέρωσης αποδυναμώνεται και η προοπτική του εκδοτικού κλάδου τίθεται υπό αμφισβήτηση, η κοινωνία γίνεται πιο ευάλωτη σε παραπληροφόρηση, προπαγάνδα και αδιαφάνεια. Η σύγκρουση, λοιπόν, δεν είναι οικονομική· είναι πρωτίστως πολιτική και θεσμική και καλούμαστε να κάνουμε μία θεμελιώδη επιλογή. Το ποιος θα αμείβεται για την αξία που παράγει η ενημέρωση θα κρίνει όχι μόνο την οικονομική βιωσιμότητα των εκδοτών τύπου, αλλά και την ποιότητα της δημοκρατίας μας.

Ο Απόστολος K. Βόρρας είναι διδάκτωρ Τεχνητής Νοημοσύνης και Προσωπικών Δεδομένων του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Η σύγκρουση της Google με τους εκδότες δημοσιογραφικού περιεχομένου

Η μετάβαση από την αναλογική στην ψηφιακή τεχνολογία και στο Διαδίκτυο μετέβαλε τον τρόπο που λειτουργούν οι κοινωνίες σε όλα τα επίπεδα και επηρέασε το δίκαιο και ιδίως τον κλάδο της πνευματικής ιδιοκτησίας. Τα νέα κανάλια διανομής ψηφιακού περιεχομένου (online πλατφόρμες), σε συνδυασμό με τον τεράστιο όγκο δεδομένων που διατίθενται στο Διαδίκτυο και στα κοινωνικά δίκτυα και με την τάση των πολιτών να αναζητούν δωρεάν περιεχόμενο, συνθλίβουν το επιχειρηματικό μοντέλο του Τύπου. Η ψηφιακή εποχή ασκεί καταλυτική επιρροή στην παραδοσιακή δημοσιογραφία, μέχρις σημείου να απειλεί την ίδια της την ύπαρξη.

Για το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας η πρόκληση είναι να φέρει σε ισορροπία τα δικαιώματα όσων παράγουν και εκδίδουν δημοσιογραφικό περιεχόμενο με τα συμφέροντα των ψηφιακών κολοσσών, προστατεύοντας παράλληλα τα δικαιώματα των καταναλωτών-χρηστών, αλλά και το δημόσιο συμφέρον εκπαίδευσης, πληροφόρησης και έρευνας. Η στάθμιση των συχνά συγκρουόμενων συμφερόντων και η ανάγκη να δοθούν δίκαιες λύσεις προϋποθέτουν ρυθμίσεις σε υπερεθνικό επίπεδο.

Παρά την καθυστερημένη αντίδρασή της, η ΕΕ με την Οδηγία 2019/790 επιδίωξε, ανάμεσα στα άλλα, να προστατεύσει τα συμφέροντα των παραδοσιακών εκδοτών Τύπου εντός του κυρίαρχου επιχειρηματικού μοντέλου, που βασίζεται σε ψηφιακές πλατφόρμες όπως η Google, οι οποίες αναπαράγουν και διαθέτουν μαζί με διαφημίσεις δωρεάν δημοσιογραφικό περιεχόμενο που αντλούν από εκδοτικές επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, η υπηρεσία Google news περιλαμβάνει επισκόπηση των καθημερινών νέων, απαλλάσσοντας τον χρήστη από το βάρος να επισκέπτεται τα επιμέρους δημοσιογραφικά sites ή να αγοράζει έντυπα. Η εμπορική εκμετάλλευση των online δημοσιευμάτων από την Google δεν συνοδευόταν ως πρόσφατα από συμφωνίες για την καταβολή αμοιβής προς τους εκδότες Τύπου, ενώ στις εύλογες διαμαρτυρίες των τελευταίων οι πλατφόρμες επικαλούνταν την αύξηση της επισκεψιμότητας των δημοσιογραφικών sites και των ανάλογων διαφημιστικών εσόδων.

Με την οδηγία, που ενσωματώθηκε στο ελληνικό Δίκαιο με τον Ν. 4996/2022, προβλέπεται ένα νέο συγγενικό δικαίωμα, που συνίσταται στην παραχώρηση αδειών χρήσης από τους εκδότες Τύπου στην ΕΕ, ως προϋπόθεση για την online αναδημοσίευση του δημοσιογραφικού περιεχομένου των εντύπων τους, ώστε οι εκδότες να διατηρήσουν τον έλεγχο της επένδυσης και του περιεχομένου που φιλοξενούν απέναντι στην εμπορική εκμετάλλευσή του από μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες. Μολονότι το δικαιοπολιτικά εύλογο αίτημα των εκδοτών απέκτησε νομική υπόσταση – άρθρο 15 της Οδηγίας –, αυξάνοντας τη διαπραγματευτική ισχύ των παραδοσιακών εκδοτών, η επιρροή του στην αγορά είναι αμφίβολη. Οι ισχυροί πάροχοι διαδικτυακών υπηρεσιών (Google, META) ανθίστανται στα νέα νομικά δεδομένα προσπαθώντας να οδηγήσουν τους εκδότες σε παραίτηση από την αξίωσή τους για αμοιβή (Γερμανία) ή καταργώντας τη σχετική υπηρεσία (Ισπανία).

Επιπλέον, όπως προκύπτει από την παρέμβαση-επιστολή 23 διεθνών και εθνικών ενώσεων Τύπου προς τον έλληνα Πρωθυπουργό, διατυπώθηκε το αίτημα να αναγνωριστούν όχι μόνο τα άμεσα αλλά και τα έμμεσα έσοδα που αποκομίζουν οι πλατφόρμες από την αύξηση της ελκυστικότητας των υπηρεσιών τους λόγω της εκμετάλλευσης του ειδησεογραφικού περιεχομένου, προκειμένου να περιοριστεί το χάσμα αξίας ανάμεσα σε εκδόσεις Τύπου και online πλατφόρμες.

Ανεξάρτητα από τις παραπάνω εξελίξεις, παραδοσιακά η λεγόμενη δημοσιογραφία γενικού συμφέροντος λειτουργούσε εγγυητικά για τη δημοκρατική τάξη. Είναι αμφίβολο αν η νέα ψηφιακή – και ενίοτε αλγοριθμική – ειδησεογραφία, που συχνά χειραγωγεί την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών με αυτοαναφορικά πρότυπα ενημέρωσης (echo chambers) και fake news, μπορεί να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο.

Ο Παναγιώτης Μαντζούφας είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ

Εφημερίδες εναντίον Google: Κύκλος 2

Καθώς έχουμε εισέλθει στην ψηφιακή εποχή, νέες προτεραιότητες και ζητήματα αναδύονται στον χώρο της επικοινωνίας. Ρυθμίσεις που κάποτε, στην αναλογική εποχή, απέδιδαν αποτελεσματικά, σήμερα αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Νομίζετε ότι αναφέρομαι για την ελληνική περίπτωση; Οχι· το φαινόμενο είναι ευρύτερο. Σε ανώτερο επίπεδο, όπως αυτό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αναρωτιέται κανείς αν το πρόβλημα είναι η λανθασμένη πρόθεση ή απλώς τα παρωχημένα εργαλεία πολιτικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η γνωστή μας Google, την οποία η Επιτροπή προσπαθεί να «δαμάσει» εδώ και σχεδόν μία δεκαετία.

Οι ευρωπαίοι εκδότες εφημερίδων μικρών αλλά και μεγάλων χωρών έχουν αναμφισβήτητα πληγεί από την έλευση του Διαδικτύου και την ηγεμονική θέση της Google. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που κυρίως οι μεγάλοι εκδότες σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία ασκούν πιέσεις στην Επιτροπή υποστηρίζοντας ότι η Google και άλλοι «συναθροιστές ειδήσεων» (news aggregators) τους στερούν έσοδα και πρέπει να υπάρξει αποκατάσταση. Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, ομάδα ανεξάρτητων εκδοτών έχει καταθέσει καταγγελία για παραβίαση των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΕ. Πρόσφατα, μεγάλες εταιρείες όπως η Penske Media – ιδιοκτήτρια των «Rolling Stone», «Billboard» και «Variety» – μήνυσαν την Google για τις AI Overviews (περιλήψεις/επισκοπήσεις), ισχυριζόμενες ότι η λειτουργία χρησιμοποιεί δημοσιογραφικό υλικό χωρίς άδεια και αποσπά «κλικ» από τους ιστότοπούς τους. Σύμφωνα με την αγωγή, οι AI Overviews εμφανίζονται πλέον σε σημαντικό ποσοστό αναζητήσεων που παλαιότερα οδηγούσαν σε επισκεψιμότητα στα δικά τους Μέσα, με αποτέλεσμα αισθητή μείωση παραπομπών και εσόδων από τα τέλη του 2024.

Ανοίξτε σήμερα οποιαδήποτε ειδησεογραφική ιστοσελίδα και θα δείτε λιγότερες διαφημίσεις, περισσότερα paywall και άρθρα που μοιάζουν ανακυκλωμένα. Ενας βασικός λόγος, όπως ισχυρίζονται οι εκδότες, είναι ο νέος τρόπος παροχής πληροφορίας από την Google. Οι AI Overviews απαντούν στις ερωτήσεις απευθείας στη σελίδα αποτελεσμάτων, ώστε οι χρήστες να μη χρειάζεται να επισκέπτονται (να κάνουν «κλικ») τα αρχικά άρθρα. Η αλλαγή αυτή εξοικονομεί χρόνο για τον αναγνώστη, αλλά μειώνει την επισκεψιμότητα των ειδησεογραφικών μέσων, άρα και τα διαφημιστικά τους έσοδα.

Το πρόβλημα είναι απλό: Πριν από μία δεκαετία τα μέσα ενημέρωσης αντλούσαν το μεγαλύτερο μέρος των διαδικτυακών εσόδων τους από διαφημιστικά banner και pre-roll βίντεο. Κάθε επισκέπτης απέφερε λίγες δεκάρες, που αθροίζονταν σε εκατομμύρια «κλικ». Οταν όμως εμφανίζεται πρώτα μια απάντηση τεχνητής νοημοσύνης, αυτά τα «κλικ» εξαφανίζονται. Οι πρώτες δοκιμές των AI Overviews έδειξαν μείωση επισκεψιμότητας άνω του 20% σε ορισμένες ειδησεογραφικές ιστοσελίδες μέσα σε μία εβδομάδα. Για τους μικρούς εκδότες, μια τέτοια πτώση μπορεί να μειώσει δραστικά τον προϋπολογισμό και να οδηγήσει σε απολύσεις. Οι διαφημιζόμενοι ακολουθούν το κοινό: αν οι νέες ψηφιακές συνθήκες περιορίζουν τα «κλικ», οι εκδότες χάνουν προβολές και εγγραφές, επηρεάζοντας την οικονομία της πρωτογενούς δημοσιογραφίας. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι απλώς «αύξηση ή μείωση της επισκεψιμότητας».

Η Google υποστηρίζει ότι οι AI Overviews παραπέμπουν στις πηγές, βοηθούν τους χρήστες να βρίσκουν απαντήσεις ταχύτερα και οδηγούν «εξειδικευμένους» αναγνώστες σε πιο αναλυτική κάλυψη. Οι εκδότες αντιτείνουν ότι οι σύνδεσμοι στο τέλος μιας περίληψης δεν υποκαθιστούν τα «κλικ» στους τίτλους. Τονίζουν ακόμη ότι η Google εκπαίδευσε τα γλωσσικά της μοντέλα πάνω σε χρόνια συλλεγμένων ειδήσεων χωρίς να αποζημιώσει τους παραγωγούς περιεχομένου. Η αντιπαράθεση μοιάζει πολύ με τις μάχες για τη ροή της μουσικής πριν από μια δεκαετία, μόνο που αυτή τη φορά ο αγώνας αφορά στις λέξεις κι όχι τα τραγούδια.

Πώς μπορεί να υπάρξει δίκαιη κατανομή εσόδων; Μια πρόταση είναι η δημιουργία «μητρώου περιεχομένου» που θα καταγράφει πόσο συχνά ένα άρθρο τροφοδοτεί απαντήσεις τεχνητής νοημοσύνης και θα αποδίδει μικρή αμοιβή στον εκδότη κάθε φορά. Μια άλλη ιδέα είναι ένα σύστημα συλλογικής άδειας, αντίστοιχο με εκείνο που χρησιμοποιούν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί για τη μουσική. Ωστόσο, και οι δύο λύσεις προϋποθέτουν διαφάνεια δεδομένων και ανεξάρτητους ελέγχους – και προς το παρόν η Google παραμένει σε πλεονεκτική θέση. Ετσι, οι εκδότες βρίσκονται μπροστά σε δύο δύσκολες επιλογές: να πιέσουν για αυστηρότερη νομοθεσία ή να επανεφεύρουν την αξία τους.

Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Ψηφιακή ενιαία αγορά και δημοκρατία

Τα επίδικα σε κάθε συζήτηση για το νομικό καθεστώς των ισχυρών ψηφιακών πλατφορμών και των υποκείμενων εταιρικών σχημάτων επί των οποίων αυτές αναπτύσσονται και δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά δεν συμπίπτουν απολύτως με τις κλασικές αρχές των δικαιικών σταθμίσεων. Εν προκειμένω, όποιος κι αν είναι σε κάθε περίπτωση ο έτερος όρος, γεγονός παραμένει ότι η μία διάσταση της αντιδικίας ανάγεται στα συμφέροντα των οικονομικών κολοσσών των καιρών μας.

Υπό αυτή την οπτική, το ζήτημα των δικαιωμάτων που διεκδικούν οι εκδότες Τύπου για την αναπαραγωγή και χρήση του ειδησεογραφικού περιεχομένου τους από τις μεγάλες ψηφιακές πλατφόρμες και η περαιτέρω απόδοση μέρους των εσόδων στους δημοσιογράφους – δημιουργούς του αναπαραχθέντος περιεχομένου δεν αφορά απλώς τη βιωσιμότητα του εκδοτικού κλάδου, ούτε προτάσσει τη συντεχνιακή θωράκιση πνευματικών, συγγενικών ή λοιπών περιφερειακών δικαιωμάτων. Η σχετική ευρωπαϊκή οδηγία 2019/790 της 17ης Απριλίου 2019, για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα στην ψηφιακή ενιαία αγορά – ήδη ενσωματωθείσα στο εθνικό δίκαιο, διά του νόμου 4996/2022 – επιχείρησε καταρχάς την αποκατάσταση της στρέβλωσης στο πεδίο του ανταγωνισμού και την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Με δεδομένες τις μεταβολές που επιφέρουν «[σ]τον τρόπο δημιουργίας, παραγωγής, διανομής και εκμετάλλευσης έργων … [οι] ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις», η οδηγία προσβλέπει επίσης στην ενθάρρυνση της «καινοτομία[ς], τη[ς] δημιουργικότητα[ς], την επένδυση και την παραγωγή νέου περιεχομένου, … στο ψηφιακό περιβάλλον», καθώς επίσης στην προώθηση της πολιτισμικής πολυμορφίας και της κοινής ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Προκειμένου να επιτευχθούν ωστόσο, οι προαναφερόμενοι ευγενείς στόχοι επιβάλλεται, κατά πρώτον, ο επαναπροσδιορισμός του περιεχομένου της πνευματικής ιδιοκτησίας και των δικαιωμάτων των δημιουργών, στο ψηφιακό περιβάλλον. Η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στην ταχύτητα διάδοσης και στην ευχέρεια εξακολουθητικής ανάκτησης του ψηφιακού περιεχομένου, σε χρόνους μη συναρτώμενους απαραίτητα με την επικαιρότητα, όπως κατά κανόνα συνέβαινε με τα παραδοσιακά μέσα της έντυπης ενημέρωσης. Είναι γεγονός εξάλλου, ότι η τελευταία υποχωρεί με εκθετικούς ρυθμούς, ενώ το πεδίο τείνει να μονοπωληθεί από την ενημέρωση που παρέχεται μέσω των ψηφιακών πλατφορμών.

Αυτό σημαίνει ότι επιβάλλεται αναλογικός επανακαθορισμός του τρόπου με τον οποίο επιμερίζεται το οικονομικό όφελος που αποφέρει η πολλαπλασιαστική χρήση του περιεχομένου ως ψηφιακής πλέον προστιθέμενης αξίας που αποκομίζουν οι πλατφόρμες διαμοιρασμού. Μόνο μέσω μιας τέτοιας αναδιανομής μπορεί να επιχειρηθεί άρση της ασυμμετρίας προς αποκατάσταση του gap value που έχει ήδη διαμορφωθεί μεταξύ της ψηφιακής ηγεμονίας και του πρωτογενούς εκδοτικού – δημοσιογραφικού τομέα.

Η αιτιολογία της απόφασης της γαλλικής Autorité de la Concurrence της 20ής Μαρτίου 2024, διά της οποίας επιβλήθηκε κύρωση 250 εκατομμυρίων ευρώ σε βάρος της Google, για παραβίαση των κανόνων περί διαφάνειας, δεσπόζουσας θέσης και καλής πίστης κατά το στάδιο διαπραγματεύσεων με τους εκδότες τύπου, συγκεφαλαιώνει τα βασικά επίδικα της συζήτησης και εισάγει ευρύτερα αξιοποιήσιμες μεθοδολογικές σταθμίσεις προς επίτευξη εύλογης ισορροπίας. Σημειωτέον ότι δεν είναι η μοναδική απόφαση εθνικής αρχής κατά των υπερμεγέθων εταιρικών οντοτήτων που ορίζουν το ψηφιακό τοπίο.

Το γεγονός ότι οι κολοσσοί του συμπλέγματος GAMAM δεν απολαμβάνουν δικαιοδοτικής ασυλίας εγγράφεται στα καλά νέα. Και μάλιστα, όχι μόνο προς την κατεύθυνση ισόρροπης οικονομικής αναδιανομής και ορατότητας του παραδοσιακού τύπου. Κυρίως επειδή η αποσταθεροποιημένη πολιτική συγκυρία της εποχής μας – τόσο η επελαύνουσα ευρωπαϊκή ακροδεξιά, όσο και οι ακραίες πολιτικές και θεσμικές μετατοπίσεις στις ΗΠΑ – καθιστούν περισσότερο ίσως από ποτέ, την ανεξαρτησία του τύπου κρίσιμο δημοκρατικό αντίβαρο

.

Στα καθ’ ημάς, το momentum δεν πρέπει να παρέλθει αναξιοποίητο. Καθώς επίκειται ο ειδικότερος προσδιορισμός των κριτηρίων για τον καθορισμό της αναλογούσας αμοιβής των εκδοτών από τους παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ο υπό έκδοση κανονισμός από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, οφείλει να μην εξαντληθεί στα logistics του ζητήματος. Η ευρωστία του τύπου είναι δικαιοκρατικό προαπαιτούμενο, ενώ τα λιποβαρή αντίβαρα εξασθενίζουν τις δημοκρατικές εγγυήσεις.

Η Κατερίνα Παπανικολάου είναι δικηγόρος, τ. μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών