
Σε μια άνευ προηγουμένου κατάσταση κινδύνου έχει βρεθεί η κτηνοτροφική και τυροκομική παραγωγή στην Ελλάδα, με την ευλογιά των προβάτων να απειλεί με εξαφάνιση την οικονομία ενός ήδη «γονατισμένου» κλάδου. Πλέον, πάνω από 1.200 μονάδες στις οποίες εντοπίστηκαν κρούσματα έχουν τεθεί σε κατάσταση lockdown, ενώ έχουν θανατωθεί τουλάχιστον 300.000 πρόβατα. Καθημερινά, δε, νέα κρούσματα εμφανίζονται σε όλη τη χώρα, κυριότερα στις Σέρρες, στη Θεσσαλονίκη, στην Ημαθία και την Αχαΐα.
«Η Ελλάδα δεν είναι ενδημική στην ευλογιά των προβάτων, ωστόσο την τελευταία δεκαετία είχαν παρατηρηθεί μεμονωμένα κρούσματα τα οποία περιορίζονταν άμεσα και έτσι καταφέρναμε να τα αντιμετωπίσουμε. Την τελευταία περίοδο όμως υπάρχει μια μεγάλη εξάπλωση της νόσου, κάτι το οποίο μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στην κήρυξη της χώρας μας σε καθεστώς ενδημικό, στιγματίζοντας σημαντικά τον κλάδο της προβατοτροφίας και υπονομεύοντας τη βιωσιμότητά του» δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο Θανάσης Γελασάκης, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Οι οδηγίες και οι κτηνοτρόφοι
Σημειώνεται πως η Ελλάδα, ακολουθώντας τις ευρωπαϊκές οδηγίες, υποχρεώνει τους κτηνοτρόφους οι οποίοι θα εντοπίσουν κάποιο κρούσμα να ενημερώσουν τις αρμόδιες Αρχές. Εκείνες, με τη σειρά τους, πραγματοποιούν την εκρίζωση (θανάτωση) ολόκληρου του κοπαδιού και δημιουργούν ζώνες προστασίας και επιτήρησης σε ακτίνα 5 και 20 χιλιομέτρων αντίστοιχα. Ομως, υπάρχουν αρκετές αντιδράσεις από κτηνοτρόφους λόγω της έκτασης των εκριζώσεων, με πολλούς να ζητούν εμβολιασμό των ζώων. «Οσον αφορά τον εμβολιασμό των προβάτων, που εφαρμόζεται αποκλειστικά σε ενδημικές περιοχές, προκύπτουν δύο μεγάλα προβλήματα» σημειώνει ο Γελασάκης.
Ποια είναι αυτά; «Πρώτον, η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα των εμβολίων, καθώς τα περισσότερα παράγονται σε χώρες της Ασίας και τα δεδομένα που αφορούν την αποτελεσματικότητά τους από τις κλινικές δοκιμές είναι ανεπαρκή. Είναι ενδεικτικό ότι καμία από τις χώρες που εφάρμοσε πρόγραμμα εμβολιασμού δεν κατάφερε να εκριζώσει μέχρι σήμερα το νόσημα. Δεύτερον, στην περίπτωση του μαζικού εμβολιασμού, ο οποίος θα πρέπει να εφαρμοστεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα σε εκατομμύρια ζώα, η χώρα θα θεωρηθεί a priori ενδημική, με σημαντικές επιπτώσεις για τα παραγόμενα προϊόντα, που μπορεί να είναι άμεσες για το πρόβειο κρέας (απαγόρευση εξαγωγών) και έμμεσες για τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τη φέτα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η ανάγκη για άμεση και οριζόντια ενεργητική επιτήρηση για την πραγματική αποτύπωση της εξάπλωσης του νοσήματος στο σύνολο των εκτροφών των περισσότερο προσβεβλημένων περιφερειών είναι πλέον επείγουσα και επιτακτική, ώστε να έχουμε την πραγματική εικόνα πριν από τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης».
Για τα τυροκομικά προϊόντα είναι σημαντικό να σημειωθεί πως από τη στιγμή που έχει γίνει σωστή παστερίωση δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για την υγεία των ανθρώπων. Το μεγάλο πλήγμα βρίσκεται στην εξαγωγή και στην κατανάλωση κρέατος. Στην περίπτωση που πραγματοποιηθεί μαζικός εμβολιασμός ή η χώρα τεθεί υπό κατάσταση ενδημικού καθεστώτος, τότε οι εξαγωγές αρνιού και προβατίνας θα απαγορευτούν πλήρως. «Ακόμη και αν τα γαλακτοκομικά προϊόντα παραμένουν ασφαλή για κατανάλωση, το στίγμα που θα συνοδεύσει τη ζωική παραγωγή της χώρας μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τους καταναλωτές και τις διεθνείς αγορές, οι οποίες προκρίνουν την κατανάλωση προϊόντων που παράγονται από υγιή ζώα τα οποία εκτρέφονται υπό συνθήκες ευζωίας» προσθέτει ο Γελασάκης.
Στην ΕΕ και τον υπόλοιπο κόσμο
Μεγάλη ανησυχία προκαλεί η πιθανότητα εξάπλωσης της ευλογιάς των προβάτων και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η ασθένεια είναι εξαιρετικά μεταδοτική, ενώ συνοδεύεται από αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα, θέτοντας σε κίνδυνο την κτηνοτροφία της ΕΕ. Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο σοβαρό καθώς ο ιός επιβιώνει για χρονικό διάστημα έως 6 μηνών, γεγονός που διευκολύνει την εξάπλωσή του.
Η ευλογιά των προβάτων αποτελεί μια από τις πιο σοβαρές ασθένειες που απασχολούν την κτηνοτροφία παγκοσμίως. Αν και δεν μεταδίδεται στον άνθρωπο και, επομένως, δεν θεωρείται ζωοανθρωπονόσος, έχει βαρύτατες συνέπειες για τα ίδια τα ζώα. Χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση δερματικών αλλοιώσεων, υψηλού πυρετού και σοβαρών διαταραχών στο ανοσοποιητικό και στο αναπνευστικό τους σύστημα, γεγονός που οδηγεί σε εξασθένηση του οργανισμού και σε αυξημένη ευπάθεια σε άλλες λοιμώξεις. Πρόκειται για νόσο η οποία εξαπλώνεται γρήγορα μέσα στα κοπάδια, περιορίζοντας σημαντικά την παραγωγικότητα των ζώων και δυσχεραίνοντας τη διαχείριση της εκτροφής. Το γεγονός ότι στις μη ενδημικές περιοχές τα μολυσμένα ζώα δεν καταφέρνουν να αναπτύξουν επαρκή ανοσολογική απόκριση και μεγάλο ποσοστό από αυτά πεθαίνει καθιστά την ασθένεια ακόμη πιο επικίνδυνη.