Η παραίτηση του Λεκορνί μετά από μόλις 27 ημέρες στην πρωθυπουργία προκαλεί νέο κύμα αβεβαιότητας στη Γαλλία, εντείνοντας την πολιτική πίεση και τα θεσμικά προβλήματα του Μακρόν
Η παραίτηση του Σεμπαστιάν Λεκορνί έπειτα από μόλις 27 ημέρες φανερώνει ότι η Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία έχει εισέλθει σε μια κρίσιμη φάση απονομιμοποίησης και θεσμικής εξάντλησης.
- Παραιτήθηκε ο Γάλλος Πρωθυπουργός. Πέφτει η κυβέρνηση
- Η νέα γαλλική κυβέρνηση απειλείται ήδη με πρόταση μομφής από αντιπολίτευση
Το μείζον δεν είναι δεδομένα το γεγονός πως ο Λεκορνί, ένα ακόμη πολιτικό πρόσωπο σπάει με αρνητικό τρόπο ένα ακόμη ρεκόρ στα πολιτικά χρονικά της χώρας όντας ο βραχυβιότερος πρωθυπουργός, αλλά το γεγονός πως το αδιέξοδο για τη Γαλλία μοιάζει να εδράζεται σε κάτι που δεν «παίρνει» από αντίμετρα βραχύβιας δράσης…
Μια παραίτηση που ξεπερνά το πρόσωπο
Η αποχώρηση του Σεμπαστιάν Λεκορνί από την πρωθυπουργία της Γαλλίας, μόλις 27 ημέρες μετά τον διορισμό του, δεν είναι απλώς ένα πολιτικό επεισόδιο. Είναι το σύμπτωμα μιας ευρύτερης θεσμικής κρίσης, που αποκαλύπτει τη διάρρηξη της ισορροπίας μεταξύ Προέδρου, κυβέρνησης και Κοινοβουλίου.
Η κυβέρνηση Λεκορνί, η πέμπτη μέσα σε δύο χρόνια, δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει πολιτική νομιμοποίηση. Από τη σύνθεσή της κιόλας, αντιμετώπισε την ομόφωνη δυσπιστία των αντιπολιτευτικών κομμάτων και την αμφιθυμία πολλών βουλευτών του προεδρικού στρατοπέδου.
Ο Μακρόν, απομονωμένος, προσπάθησε να επιβάλει έναν τεχνοκρατικό συμβιβασμό σε μια κοινωνία πολιτικά διασπασμένη. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κυβερνητικό πείραμα που κατέρρευσε πριν καν ξεκινήσει.
Οι εκλογές του 2024 είχαν ήδη οδηγήσει σε μια χωρίς πλειοψηφία Εθνοσυνέλευση. Καμία παράταξη – ούτε το προεδρικό στρατόπεδο, ούτε η Αριστερά της NUPES, ούτε η ακροδεξιά παράταξη της Μαρίν Λεπέν – δεν κατόρθωσε να αποκτήσει τον απαιτούμενο αριθμό εδρών για αυτοδύναμη κυβέρνηση. Έτσι, η Γαλλία εισήλθε σε ένα καθεστώς συνεχούς αβεβαιότητας, με αλλεπάλληλες κυβερνήσεις μειοψηφίας να εξαρτώνται από την εκάστοτε ψήφο εμπιστοσύνης.
Η πολιτική αυτή παράλυση αναδεικνύει το αδιέξοδο ενός συστήματος που στηρίζεται στην προεδρική ισχύ αλλά εξαρτάται από κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες που δεν υφίστανται. Το Παρίσι θυμίζει περισσότερο τη Ρώμη των δεκαετιών του ’50 και ’60 ή – ακόμη πιο ανησυχητικά – το Παρίσι της περιόδου 1946-1958.
Οι θεσμοί υπό πίεση
Η Πέμπτη Δημοκρατία δημιουργήθηκε ακριβώς για να αποφύγει αυτό το φαινόμενο. Ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ, το 1958, οικοδόμησε ένα πολίτευμα που θα εξασφάλιζε σταθερότητα και συνέχεια, με ενισχυμένες προεδρικές εξουσίες και περιορισμένο ρόλο του Κοινοβουλίου. Για δεκαετίες, το μοντέλο αυτό λειτούργησε ως εγγύηση πολιτικής ανθεκτικότητας.
Σήμερα, όμως, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Η προεδρική πλειοψηφία έχει διαλυθεί, οι θεσμοί δυσλειτουργούν, και ο Πρόεδρος Μακρόν εμφανίζεται εγκλωβισμένος ανάμεσα στην ανάγκη συναίνεσης και στην απουσία συμμάχων.
Το εργαλείο του άρθρου 49.3, που επιτρέπει την ψήφιση νομοσχεδίων χωρίς κοινοβουλευτική έγκριση, έχει απωλέσει τη δυναμική του: αντί να προσφέρει σταθερότητα, γεννά οργή και υπονομεύει περαιτέρω τη νομιμοποίηση της εκτελεστικής εξουσίας.
Η οικονομική διάσταση είναι επίσης ορατή. Το χρηματιστήριο του Παρισιού (CAC 40) κατέγραψε πτώση 2 %, το ευρώ υποχώρησε, και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν — ένδειξη ότι οι αγορές αντιμετωπίζουν τη Γαλλία ως χώρα με θεσμικό ρίσκο.
Οι αναπόφευκτοι παραλληλισμοί με την τέταρτη Δημοκρατία
Η ιστορική αναλογία είναι αναπόφευκτη. Η Γαλλία της δεκαετίας του ’50, υπό την τέταρτη Δημοκρατία, υπέφερε από τα ίδια συμπτώματα: αστάθεια, πολυκομματισμό, κυβερνήσεις βραχύβιας διάρκειας και αδυναμία διαχείρισης κρίσεων.
Η έλλειψη σταθερών πλειοψηφιών τότε καθιστούσε αδύνατη τη λήψη αποφάσεων, οδηγώντας τη χώρα σε πολιτική κόπωση και κοινωνική απογοήτευση.
Η κρίση της Αλγερίας το 1958 υπήρξε ο καταλύτης που οδήγησε στην κατάρρευση εκείνου του συστήματος και στην επιστροφή του Ντε Γκωλ, ο οποίος επέβαλε μια θεσμική τομή.
Εξήντα επτά χρόνια αργότερα, η Πέμπτη Δημοκρατία μοιάζει να φτάνει στα δικά της όρια αντοχής. Δεν είναι τυχαίο ότι Γάλλοι συνταγματολόγοι και πολιτικοί αναλυτές μιλούν πλέον για «κόπωση του γκωλισμού» — ενός μοντέλου που δεν ανταποκρίνεται πλέον στη σημερινή, κατακερματισμένη κοινωνία.
Όπως τότε, έτσι και τώρα, η χώρα κυβερνάται από μια εκτελεστική εξουσία που δεν έχει πραγματικό έρεισμα στη Βουλή και μια Βουλή που δεν μπορεί να παραγάγει πλειοψηφία. Η διαφορά είναι ότι σήμερα δεν υπάρχει ένας Ντε Γκωλ να προσφέρει λύση.
Η ψυχολογία της κρίσης
Η πολιτική αστάθεια τρέφει έναν βαθύτερο ψυχολογικό μηχανισμό δυσπιστίας. Οι Γάλλοι πολίτες δείχνουν να έχουν χάσει την πίστη τους σε ολόκληρη την πολιτική τάξη, θεωρώντας ότι η εναλλαγή προσώπων δεν συνεπάγεται αλλαγή πορείας. Η αποχή, η οργή και η ριζοσπαστικοποίηση αποτελούν σταθερά ανερχόμενες τάσεις. Η πολιτική συζήτηση μετατοπίζεται από την ουσία στις προσωπικές επιθέσεις, ενώ ο δημόσιος λόγος γίνεται όλο και πιο τοξικός.
Η κοινωνική δυσαρέσκεια αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, όπου η εμπιστοσύνη προς τα παραδοσιακά κόμματα καταρρέει, ενώ τα άκρα συγκεντρώνουν πρωτοφανή ποσοστά. Αυτή η πόλωση καθιστά σχεδόν αδύνατη την οικοδόμηση πλειοψηφιών συνεργασίας — το ίδιο θεσμικό αδιέξοδο που έπληξε τη Δ΄ Δημοκρατία.
Προς ένα νέο πολιτειακό σταυροδρόμι
Η κρίση που αποκάλυψε η παραίτηση Λεκορνί ανοίγει έναν διάλογο για το μέλλον του γαλλικού πολιτεύματος. Ορισμένοι μιλούν για ανάγκη θεσμικής αναθεώρησης, ακόμη και για «Έκτη Δημοκρατία» που θα ενισχύσει τον ρόλο του Κοινοβουλίου και θα περιορίσει την προεδρική υπερεξουσία. Άλλοι προειδοποιούν ότι μια τέτοια μεταβολή μπορεί να οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη αστάθεια, επιστρέφοντας τη χώρα στα αδιέξοδα του παρελθόντος.
Όποια κι αν είναι η εξέλιξη, η ουσία παραμένει η ίδια: η Γαλλία βρίσκεται ενώπιον μιας κρίσης πολιτικής νομιμοποίησης, παρόμοιας με εκείνη που έθεσε τέλος στην Τέταρτη Δημοκρατία. Η παραίτηση του Σεμπαστιάν Λεκόρνου λειτουργεί ως καμπανάκι — όχι μόνο για τη Γαλλία, αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη, που βλέπει έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της σταθερότητάς της να ταλαντεύεται επικίνδυνα.
Πηγή: protothema.gr
Το άρθρο Πώς η Γαλλία έφτασε στην παραίτηση Λεκορνί μετά από μόλις 27 μέρες πρωθυπουργίας εμφανίστηκε πρώτα στο Cyprus Times.