
Πιο ευάλωτα είναι τα κτίρια που έχουν κατασκευαστεί από το 1980 έως το 1987 καθώς συμπληρώνουν σε λίγο 50 χρόνια ζωής… Γιατί; Λόγω αλλαγής των Κανονισμών Αντισεισμικού Σχεδιασμού. Από το 1992/93, με την υιοθέτηση του νέου Κανονισμού Αντισεισμικής Προστασίας, έχουμε καλύτερες κατασκευές.
Αυτό επισημαίνει, μιλώντας στα «ΝΕΑ», ο αναπληρωτής πρόεδρος του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) και τέως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Πολιτικών Μηχανικών (ECCE) Αρης Χατζηδάκης.
Το θέμα της ασφάλειας για τα χιλιάδες γερασμένα κτίρια της Αθήνας – και όχι μόνο – που χρειάζονται έλεγχο στατικής επάρκειας, θέτει η κατάρρευση του μπαλκονιού στο Λαύριο το μεσημέρι της περασμένης Τρίτης, που προκάλεσε σοβαρές υλικές ζημιές και τον ελαφρύ τραυματισμό μιας διερχόμενης γυναίκας.
Κι αυτό διότι στην Αθήνα, αλλά και στις περισσότερες πόλεις της Ελλάδας, υπάρχουν οικοδομές που έχουν κλείσει 70 και παραπάνω χρόνια ζωής. Ετσι, αν αναλογιστούμε αυτό που υποστηρίζουν οι ειδικοί, πως το οπλισμένο σκυρόδεμα έχει τυπική διάρκεια ζωής τα 50 χρόνια, εύλογα τίθεται το ερώτημα: για πόσο διάστημα θα αντέχουν αυτά τα κτίρια τη φθορά του χρόνου;
Κατά τον αναπληρωτή πρόεδρο του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) Αρη Χατζηδάκη, «ακόμα και χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τη γήρανση και την έλλειψη συντήρησης, υπάρχει μια δυνητική ανεπάρκεια τουλάχιστον 1 προς 3 στις παλαιότερες κατασκευές εξαιτίας της αλλαγής των Κανονισμών». Οπως λέει, «χοντρικά άνω του 70% των κτιρίων είναι σαφώς πιο τρωτό από τα σύγχρονα κτίρια».
Ωστόσο, η κατηγοριοποίηση των κτιρίων δεν είναι κάτι απλό. «Υπάρχουν πολυκατοικίες που κατοικούνται και ανεγέρθηκαν τις δεκαετίες του ’30, του ’50 και του ’60. Ναι, οι πολυκατοικίες εκείνης της εποχής είχαν λιγότερα σίδερα και άλλους Κανονισμούς. Είχαν όμως πολύ ισχυρούς τοίχους. Οι πολυκατοικίες αυτές έδειξαν μια συμπεριφορά ανέλπιστα καλή, γιατί οι τοίχοι τους ήταν ισχυροί», υποστηρίζει ο Αρης Χατζηδάκης.
Και συμπληρώνει: «Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει από το ’80, όταν και ξεκίνησαν τα βιομηχανοποιημένα σκυροδέματα. Εδώ, δεν είχαμε τόσο πυκνούς σκελετούς, ενώ ξεκίνησαν να κατασκευάζονται και οι πιλοτές που είναι πιο ευάλωτες στους σεισμούς».
Κάτι δεν πάει καλά…
Σύμφωνα με τον πολιτικό μηχανικό, μέλος της Κεντρικής Αντιπροσωπείας του ΤΕΕ, Βαγγέλη Ματράγκο, «η κατάρρευση μπαλκονιών αποτελεί ένδειξη πως κάτι δεν πάει καλά με τη στατική κατάσταση πολλών παλαιών κτιρίων στην Ελλάδα».
Υπενθυμίζεται πως πριν από δύο χρόνια αποκολλήθηκε το μπαλκόνι ενός ξενοδοχείου στη Συγγρού και… κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια περαστικών (!), ενώ τον περασμένο Φεβρουάριο κατέρρευσε το μπαλκόνι ενός διατηρητέου κτιρίου στον Πειραιά.
Βασική αιτία για την κατάρρευση των μπαλκονιών είναι η έλλειψη συντήρησης των παλιών κτιρίων, τα οποία θα έπρεπε να έχουν ενισχυθεί με διάφορες εργασίες αποκατάστασης. «Υπάρχουν οικοδομές στο κέντρο της Αθήνας στις οποίες είναι τόσο διαλυμένα τα υποστυλώματα, διότι έχουν οξειδωθεί οι οπλισμοί και έχουν διαλυθεί επί της ουσίας, και μπορεί να υπάρχουν κολόνες μέσα στις οποίες τα σίδερα να είναι διαλυμένα», επισημαίνει ο Βαγγέλης Ματράγκος.
Οι επικίνδυνες οικοδομές
Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτές οι οικοδομές είναι επικίνδυνες. Και στο ερώτημα «γιατί δεν πέφτουν;» η απάντηση που δίνει είναι: «Γιατί δεν έχει γίνει κανένας πολύ σοβαρός σεισμός ακόμη…».
Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη παράμετρος. Ποια είναι αυτή; Είναι οι παρεμβάσεις που γίνονται στα κτίρια, όπως είναι για παράδειγμα οι εργασίες ενεργειακής αναβάθμισης, χωρίς να υπάρχει η υποχρέωση του στατικού ελέγχου.
«Επιβαρύνουμε τα κτίρια με φορτία για τα οποία δεν είναι σχεδιασμένα. Οι θερμοπροσόψεις, οι οποίες είναι σημαντικό βάρος για μια οικοδομή, οι βαριοί υαλοπίνακες και τα κουφώματα είναι φορτία τα οποία δεν είχαν μελετηθεί για την ανέγερση αυτών των κτιρίων πριν από 60 ή 70 χρόνια», συμπληρώνει το μέλος της Κεντρικής Αντιπροσωπείας του ΤΕΕ.
«Το να επενδύσει κανείς στην ενεργειακή αναβάθμιση ενός κτιρίου παραβλέποντας τη δομική του ασφάλεια είναι παράλογο, ιδιαιτέρως σε περιοχές με αυξημένο σεισμικό κίνδυνο, όπου το πρώτο σεισμικό επεισόδιο θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο για το ενεργειακά αναβαθμισμένο αλλά μη ασφαλές κτίριο», υποστηρίζει ο Αρης Χατζηδάκης.
Ενα πολύ μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα μπαλκόνια των παλιών καλών αστικών οικοδομών της Αθήνας είναι οι ορθομαρμαρώσεις (η επένδυση των τοίχων ενός οικοδομήματος με πλάκες μαρμάρου) που τότε τοποθετούσαν στα μπαλκόνια.
«Με τις διαρροές νερού ξεκολλάνε και μπορεί να προκαλέσουν σοβαρά ατυχήματα», υποστηρίζει ο Βαγγέλης Ματράγκος. Οπως λέει, «το σημαντικότερο πρόβλημα στις παλιές οικοδομές είναι το νερό. Η υγρασία που μπορεί να υπάρχει επειδή κρατάνε τα μπαλκόνια νερό, είτε γιατί είναι βουλωμένα, είτε γιατί είναι χαλασμένα τα σιφόνια, είτε γιατί έχουν ρηγματωθεί τα πλακάκια ή τα μωσαϊκά. Το νερό αυτό βγαίνει κάτω στην πλάκα, οξειδώνοντας όλα τα σίδερά της, και έτσι βλέπουμε να φεύγουν και οι σοβάδες μαζί με τις ορθομαρμαρώσεις».
Κατά τους ειδικούς, σοβάδες που πέφτουν, υγρασίες, ρωγμές σε τοίχους ή κολόνες είναι τα σημάδια που μπορούμε να δούμε όλοι και τα οποία μπορεί να κρύβουν σοβαρά προβλήματα για τη στατικότητα ενός κτιρίου, πέρα από τα κατασκευαστικά λάθη, τα οποία κατά περίπτωση δεν μπορούν να αποκλειστούν.
Ελεγχοι όπως… ΚΤΕΟ
«Στην Ελλάδα υποχρεώνουν όλα τα αυτοκίνητα κάθε δύο χρόνια σε έλεγχο ΚΤΕΟ για να διαπιστωθούν η αξιοπιστία και η ασφάλεια του οχήματος. Δεν είναι λογικό να υπάρχει και υποχρέωση ελέγχου της στατικής επάρκειας των κτιρίων πέρα από ένα εύλογο διάστημα από την κατασκευή τους; Δεν είναι λογικό οι στατικές μελέτες να έχουν χρόνο ζωής και μετά, υποχρεωτικά, να ανανεώνονται;», διερωτάται ο Βαγγέλης Ματράγκος.
Παρόλο που, όπως λέει, υπάρχει υποχρέωση ανανέωσης του πιστοποιητικού ηλεκτρολόγου και του συντηρητή ανελκυστήρα, του πιστοποιητικού πυροπροστασίας, ακόμη και των πιστοποιητικών ενεργειακής απόδοσης, τα οποία έχουν ισχύ 10 χρόνων, δεν προβλέπεται καμία υποχρεωτικότητα στον επανέλεγχο της στατικότητας ενός κτιρίου το οποίο έχει κατασκευαστεί αρκετές δεκαετίες πριν.