Προς μια πιο φιλική πολιτογράφηση της Διασποράς

Κωνσταντίνος Καλυμνιός

Με ικανοποίηση η παροικία υποδέχεται τη δήλωση του Υφυπουργού Ελληνισμού της Διασποράς, κ. Γιάννη Λοβέρδου, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής του στην Αυστραλία, ότι η Ελληνική Κυβέρνηση επιθυμεί να ενθαρρύνει τους ομογενείς να εγγράφονται ως Έλληνες πολίτες. Όπως ανέφερε σε δηλώσεις του που δημοσιεύθηκαν στον Νέο Κόσμο, στόχος του είναι να περιοριστεί η γραφειοκρατία και να επιταχυνθούν οι διαδικασίες απόδοσης ιθαγένειας σε άτομα ελληνικής καταγωγής.

Η παροικία καλωσορίζει αυτή τη δέσμευση, αλλά ταυτόχρονα επισημαίνει ότι η διαδικασία παραμένει ιδιαίτερα δυσκίνητη, γεμάτη εμπόδια που συχνά οδηγούν στην απογοήτευση των ενδιαφερομένων. Για να γίνει πράξη η πρόθεση του υπουργού, απαιτούνται γενναίες θεσμικές και διοικητικές τομές που θα καθιστούν την πολιτογράφηση πραγματικά φιλική προς τους απόδημους.

Πρώτο βήμα πρέπει να είναι η αποδοχή τεκμηρίωσης μόνο από έναν γονέα ελληνικής υπηκοότητας. Δεν έχει λογική να απαιτούνται στοιχεία και για τους δύο, όταν αρκεί η πιστοποιημένη ελληνική ταυτότητα του ενός. Αυτό θα απαλλάξει πολλούς από δυσβάσταχτα διοικητικά εμπόδια. Η απαίτηση να προσκομίζονται έγγραφα παλιών γάμων ή διαζυγίων των γονιών είναι αναχρονιστική και, σε πολλές περιπτώσεις, αδύνατη να ικανοποιηθεί. Πολλοί ομογενείς δεν μπορούν να εντοπίσουν τέτοια πιστοποιητικά, ειδικά όταν πρόκειται για παλιότερες γενιές ή για αρχεία άλλων χωρών. Μια υπεύθυνη δήλωση ή ένορκη βεβαίωση θα έπρεπε να επαρκεί.

Η δυνατότητα να επιλέγει ο ενδιαφερόμενος αν θα διεκπεραιώσει την υπόθεσή του στην Ελλάδα ή στο προξενείο της περιοχής του είναι κρίσιμη. Σήμερα, το προξενείο Μελβούρνης, και γενικότερα οι ελληνικές προξενικές αρχές στην Αυστραλία, είναι υποστελεχωμένες. Για να εξασφαλίσει κανείς ραντεβού, συχνά χρειάζεται να περιμένει μήνες. Αυτή η καθυστέρηση αποθαρρύνει πολλούς, ιδιαίτερα νέους ανθρώπους που εργάζονται ή σπουδάζουν και δεν μπορούν να διαθέσουν τόσο χρόνο. Θα πρέπει, λοιπόν, να παρέχεται η εναλλακτική δυνατότητα να διεκπεραιώσει κάποιος την υπόθεσή του απευθείας σε δήμο της Ελλάδας, εφόσον το επιθυμεί, χωρίς να εξαρτάται αποκλειστικά από τις προξενικές υπηρεσίες. Η Ελλάδα διαθέτει πλέον τις τεχνολογικές υποδομές ώστε οι υπηρεσίες να επικοινωνούν ψηφιακά και να διαχειρίζονται ηλεκτρονικά τους φακέλους των αποδήμων.

Οι συνεχείς απαιτήσεις για μεταφράσεις και σφραγίδες Apostille αποτελούν ακόμη ένα άχθος. Το κράτος θα πρέπει να δέχεται τα πρωτότυπα ξενόγλωσσα έγγραφα χωρίς μετάφραση, εκτός αν υπάρχει βάσιμος λόγος. Οι περισσότεροι ομογενείς προσκομίζουν πιστοποιητικά γεννήσεως ή γάμου εκδομένα από αναγνωρισμένες αρχές — έγγραφα των οποίων η αυθεντικότητα είναι προφανής.

Πάνω απ’ όλα, χρειάζεται μια νέα διοικητική λογική: να αντιμετωπίζεται ο ομογενής όχι ως ύποπτος ή αιτούμενος χάρη, αλλά ως φυσικό τέκνο της Ελλάδας που ζητά απλώς να αναγνωριστεί. Όταν ένα άτομο γεννιέται από Έλληνα γονιό, το κράτος πρέπει να υποθέτει ότι είναι Έλληνας, εκτός αν αποδειχθεί το αντίθετο. Η πολιτογράφηση πρέπει να στηρίζεται στην αρχή της εμπιστοσύνης και όχι της καχυποψίας.

Στο ίδιο πνεύμα, πρέπει να προβλεφθεί ειδική μέριμνα για περιπτώσεις όπως εκείνες των Αιγυπτιωτών και άλλων κοινοτήτων της Ανατολής ή της Βορείου Ηπείρου, των οποίων η ελληνικότητα ανάγεται στους παππούδες ή προπαππούδες τους. Πολλοί από αυτούς δεν διαθέτουν πλέον έγγραφα ή πιστοποιητικά, όμως έχουν βαπτιστεί σε ελληνικές εκκλησίες, έχουν ελληνικά ονόματα και αναγνωρίζονται από τις ίδιες τις κοινότητές τους ως Έλληνες. Αυτά τα άτομα πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται από το ελληνικό κράτος χωρίς να απαιτείται ένας γραφειοκρατικός «φάκελος» που, μετά από γενιές, δεν υπάρχει πια. Η ιστορική παρουσία και η εκκλησιαστική μαρτυρία θα έπρεπε να θεωρούνται επαρκείς αποδείξεις ελληνικότητας, ιδιαίτερα όταν προέρχονται από επίσημες κοινότητες ή εκκλησιαστικές αρχές, όπως η Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας ή άλλες Μητροπόλεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Ένα θέμα που συχνά προκαλεί απογοήτευση και θλίψη είναι το ζήτημα των αγγλοποιημένων ονομάτων. Σήμερα, οι ομογενείς που έχουν γεννηθεί με ονόματα όπως Peter, Helen ή George αναγκάζονται να τα δουν μεταγραμμένα ως «Πήτερ», «Χέλεν» ή «Τζορτζ» στις ελληνικές ταυτότητες ή στα διαβατήριά τους. Αυτό είναι προσβλητικό, διότι αποκόπτει τους ανθρώπους από τη γλωσσική και πολιτισμική τους ταυτότητα. Η λύση είναι απλή: να επιτρέπεται σε όποιον το επιθυμεί να δηλώσει την ελληνική μορφή του ονόματός του — Πέτρος, Ελένη, Γιώργος. Έτσι αποκαθίσταται η συνέχεια της παράδοσης και ο σεβασμός προς την ίδια την ελληνική γλώσσα.

Η κυβέρνηση πρέπει επίσης να θεσπίσει ανώτατο χρονικό όριο για την εξέταση κάθε αίτησης, π.χ. έξι μήνες, και να υποχρεούται να ενημερώνει τον πολίτη ηλεκτρονικά για την πορεία της υπόθεσής του. Παράλληλα, θα ήταν χρήσιμη η δημιουργία Γραφείου Υποστήριξης Ομογενών για Θέματα Ιθαγένειας, στελεχωμένου με υπαλλήλους που γνωρίζουν τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες της διασποράς. Ένα τέτοιο γραφείο θα μπορούσε να λειτουργεί είτε εντός των προξενείων είτε διαδικτυακά, με ψηφιακή εξυπηρέτηση και καθοδήγηση βήμα προς βήμα.

Πέραν αυτών, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα Ενιαίο Ψηφιακό Μητρώο Ελλήνων της Διασποράς, όπου κάθε ομογενής θα εγγράφεται εθελοντικά, συνδέοντας τα στοιχεία του με τα προξενεία, τους δήμους και τα υπουργεία. Η Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας και η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην επικαιροποίηση αυτών των στοιχείων, καθώς διαθέτουν βαθιά γνώση της κοινότητας. Εξίσου σημαντική θα ήταν η θεσμοθετημένη συνεργασία του κράτους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την αξιοποίηση εκκλησιαστικών αρχείων σε περιπτώσεις απώλειας δημοσίων εγγράφων.

Επιπλέον, όταν ένα μέλος μιας οικογένειας αποκτήσει ιθαγένεια, θα πρέπει να υπάρχει αυτόματη διευκόλυνση για τα υπόλοιπα μέλη — αδέλφια ή παιδιά — ώστε να μην χρειάζεται να ξεκινούν εκ νέου την ίδια διαδικασία. Να υπάρξει επίσης πρόβλεψη για τιμητική πολιτογράφηση ομογενών που έχουν συμβάλει ουσιαστικά στην προβολή του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό, καθώς και για εκπαιδευτικά και πολιτιστικά προγράμματα σύνδεσης των νέων με την Ελλάδα: θερινά σχολεία, εθελοντικές δράσεις, πρακτικές και πολιτιστικά εργαστήρια.

Η απλοποίηση της πολιτογράφησης θα ενισχύσει και την εκλογική συμμετοχή των αποδήμων, εξασφαλίζοντας ότι η φωνή της διασποράς θα ακούγεται ουσιαστικά στον δημόσιο βίο. Χρειάζεται ακόμη σαφής πρόβλεψη για τα παιδιά μικτών γάμων, ώστε να μην αντιμετωπίζουν διακρίσεις ή πρόσθετες γραφειοκρατικές απαιτήσεις. Αντίστοιχα, να δοθεί η δυνατότητα επανεγγραφής σε όσους Έλληνες ή απογόνους Ελλήνων έχασαν την ιθαγένειά τους λόγω πολιτικών ή διοικητικών συνθηκών του παρελθόντος.

Τέλος, πρέπει να δημιουργηθεί μια μόνιμη γραμμή επικοινωνίας και εξυπηρέτησης της διασποράς, ένα τηλεφωνικό και διαδικτυακό κέντρο που θα παρέχει πληροφορίες, καθοδήγηση και συνεχή υποστήριξη στους αιτούντες. Και, πάνω απ’ όλα, να θεσπιστεί μια διαρκής διαβούλευση ανάμεσα στο Υπουργείο και τους εκπροσώπους της ομογένειας, ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται με πραγματική γνώση των αναγκών των αποδήμων.

Η δήλωση του κ. Λοβέρδου είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα. Η πράξη, όμως, θα είναι η πραγματική απόδειξη ότι η Ελλάδα θέλει να αγκαλιάσει τα παιδιά της όπου κι αν βρίσκονται. Οι ομογενείς δεν ζητούν προνόμια· ζητούν λογική, δικαιοσύνη και έναν διοικητικό μηχανισμό που να τους βλέπει ως αυτό που είναι: Έλληνες, απλώς γεννημένοι μακριά από την πατρίδα. Ο τρόπος με τον οποίο το ελληνικό κράτος θα αντιμετωπίσει τα παιδιά των μεταναστών θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τη σχέση των απόδημων παροικιών με την Ελλάδα στο μέλλον. Γιατί η αλήθεια είναι απλή: εκείνοι χρειάζονται εμάς, όσο κι εμείς εκείνους.

The post Προς μια πιο φιλική πολιτογράφηση της Διασποράς appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.