
Οι κλιμακούμενες επιχειρήσεις της Δημοτικής Αστυνομίας στις πιο κεντρικές περιοχές της Αθήνας, με στόχο καταστήματα εστίασης που καταλαμβάνουν παράνομα δημόσιο χώρο, φέρνουν στο φως ένα διαχρονικό πρόβλημα – και μαζί του, την ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα του πολίτη και την αγωνία τού επαγγελματία. «Οπου υπάρχουν παράνομα τραπεζοκαθίσματα, θα μπαίνει λουκέτο. Οι σφραγίσεις δεν συνιστούν τιμωρία, αλλά απόδοση δικαιοσύνης για την κοινωνία» υπογραμμίζει ο αντιδήμαρχος, Θωμάς Γεωργιάδης.
Για πρώτη φορά, η δημοτική αρχή δείχνει ότι οι κανόνες δεν είναι θεωρητικοί, όπως δείχνουν τα σχετικά στοιχεία για τις σφραγίσεις καταστημάτων. «Η παράνομη κατάληψη από καταστήματα, μαζί με το αντικοινωνικό παρκάρισμα είναι κύριες αιτίες που εμποδίζουν την ελεύθερη διέλευση των πολιτών στον δημόσιο χώρο και κυρίως των ατόμων με αναπηρία» συνεχίζει ο κ. Γεωργιάδης. «Η ελεύθερη διέλευση είναι δικαίωμα, όποιος καταπατά παράνομα δημόσιο χώρο, καταπατά το δικαίωμα όλων μας. Και ευτυχώς υπάρχουν νόμοι που το διασφαλίζουν και δεν έγκειται μόνο στην ενσυναίσθηση και τον σεβασμό που μπορεί να έχει κανείς για το κοινωνικό σύνολο».
Η τοποθέτησή του μοιάζει ξεκάθαρη, αλλά τα πράγματα δεν φαίνονται τόσο απλά, όπως δείχνουν και οι αντιδράσεις των επαγγελματιών.
Ο Γ.Π., ιδιοκτήτης καφέ στο Μεταξουργείο, είδε το κατάστημά του να σφραγίζεται για τρεις ημέρες μέσα στον Σεπτέμβριο. «Δεν λέμε να μην τηρούνται οι κανόνες. Αλλά το καλοκαίρι, όταν το πεζοδρόμιο είναι άδειο και δεν ενοχλούμε κανέναν, γιατί να μας τιμωρούν με σφράγισμα; Θα μπορούσε να υπάρχει μια προειδοποίηση, μια συνεργασία, όχι κατευθείαν λουκέτο». Στα λόγια του αποτυπώνεται η αγωνία ενός μικρού επαγγελματία που προσπαθεί να κρατήσει ζωντανό το μαγαζί του, ενώ η πόλη αλλάζει ρυθμούς.
Η δημοτική πολιτική, που βασίζεται σε ψηφιακά μέσα και νέα εργαλεία, φαίνεται για πολλούς να ήρθε «απότομα». «Δεν είμαστε ενάντια στους ελέγχους, αλλά όταν δεν υπάρχει ενημέρωση για τις εφαρμογές, για τα QR code που πρέπει να έχουμε και μετά ξαφνικά έρχονται να μας γράψουν, νιώθεις σαν να σε στοχοποιούν». Σε ψύχραιμο τόνο, ο Γιώργος Καββαθάς, πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ, σημειώνει πως «κατ’ αρχάς δεν τίθεται ζήτημα ως προς την πρόσβαση που πρέπει να έχουν τα ΑμεΑ, αλλά και ευρύτερα οι πολίτες, όπως οι οικογένειες με καρότσι. Οι περιορισμοί στα τραπεζοκαθίσματα επηρεάζουν τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τα μικρότερα καταστήματα, αφού μειώνουν τον διαθέσιμο χώρο εξυπηρέτησης και τον τζίρο. Θα μπορούσε, όπου είναι εφικτό, να δίνεται η δυνατότητα χρήσης περισσότερου χώρου, ώστε να αντισταθμίζεται η απώλεια και ταυτόχρονα να διασφαλίζεται η πρόσβαση των πεζών και των ΑμεΑ».
Η φράση «νομιμότητα με βιωσιμότητα» επανέρχεται συχνά στη συζήτηση. «Χρειάζεται διαβούλευση με τις τοπικές συλλογικότητες των επιχειρήσεων, ώστε να διαμορφώνονται ρυθμίσεις που συνδυάζουν νομιμότητα και βιωσιμότητα, με ενιαίους κανόνες από τους δήμους» τονίζει ο ίδιος. Για τους ελέγχους προσθέτει ότι «συχνά εφαρμόζονται αποσπασματικά και με τιμωρητική λογική, δημιουργώντας αίσθηση αδικίας. Θα βοηθούσε ένα στάδιο σύστασης πριν από τις κυρώσεις, με εύλογο χρόνο συμμόρφωσης». Οσο για τις ψηφιακές εφαρμογές, παραμένει επιφυλακτικός: «Παρουσιάζονται ως καινοτομίες, αλλά δεν λύνουν τα βασικά προβλήματα: την έλλειψη ενιαίων κανόνων, τις ανισότητες ανάμεσα στους δήμους και την απουσία ουσιαστικού διαλόγου με τους επαγγελματίες».
«Η Αθήνα είναι μια δύσκολη πόλη»
Η εντεταλμένη δημοτική σύμβουλος Προσβασιμότητας, Έλενα Μαντζαβίνου, γνωρίζει καλά τις δυσκολίες της πόλης: «Η Αθήνα είναι μια δύσκολη πόλη, νομίζει κανείς ότι στρέφεται ενάντια στους κατοίκους της, αντί να διευκολύνει την καθημερινότητα. Εχουμε να αντιμετωπίσουμε επιλογές άλλων εποχών, όπως τα ιδιαίτερα στενά πεζοδρόμια σε πολλές γειτονιές, αλλά και νεότερες παρεμβάσεις, όπως οδεύσεις τυφλών που καταλήγουν σε σκάλες ή δεν πηγαίνουν πουθενά. Είμαστε η μόνη ευρωπαϊκή πόλη που επιλέγουμε να κινούμαστε στην άσφαλτο αντί για τα πεζοδρόμια» λέει.
Ο ίδια προσθέτει: «Πάμε όμως τώρα να δώσουμε μια νέα προοπτική στην πόλη. Συνεχίστηκαν έργα ανακατασκευής και βελτίωσης πεζοδρομίων και ραμπών, αφαιρέθηκαν εμπόδια, έγιναν συναντήσεις με αναπηρικούς φορείς και συλλόγους πεζών, για να είναι στοχευμένες και κατάλληλες οι παρεμβάσεις με όρους προσβασιμότητας. Εχουμε παραλάβει τη μελέτη του έργου “7 προσβάσιμες διαδρομές στον Δήμο της Αθήνας” και ξεκινάμε τα τεχνικά έργα για την υλοποίησή τους».
«Ο δημόσιος χώρος ανήκει σε όλους»
Η εξίσωση είναι, αναμφίβολα, δύσκολη. Από τη μία, βλέπεις τον επιχειρηματία να αγωνιά για το μεροκάματο. Από την άλλη, τον πεζό να διεκδικεί το δικαίωμά του στο πιο απλό πράγμα: να περπατήσει. Κάπου ανάμεσα, η δημοτική αρχή προσπαθεί να κρατήσει ισορροπία – με νόμους, QR code και σφραγίδες. Η πόλη δείχνει να περνάει από μια περίοδο «χαλαρότητας» σε μια νέα φάση ευθύνης.
Ο Θ. Γεωργιάδης το λέει χωρίς περιστροφές: «Επιτέλους, επιτρέψτε μου να πω, που υπάρχει η πολιτική βούληση και δεν κάνουμε πλέον τα στραβά μάτια. Θεωρώ πολύ κρίσιμη τη διαδικασία των σφραγίσεων που ξεκίνησε ο Δήμος Αθηναίων. Θα επιθυμούσα να μην ήταν απαραίτητο και θέλω να πιστεύω ότι η μεγάλη πλειοψηφία θα λειτουργήσει τελικά όπως είναι το προβλεπόμενο. Εξοργίζομαι κυριολεκτικά όταν βλέπω τραπεζοκαθίσματα πάνω σε οδεύσεις τυφλών. Και να σας πω και κάτι, με στενοχωρεί πολύ όταν βλέπω τους ανθρώπους που κάθονται και τρώνε ή πίνουν τον καφέ τους σε αυτές τις καρέκλες, σε αυτά τα τραπέζια. Για μένα σημαίνει ότι δεν βλέπουν κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό τους». Ανάμεσα στις ράμπες που ξαναφαίνονται, τα πεζοδρόμια που καθαρίζονται και τα τραπεζοκαθίσματα που απομακρύνονται, η Αθήνα μοιάζει να αναμετράται με τον εαυτό της. Οι έλεγχοι συνεχίζονται – και μαζί τους, η συζήτηση για το τι σημαίνει δικαιοσύνη στον δημόσιο χώρο. Για άλλους, είναι αυστηρότητα. Για άλλους, επιτέλους δικαίωση. Και για όλους, ένα στοίχημα: να μάθουμε να μοιραζόμαστε τον χώρο που, στην πραγματικότητα, δεν ανήκει σε κανέναν – και σε όλους.