Τι σημαίνει «σπίτι» για εμάς που ζούμε μακριά; Είναι η διεύθυνση στο χάρτη ή κάτι που κουβαλάμε μέσα μας; Είναι οι τέσσερις τοίχοι ή οι τέσσερις εποχές της ζωής μας που κυλούν μέσα σε αυτούς;
Για τη Διασπορά, το σπίτι δεν είναι ποτέ μόνο ένα κτίσμα. Είναι μια μνήμη με θεμέλια. Είναι η πρώτη αυλή που τρέξαμε ξυπόλυτοι στην Ελλάδα και η πρώτη πόρτα που κλείσαμε πίσω μας στην Αυστραλία. Είναι το τραπέζι της Κυριακής με τα φαγητά που μυρίζουν πατρίδα, τα τηλέφωνα αργά το βράδυ, οι οθόνες που γεφυρώνουν χιλιάδες χιλιόμετρα.
Το σπίτι είναι η συνέχεια. Ο τρόπος που φυλάμε το παλιό μαζί με το καινούργιο. Που ανάβουμε το καντήλι δίπλα στη smart TV. Που στολισμένες κουρτίνες ρίχνουν το φως πάνω σε ξύλινα περβάζια και φωτογραφίες παλιών συγγενών. Που το άρωμα της μαστίχας μπλέκεται με την ευωδιά του καφέ στο σαλόνι.
Στην ελληνική Διασπορά, το σπίτι είναι το κέντρο του μικρόκοσμού μας. Το σημείο απ’ όπου αρχίζουμε και όπου πάντα επιστρέφουμε, ακόμα κι όταν αλλάζουμε ήπειρο, δουλειά, ρυθμό.
Είναι εκεί όπου μαθαίνουμε στα παιδιά μας ελληνικά, όπου οι δύο γλώσσες μπλέκονται τρυφερά — και όμως λένε την ίδια ιστορία: ποιοι είμαστε και από πού ερχόμαστε.
Κάθε γενιά Ελλήνων της Αυστραλίας κουβαλά ένα διπλό σπίτι: εκείνο που κατοικεί και εκείνο που θυμάται. Το πρώτο έχει στέγη, ρεύμα και ρυθμίσεις ασφαλείας· το δεύτερο έχει ρίζες, ιστορίες και προσευχές. Το ένα μας προστατεύει από τη βροχή· το άλλο μας προστατεύει από τη λήθη.
Και όσο αλλάζουν οι εποχές, όσο οι ζωές μας τρέχουν ανάμεσα σε υποχρεώσεις, τεχνολογία και αεροπορικά δρομολόγια, αυτό το δεύτερο σπίτι —το εσωτερικό— παραμένει σταθερό. Μπορεί να είναι μια λέξη, ένα τραγούδι, μια φωτογραφία του χωριού μας στο ψυγείο. Μπορεί να είναι ο ήχος της φωνής της μάνας μας που λέει «καλώς ήρθες» στο τηλέφωνο, ενώ εμείς καθόμαστε 15.000 χιλιόμετρα μακριά.
Ίσως τελικά το σπίτι να είναι μια αίσθηση και όχι μια διεύθυνση. Μια διαρκής προσπάθεια να κρατήσουμε τη ζεστασιά, τη γλώσσα, το ανήκειν. Να φτιάξουμε δεσμούς που αντέχουν, ακόμη κι αν ταξιδεύουμε διαρκώς.
Και γι’ αυτό, κάθε φορά που χτίζουμε, αγοράζουμε, ανακαινίζουμε ή απλώς διακοσμούμε τον χώρο μας, στην ουσία προσπαθούμε να ξαναχτίσουμε ένα κομμάτι της ταυτότητάς μας.
Το σπίτι γίνεται έτσι κάτι βαθύτερο: ένας καθρέφτης των επιλογών μας, της πίστης μας, της αγάπης μας για ό,τι μας κρατά ανθρώπινους.
Για εμάς, το σπίτι είναι εκεί όπου μιλάμε ελληνικά, ακόμη κι όταν δεν χρειάζεται. Εκεί όπου βάζουμε μαστίχα από τη Χίο και κρασί από τη Νάουσα, ανάβουμε το κερί για τον Άγιό μας, βάζουμε μουσική και ανοίγουμε τις κουρτίνες για να μπει στο σπίτι μια στάλα ήλιου — σαν να είναι Αύγουστος στη Σαντορίνη ή στη Λήμνο.
Γιατί το σπίτι, όπου κι αν βρίσκεται, είναι πάντα η πατρίδα που επιλέγουμε να θυμόμαστε.
The post Το σπίτι της ψυχής μας appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.