Οι πιο όμορφες αναμνήσεις μου για την 28η Οκτωβρίου του 1940 δεν αφορούν κάποια σχολική γιορτή για την εθνική επέτειο του ΟΧΙ, αλλά μια μέρα του Ιούλη. Τη μέρα που στη Χίο, στο νησί που γεννήθηκα και μεγάλωσα, εορτάζεται το μεγαλύτερο παγχιακό πανηγύρι της Αγιας Μαρκέλλας.
Ήταν 22 Ιουλίου. Ντάλα καλοκαίρι. Ήμουν μαθητούδι του Δημοτικού. Πώς περνούν τα χρόνια… Πώς ξυπνούν οι θύμησες…
Αχάραγα με ξύπνησε ο πατέρας μου.
«Σήκω Σωτήρη! Άντε να πάμε να μαζέψουμε τ’ αμύγδαλα», είπε βαριά, με τη μπάσα, δυνατή του φωνή.
«Τι; Μα σήμερα είναι το πανηγύρι!» του φώναξα. Όλο τον χρόνο περίμενα να πάω, να βάλω τα καλά μου, να δω κόσμο, να χαζέψω στις παράγκες με τα πανηγυριώτικα, και ίσως, η μάνα να μου αγοράσει κανένα παστέλι.
«Δεν ακούω τίποτα, σήκω! Έχουμε δουλειές, δεν είμαστε για τα πανηγύρια», απάντησε με εκείνο το βλέμμα που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. «Άντες και μεσημέριασε». (Ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα…).
Ο πατέρας μου, ο Γιώργης ο Ζέκας, ο Μικρασιάτης, ο πρόσφυγας, ήταν ομορφάντρας, ένα παλικάρι κοντά δυο μέτρα, με φωνή που έκοβε την κουβέντα στα δυο. Άσε που γινόταν κι αψής όταν θύμωνε. Πού να του φέρω αντίρηση εγώ…

ος, αλλά τον σεβόμουν τον πατέρα μου. Να του αντιμιλήσω; Ούτε λόγος. Είχα όμως τον τρόπο μου να πάρω την εκδίκησή μου και να πολεμήσω το άδικο με τα όπλα μου, κι ας ήμουν ένα αμούστακο σχολιαρούδι. Άσε που ήμουν και κοντός, αφού εγώ είχα πάρει από τους Χιώτες, το σόι της μάνας μου της Στελλας.
Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα πως δεν θα του μιλώ. Όλη τη μέρα. Ούτε θα του μιλώ, ούτε που θα τον κοιτάζω. Αφού δεν με άφησε να πάω στο πανηγύρι, θα του έδειχνα εγώ.
Με τα μούτρα μέχρις το πάτωμα, νύφτηκα, έβαλα τα παλιά μου, τα ρούχα που φορούσα στα χωράφια και τα παπούτσια που κληρονόμησα απ’ τον αδερφό μου τον Νικολή, όταν του μίκρυναν. Ήταν λίγο φαρδιά, αλλά αυτά είχα μονάχα. Ήπια μονοκοπανιάς το γάλα μου, άρπαξα το δισάκι με το ψωμοτύρι και τις ελιές, που μου ‘χε ‘τοιμάσει η μάνα μου και σκαρφάλωσα μονομιάς στο μουλάρι.
«Άχου! Και δεν έχω δυο κούφια καρύδια να σου δώκω!» με περιέπαιξε ο κυρ Γιώργης κι ένα αμυδρό χαμόγελο σχηματίστηκε κάτω απ’ το μουστάκι του.
Σιγά μη γελάσω. Ίσα, ίσα που νευρίασα ακόμα πιο πολύ και γύρισα τη μούρη μου απ’ την άλλη. Ανάκατσα στα καπούλια του μουλαριού και ανέβηκε κι εκείνος.
Με τεράστια χέρια του τράβηξε τα γκέμια και πήραμε τον δρόμο για τη Βίγλα. ¨Ενα χωράφι με αμυγδαλιές. Η Βίγλα, που βρισκόταν στη βουνοπλαγιά της Αμανής, θα πήρε τ’ όνομά της από κάποιο παρατηρητήριο που θα υπήρχε εκεί απ’ τα παλιά τα χρόνια. Από κει μπορούσες να έχεις άπλετη θέα στη θαλάσσια περιοχή ανοιχτά της Λέσβου, απ’ όπου, λέγαν οι παλιοί κατέφταναν οι πειρατές, που εξορμούσαν και λυμαίνονταν τα χωριά μας.
«Τέτοιες μέρες θα ήταν που μας φώναξαν”, άρχισε να μονολογεί ο πατέρας μου. “Ιούλης του 1940. Μόλις είχαμε παντρευτεί με τη μάνα σου. Ήμουν 29 χρόνων, αλλά το θυμάμαι σαν χτες».
Ακόμα συνοφρυωμένος, άρχισα να δίνω προσοχή. Από μικρός μου άρεσαν οι ιστορίες κι ο πατέρας μου το ήξερε αυτό. Αλλά τούτη εδώ δεν ακουγόταν σαν εκείνες τις διηγήσεις που μου εξιστορούσε ο παππούς μου ο Κωνσταντής, ο Χιώτης, που μου μιλούσε για τα κατορθώματα του Αχιλλέα, του Μεγ’ Αλέξανδρου, του Κολοκοτρώνη και του Κανάρη. Τούτη η ιστορία ήταν η ιστορία του ίδιου του πατέρα μου. Όσο κι αν εκείνη την ώρα το πείσμα μου ξεπερνούσε αυτό του μουλαριού, που μας κουβαλούσε στο σαμάρι του, δεν έπαψα ούτε στιγμή να τον θαυμάζω και να τον λατρεύω σαν θεό μου.
«Η Ευρώπη έβραζε. Όλες οι χώρες έπεφταν στους Γερμανούς”, συνέχισε την εξιστόρηση ο κυρ Γιώργης. “Εμείς δεν είχαμε μπει στον πόλεμο, αλλά η κυβέρνηση ήξερε πως δεν θα αργούσε να ‘ρθει κι η δική μας η σειρά».
Τώρα πια είχα στήσει αφτί για τα καλά αφού η περιέργειά μου μ’ έκανε να ξεχάσω τον θυμό για την αδικία που με έπνιγε.
«Μια μέρα το λοιπόν, έγινε επιστράτευσις. Μαζευτήκαμε ούλοι οι Χιώτες στο λιμάνι. Μας έδωκαν κι όπλα και μας μπάρκαραν στο πλοίο για την Αλεξανδρούπολη.
Δεν φοβούμαστε; Δεν αγωνιούσαμε; Δεν στεναχωριόμαστε που αφήναμε τα σπίτια μας, τις δουλειές μας, τα χωριά μας, τους δικούς μας ανθρώπους, χωρίς να ξέρουμε αν θα τους ξαναδούμε; Φοβούμαστε, μα δεν θέλαμε να δείξουμε τον φόβο μας. Κι ήταν ένας φόβος ανακατεμένος με πείσμα και πιο πολύ μια λύπη κι ένας θυμός για τη χαμένη πατρίδα, που κουβαλούσα ακόμα μέσα μου.
Μες στο καράβι τραγουδούσαμε πατριωτικά τραγούδια. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν πήγαινα να πολεμήσω για το σπίτι στον Εγρηγόρο ή για το σπίτι που αφήσαμε πίσω πριν είκοσι χρόνια στο Μελί. Θα πολεμούσα και για τα δυο. Για τούτο τον λόγο θα πολεμούσα για δυο νοματαίους, μια για τον νιόπαντρο που άφησε πίσω τη νύφη του στη Χίο και μια για το προσφυγόπουλο που άφησε πίσω την πατρίδα του, την Ιωνία (το Μελί).
Όχι! Αυτή τη φορά δε θα μας τα ξανάπερναν τα σπίτια. Αυτή τη φορά δεν θα μας έκαιγαν τα χωριά. Αυτή τη φορά δεν θα εγκαταλείπαμε τη γη μας. Αυτή τη φορά θα πολεμούσαμε!».
Για πότε φτάσαμε στο χωράφι, ούτε που κατάλαβα. Ξεπεζέψαμε. Δέσαμε το ζώο σε μια σκιά κι αρχίσαμε το μάζεμα. Ήμουν σκληρόπετσος, δε φοβόμουν τη δουλειά. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μ’ έπαιρνε μαζί του στα χωράφια και δεν έκανα πίσω πουθενά.
Ο πατέρας πάνω στη μυγδαλιά, ράβδιζε τα κλαδιά κι εγώ από κάτω μάζευα τα μύγδαλα. Ράβδιζε κείνος κι έλεγε. Μάζευα γώ τον καρπό, μάζευα και τα λόγια του, που έπεφταν σαν χρυσά κουκούτσια μνήμης.
«Απ’ την Αλεξανδρούπολη μας πήγαν Θεσσαλονίκη κι από κει μας μετέφεραν στη Φλώρινα. Στη Φλώρινα πήγα σ’ ένα φτηνό μαγειρείο. Στη ζωή μου δεν είχα φάγει ψάρια του γλυκού νερού, δεν ήξερα πως υπήρχαν και τέτοια. Είπα να τα δοκιμάσω. Έμεινα νηστικός. Χωματήλα!»
Και μόνο στη σκέψη εκείνης της διήγησης του πατέρα μου, μου ανέβαινε η χωματήλα στα ρουθούνια. Μονάχα μια φορά, μεγάλος πια, είπα να τα δοκιμάσω. Ά, ρε πατέρα…
Όλη τη μέρα δε σταμάτησε λεπτό την αφήγηση. Για τους συντρόφους που δε γύρισαν, για τις μάχες, για τον φόβο, για την επιστροφή στο χωριό, όταν όλοι τον είχαν για νεκρό. Όλη τη μέρα, εγώ δεν έβγαλα μιλιά, μην πα και του διακόψω τον ειρμό και ξεχάσει και δεν μου πει όλες τις λεπτομέρειες που διψούσα να ακούσω.
Το μεσημέρι σταματήσαμε για το λιγοστό φαΐ μας και μια σύντομη σιέστα κάτω από έναν ίσκιο.
«Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά», σιγομουρμούρισε το τραγούδι της Βέμπω ο πατέρας. Του άρεσε η μουσική. Κι ο χορός του άρεσε, μονάχα που αυτή τη φορά δεν είχε κοντά τη μάνα για να την αρπάξει, να τη χορέψει έναν συρτό και να μας διασκεδάσει.
«Σήκω! Πολυκάτσαμε», είπε ύστερ’ από λίγο, και ξαναρχίσαμε τη δουλειά μέχρι που βράδιασε. Σκηνές απ’ το μέτωπο, επιθέσεις, ηρωισμοί ήττες… ξανάρχισε τη διήγηση. Μέχρις την επιστροφή.
«Μήνες πολεμούσαμε τους Ιταλούς. Μέχρι τον Απρίλη. Νικούσαμε. Τους είχαμε τρέψει σε φυγή. Μετά ήρθαν οι Γερμανοί. Πάλι γενναία πολεμήσαμε, αλλά ήταν πολλοί κι εμείς λίγοι και ταλαιπωρημένοι, πεινασμένοι και παγωμένοι. Χάσαμε…»
Σε κείνη τη γιορτή της Αγιάς Μαρκέλλας έζησαν τον πιο όμορφο εορτασμό της Εθνικής Επετείου της 28ης Οκτωβρίου. Ήταν μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού, αλλά εγώ εκείνες τις ώρες δεν άκουγα τα τζιτζίκια στο Πελιναίο Όρος, μα το σφύριγμα του παγωμένου ανέμου στα Όρη της Πίνδου, τις βολές των όπλων, τα ποδοβολητά των αλόγων και κραυγές των φαντάρων, των συντρόφων του πατέρα μου.

«Σαν παραδόθηκε η Ελλάδα, πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Σκυφτοί και κουρελιασμένοι, μισοί.
Μια μέρα ο παππάς του χωριού ανήγγειλε στην εκκλησιά πως μου δώκανε παράσημα για ανδραγαθεία. Η εντολή από το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης ήταν ότι κάθε Κυριακή ο ιερέας έπρεπε να διαβάζει την ανακοίνωση στην εκκλησιά.
Ο παππούς σου ο Κωνσταντής, ο πεθερός μου, τρεις φορές πάνω ψήλωνε το μπόι του κάθε Κυριακή. Αισθανόταν δικαίωση που διάλεξε για γαμπρό του τον πρόσφυγα, τον γιο του Ζέκα. Ο μόνος από την περιοχή που του δώσανε παράσημο.
Η ανακοίνωση έλεγε: «…για τον απαράμιλλο ηρωισμό που επέδειξε κατά την εκτέλεση του καθήκοντος».
Με έλεγαν ήρωα. Όμως δεν το επιδίωξα να γίνω ήρωας. Οι καταστάσεις το φέρανε και συλλάβαμε μια διμοιρία Ιταλών. Τους λυπήθηκα τους κακομοίρηδες. Δεν μας περίμεναν. Τους αιφνιδιάσαμε. Ο ηρωισμός, Σωτήρη παιδί μου, είναι και συγκυρία. Κι έτσι γίνηκα ήρωας. Ήρωας όμως, παιδιά μου, είναι ο παππούς σου Νικολής ο Ζέκας, (κατηγορήθηκε άδικα ότι σκότωσε έναν Τούρκο στο Μελί) που τον κυνήγησαν οι Τούρκοι, που έμεινε δυο χρόνια σε μια ντουλάπα, που αυτοεξορίστηκε στην Ικαρία και για σαράντα χρόνια σαν γύριζε απ’ τα χωράφια και καθόταν στο κεφαλόσκαλο, στο σπίτι του στον Εγρηγόρο, να ξαποστάσει, να αγναντέψει απέναντι τα παράλια της Μικρασίας και να ρωτά τη γιαγιά σου:
– Ε, τι λες Μαριγώ, θα γυρίσουμε;
Κι εκείνη του βάζει μια ρακί να πιει να δροσιστεί και του απαντά:
– Θα γυρίσουμε Νικολή μου!
Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι πραγματικοί ήρωες.
Κατά την άταχτη υποχώρηση δεν γύρισα πίσω στη Χίο. Πήγα πρώτα στα Μέγαρα για να δω τη θεία μου τη Μελιώτισσα και να της πω ο ίδιος μου ότι ο γιος της, ο ξάδερφός μου, ο Χρήστου, σκοτώθηκε από ιταλική σφαίρα στα χέρια μου. Μια στιγμή που με σημάδεψε για πάντα…
Μια μέρα γύρισα στο χωριό. Ζωντανός. Φαντάζεσαι τη μάνα σου; Σαν να έβλεπε μπροστά της φάντασμα ήταν. Χαρές και πανηγύρια.
Έφερα μαζί μου και τ’ όπλο μου και μετά με κατηγόρησαν για αριστερό και δεν μ’ άφηναν να κυνηγώ. Μια μέρα ένας αστυνομικός ήρθε να μου πάρει το όπλο. Παλέψαμε και του επήρα εγώ το δικό του και το πηλίκιο. Με παρακαλέσανε όμως ότι είχε γυναίκα και παιδιά και θα τον απολύανε και του το ‘δωκα πίσω».
Χρόνια αργότερα συνάντησα εκείνον τον αστυνομικό και μου ‘πε:
«Εσύ είσαι ο Σωτήρης;
Ο γιος του Γιώργη του Χατζημανώλη, του Ζέκα; Έχεις λεβέντη πατέρα!»
Πρόπερσι, ταξιδεύοντας στα Βαλκάνια, έβλεπα στον δρόμο τις πινακίδες: Πόγραδετς, Κορυτσά, Τεπελένι… Οι ίδιες λέξεις που είχε προφέρει τότε ο πατέρας μου. Ζωντάνεψε η ιστορία που δεν έμαθα μέσα από τα βιβλία, αλλά από μια μέρα του καλοκαιριού, κάτω από μια μυγδαλιά.
Ναι ο πατέρας μου ήταν ήρωας, όχι από συγκυρία, όχι μονάχα γιατί πολέμησε στον πόλεμο κι αιχμαλώτισε τους Ιταλούς αλλά και για άλλα ανδραγαθήματα. Αλλά γιατί ήταν μαχητής. Ό,τι κι αν του συνέβαινε στη ζωή έλεγε πως « εμείς ποτέ δεν τα παρατάμε».
Ο δικός μου ήρωας εκείνη τη μέρα δεν κρατούσε το όπλο του, αλλά τη μνήμη του. Ο δικός μου ήρωας ήταν ο πατέρας μου, ο κυρ Γιώργης, ο Μικρασιάτης, ο πρόσφυγας, ο άνθρωπος που έμαθε να πολεμά χωρίς να μισεί.
The post Ο ήρωάς μου δεν πήγε στο πανηγύρι appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.