Από το Έλος στη Μελβούρνη: Ο Ευρώτας και ο Θρύλος της Λακωνίας

ΗΤΑΝ η 15η Αυγούστου 1960, ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Στις όχθες του ποταμού Ευρώτα, που στήριξε τον πολιτισμό της αρχαίας Σπάρτης, οι κάτοικοι του μικρού χωριού του Έλους στη Λακωνία συγκεντρώθηκαν όχι μόνο για τη μεγάλη γιορτή, αλλά και για μια στιγμή που θα έμενε για πάντα στη μνήμη τους.

Το Έλος ήταν η έδρα του Ευρώτα Έλους, μιας ημιεπαγγελματικής ποδοσφαιρικής ομάδας που είχε γίνει γνωστή σε όλη τη Λακωνία.

Ο Παναθηναϊκός, μια από τις πιο επιτυχημένες ομάδες της Ελλάδας, είχε φτάσει στο Έλος για να δώσει φιλικό αγώνα με τον Ευρώτα. Για τη μικρή αυτή κοινότητα, ήταν μια στιγμή που έγραψε ιστορία.

Ομαδική φωτογραφία Ευρώτα Έλους το 1961

ΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ

Η λέξη Έλος σημαίνει βάλτος. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο οικισμός ιδρύθηκε από τον Έλειο, τον νεότερο γιο του ήρωα Περσέα. Οι παίκτες του Ευρώτα μεγάλωσαν καλλιεργώντας ρύζι, φροντίζοντας ελαιώνες και πορτοκαλιές και εκτρέφοντας ζώα.

Η ζωή τους διαμορφώθηκε από τον κοπιαστικό μόχθο των παραποτάμιων περιοχών. Το χωριό κουβαλούσε ακόμη τις πληγές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου. Από μικρή ηλικία, οι κάτοικοι εργάζονταν στα χωράφια για να συντηρήσουν τις οικογένειές τους.

Σε ηλικία δώδεκα ετών, ο πατέρας μου, Χρήστος Κρητικάκος, ανέβαινε στο άλογό του και πήγαινε στον Ευρώτα, γεμίζοντας μεγάλα βαρέλια με νερό για να το μεταφέρει στους εργάτες των ρυζοκαλλιεργειών. Ήταν μια επίπονη ρουτίνα που «έχτισε» την αντοχή και την αποφασιστικότητα, στοιχεία που αργότερα χαρακτήριζαν την προσέγγισή του στο ποδόσφαιρο και στη ζωή.

Ο πατέρας μου αγωνιζόταν σε αμυντικές θέσεις, κυρίως ως στόπερ και λίμπερο, για τον Ευρώτα Έλους από το 1956 έως το 1962, ενώ παράλληλα εργαζόταν πολλές ώρες στο οικογενειακό χωράφι και ως κουρέας τα απογεύματα.

Γνωστός στο χωριό ως «Κριάρης», για το αδυσώπητο ύφος του στο παιχνίδι, απέκτησε φήμη για το πάθος και την αυταπάρνησή του. Δεν φοβόταν καμία μονομαχία, καμία σύγκρουση στον αέρα ή στο έδαφος, όποιο και αν ήταν το κόστος. Μετά τους αγώνες, η γιαγιά μου φρόντιζε τις μελανιές και τους πρησμένους αστραγάλους του με κομπρέσες.

Σε έναν αγώνα, μια σύγκρουση τού προκάλεσε σοβαρό τραυματισμό στο μάτι. Η γιαγιά μου, αναστατωμένη, έκαψε τη φανέλα του Ευρώτα και του είπε ότι δεν θα έπαιζε ποδόσφαιρο ξανά. Η ομάδα, μη θέλοντας να χάσει έναν από τους βασικούς της παίκτες, του προμήθευσε απλώς μια καινούργια φανέλα.

Όσοι παρακολούθησαν τον Ευρώτα Έλους εκείνα τα χρόνια θυμούνται όχι μόνο τις επιτυχίες της ομάδας, αλλά και τον σεβασμό που είχε κερδίσει ο πατέρας μου ως ο πιο αποφασιστικός και μαχητικός αμυντικός της.

Η ακούραστη και ατρόμητη παρουσία του στο γήπεδο οδήγησε την ομάδα -που δεν είχε προπονητή- σε περιφερειακές επιτυχίες και της χάρισε σεβασμό πέρα από τα όρια του χωριού. Οι ίδιοι οι παίκτες οργάνωναν την ομάδα, κατάστρωναν συλλογικά τις τακτικές και έπαιρναν από κοινού τις αποφάσεις μέσα στο γήπεδο.

Η ομάδα λειτουργούσε με εντυπωσιακή αυτονομία. Τα ταξίδια για εκτός έδρας αγώνες αποτελούσαν διαρκή πρόκληση, καθώς οι πόροι ήταν περιορισμένοι. Κάποτε, όταν οι οικονομικοί πόροι δεν επαρκούσαν για τη μεταφορά της ομάδας στη Νεάπολη, αρνήθηκαν να παραιτηθούν.

Επιβιβάστηκαν σε τρεις ψαρόβαρκες στις δέκα το βράδυ και, κωπηλατώντας όλη τη νύχτα κατά μήκος της ακτογραμμής, έφτασαν στον τόπο του αγώνα στις πέντε το πρωί. Στο τέλος κέρδισαν τον αγώνα.

Ο πατέρας μου, Χρήστος Κρητικάκος, αμυντικός του Ευρώτα Έλους

Παρά τις δυσκολίες, κατέκτησαν τίτλους, οδηγημένοι από τη συλλογική αποφασιστικότητα μιας ομάδας ημιεπαγγελματιών ποδοσφαιριστών που ήξεραν τι σήμαινε να εκπροσωπείς το χωριό σου. Όσοι παρακολουθούσαν τον Ευρώτα πίστευαν ότι, αν είχαν κανονική προπόνηση, θα ήταν ακόμη πιο ανταγωνιστικοί, απόδειξη του φυσικού ταλέντου και της αφοσίωσης που διέκρινε την ομάδα.

Κατά τη «χρυσή εποχή» της (1958–1962), αγωνιζόμενος στο αντίστοιχο της Γ’ Κατηγορίας του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο Ευρώτας Έλους ξεπέρασε τις ομάδες της περιοχής του, μεταξύ αυτών και τον Αστέρα Βλαχιώτη -τον αιώνιο αντίπαλο από το γειτονικό χωριό- και άρχισε να δίνει αγώνες με συλλόγους από όλη την Πελοπόννησο.

Το χωριό είχε μοιρασμένη φίλαθλη βάση. Οι περισσότεροι υποστήριζαν τον Ολυμπιακό, ενώ μια υπολογίσιμη μειονότητα τον Παναθηναϊκό. Η αντιπαλότητα ήταν έντονη και χώριζε οικογένειες και παρέες.

Τις ημέρες των αγώνων του πρωταθλήματος μαζεύονταν στο καφενείο της πλατείας για να ακούσουν το ραδιόφωνο. Η ατμόσφαιρα γινόταν πυκνή από ένταση και συζητήσεις, καθώς η φωνή του εκφωνητή παράδερνε μέσα από τα παράσιτα.

Ο πατέρας μου επισκεπτόταν τους θείους του στον Πειραιά, στα Μανιάτικα. Παρακολουθούσε με πάθος τον αγαπημένο του Ολυμπιακό, τον «Θρύλο», στο Ποδηλατοδρόμιο του Νέου Φαλήρου, το σημερινό Στάδιο «Καραϊσκάκη».

Το γήπεδο βρισκόταν κοντά στο σημείο όπου έπεσε το 1827 ο Γεώργιος Καραϊσκάκης κατά την Ελληνική Επανάσταση. Ο Ευρώτας Έλους φορούσε τα ερυθρόλευκα, τα χρώματα του Ολυμπιακού, και σύντομα θα γινόταν ο δικός του θρύλος.

Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ: 15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1960

Στις 15 Αυγούστου 1960, ο Παναθηναϊκός, που μόλις είχε κατακτήσει το ελληνικό πρωτάθλημα, ταξίδεψε στο Έλος για φιλικό αγώνα. Κάτοικοι του χωριού που ζούσαν στην Αθήνα και, ιδιαίτερα, ένας γνωστός δικηγόρος από το Έλος, συνέβαλαν στη διοργάνωση του αγώνα σε συνεργασία με τα Διοικητικά Συμβούλια των δύο συλλόγων. Λέγεται ότι αρχικά είχε επιδιωχθεί φιλικό με τον Ολυμπιακό, κάτι που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.

Οι ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού έφτασαν την παραμονή της γιορτής και επισκέφθηκαν οικογένειες του χωριού, μετατρέποντας το γεγονός σε μια γνήσια επικοινωνία ανάμεσα στην επαρχία και την ποδοσφαιρική ελίτ της χώρας. Τα παιδιά έτρεχαν στους δρόμους για να δουν από κοντά παίκτες που μέχρι τότε γνώριζαν μόνο από το ραδιόφωνο και τις συζητήσεις στην πλατεία.

Την ημέρα του αγώνα, ολόκληρο το Έλος μεταμορφώθηκε. Ώρες πριν από την έναρξη του αγώνα, το ταπεινό γήπεδο άρχισε να γεμίζει με ανυπόμονους θεατές κάθε ηλικίας. Οι κάτοικοι, ντυμένοι με τα καλύτερά τους ρούχα, κατέφθαναν για να παρακολουθήσουν το ιστορικό γεγονός. Θεατές ήρθαν και από τα γύρω χωριά. Ακόμη και όσοι δεν είχαν παρακολουθήσει ποτέ ποδοσφαιρικό αγώνα ένιωσαν την ανάγκη να βρεθούν εκεί, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα πρωτόγνωρου ενθουσιασμού.

Μίμης Δομάζος και Ανδρέας Παπαεμμανουήλ στο Έλος

Το γήπεδο ήταν χωμάτινο και οι εγκαταστάσεις στοιχειώδεις. Οι αγρότες άφησαν τη δουλειά τους για να πάνε στο γήπεδο. Κάποιοι θεατές παρακολουθούσαν από ταράτσες και φράχτες γύρω από τον αγωνιστικό χώρο. Παρών ήταν και ο παπάς του χωριού.

Το πλήθος, στριμωγμένο γύρω από τις γραμμές του γηπέδου, ξέσπαγε σε φωνές και ζητωκραυγές σε κάθε αμυντική επέμβαση και κάθε επίθεση. Οι ηλικιωμένοι κουνούσαν τα καπέλα, μπαστούνια και μαντήλια τους στον αέρα με ενθουσιασμό. Ο παλμός και η χαρά της στιγμής ήταν διάχυτοι παντού. Για μια μικρή αγροτική ομάδα, η περίσταση ήταν ανεπανάληπτη.

Το πρώτο ημίχρονο εξελίχθηκε με τρόπο που κανείς δεν περίμενε. Προς έκπληξη των θεατών, ο Ευρώτας Έλους προηγήθηκε 3–1 στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου. Ανάμεσα στους φιλοξενούμενους βρισκόταν ο νεαρός Μίμης Δομάζος, που έμελλε να γίνει ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποδοσφαιριστές και να αποκτήσει το προσωνύμιο «στρατηγός».

Με την έναρξη του δευτέρου ημιχρόνου, ο αγώνας πήρε άλλη μορφή. Ένας θεατής θυμόταν τον Ανδρέα Παπαεμμανουήλ, επίσης παίκτη του Παναθηναϊκού και μετέπειτα θρύλο του ελληνικού ποδοσφαίρου, να σκοράρει αμέσως μετά την έναρξη του ημιχρόνου με εντυπωσιακό σουτ από το κέντρο του γηπέδου. Εκείνος εξαπέλυσε καταιγισμό δυνατών σουτ από μακριά.

Σε μια στιγμή που χαράχθηκε στη μνήμη των κατοίκων, μια αστραπιαία βολή χτύπησε έναν θεατή που παρακολουθούσε τον αγώνα πάνω σε άλογο πίσω από την εστία, ρίχνοντάς τον στο έδαφος. Λέγεται ότι ορκίστηκε να μην ξαναπάει σε ποδοσφαιρικό αγώνα.

Το δεύτερο ημίχρονο ανέδειξε την ποιότητα του Παναθηναϊκού. Οι παίκτες του εκτελούσαν μακρινά σουτ με ακρίβεια, αντάλλασσαν πάσες με ταχύτητα και έδειχναν την τακτική τους υπεροχή.

Ενώ το τελικό σκορ 4–7 επιβεβαίωσε την υπεροχή των φιλοξενούμενων, ο Ευρώτας ένιωσε υπερηφάνεια που κατάφερε να διασπάσει τέσσερις φορές τη στιβαρή άμυνα, την οποία καθοδηγούσε ο Κώστας Λινοξυλάκης, πιέζοντας συχνά και περιορίζοντας κορυφαίους παίκτες.

Ο αγώνας αντιπροσώπευε κάτι βαθύτερο, μια επίδειξη θάρρους και μια στιγμή αναγνώρισης. Μια ομάδα Γ’ Κατηγορίας, με ημιεπαγγελματίες παίκτες και χωρίς προπονητή, στάθηκε στο ίδιο γήπεδο με τους πρωταθλητές Ελλάδας και κέρδισε τον σεβασμό τους.

Η κατάρρευση στο δεύτερο ημίχρονο έγινε αργότερα αντικείμενο πειραγμάτων και χιούμορ. Ωστόσο, η περηφάνια του χωριού έμεινε αμείωτη, όπως και του πατέρα μου. Μετά τον αγώνα, ο Δομάζος τού έσφιξε το χέρι και επαίνεσε την απόδοσή του.

Ο πατέρας μου είχε μαρκάρει ασταμάτητα τόσο τον Δομάζο όσο και τον Παπαεμμανουήλ στο μεγαλύτερο μέρος του αγώνα, γεγονός που έκανε τον Δομάζο να του πει ότι είχε το ταλέντο να παίξει στο υψηλότερο επίπεδο. Ήταν μεγάλος έπαινος από έναν ποδοσφαιριστή που έμελλε να γίνει εμβληματική μορφή του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Εκείνος ο ιστορικός αγώνας χάρισε στην ομάδα ένα κομμάτι ιστορίας αποκλειστικά δικό της και μια διαρκή αναγνώριση της θέσης της στην τοπική μνήμη.

Μια ακόμα ομαδική φωτογραφία του Ευρώτα Έλους το 1962

ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΚΩΝΙΑ ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ: ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΖΩΝΤΑΝΗ

Το 1963 σηματοδότησε το τέλος αυτής της χρυσής εποχής για τον σύλλογο. Οι κορυφαίοι παίκτες του μετακινήθηκαν σε άλλες επιτυχημένες ομάδες. Ο πατέρας μου, όμως, δεν είχε ποτέ αυτή την ευκαιρία.

Τα όνειρά του να παίξει το αγαπημένο του άθλημα γκρεμίστηκαν από έναν τραυματισμό στο γόνατο. Επιπλέον, μετανάστευσε στην Αυστραλία με άλλους παίκτες, στο πλαίσιο του ευρύτερου μεταπολεμικού κύματος Ελλήνων που αναζητούσαν νέες ευκαιρίες.

Πολλοί εγκαταστάθηκαν στα κεντρικά προάστια της Μελβούρνης, κυρίως στο Brunswick, όπου αναπτύχθηκε μια λακωνική κοινότητα με έντονη παρουσία και συνοχή.

Όπως και τόσοι άλλοι Έλληνες, εργάστηκαν σκληρά σε εργοστάσια, ίδρυσαν μικρές επιχειρήσεις κατά μήκος της Sydney Road και έθεσαν τα θεμέλια για μια από τις πιο ζωντανές πολυπολιτισμικές γειτονιές της Αυστραλίας. Στην οδό βρίσκεται σήμερα η Πλατεία Σπάρτης (Sparta Place) με το άγαλμα του Λεωνίδα, που θυμίζει την καταγωγή τους και τη διαχρονική πολιτιστική τους κληρονομιά.

Ο πατέρας μου εργάστηκε αρχικά σε βιοτεχνία δέρματος, προτού επιστρέψει στο επάγγελμά του. Εργάστηκε ως κουρέας για εξήντα χρόνια. Οι παλιές ιστορίες, ιδίως εκείνη του αξέχαστου αγώνα, συνέχισαν να τη διηγούνται αδιάκοπα παλιοί συμπαίκτες και θεατές μέσα στο κουρείο του στο Brunswick.

Στον τοίχο του κουρείου κρεμόταν μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία της ιστορικής ομάδας του Ευρώτα Έλους, ως διαρκής υπενθύμιση εκείνης της αγαπημένης μνήμης. Με τα χρόνια, οι περισσότεροι παίκτες της ομάδας που είχαν εγκατασταθεί στη Μελβούρνη επέστρεψαν τελικά στο Έλος. Ο πατέρας μου και τρεις άλλοι παίκτες από την τελευταία ομάδα της χρυσής εποχής έμειναν στην Αυστραλία.

Ο Δομάζος συνέχισε να αγωνίζεται και να καθοδηγεί τον Παναθηναϊκό ως αρχηγός. Το 1971 έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, υπό την καθοδήγηση του εμβληματικού Φέρεντς Πούσκας, απέναντι στην ολλανδική ομάδα Άγιαξ του Γιόχαν Κρόιφ.

Καθώς ο Δομάζος γινόταν διεθνής σταρ, η ανάμνηση εκείνου του αγώνα στο Έλος ζούσε στα καταστήματα, στα καφενεία, στα κοινοτικά κέντρα και στα σπίτια των Ελλήνων των βόρειων συνοικιών της Μελβούρνης.

Το ποδόσφαιρο έγινε μια υπενθύμιση της πατρίδας για όσους είχαν αφήσει πίσω γονείς, αδέλφια, συγγενείς και φίλους, ανθρώπους που είχαν μοιραστεί τις στερήσεις και τα τραύματα δύο πολέμων και των συνεπειών τους σε ένα μικρό χωριό.

Οι ποδοσφαιρικοί δεσμοί μεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας αναβίωσαν δεκαετίες αργότερα.

Ο Φέρεντς Πούσκας έφτασε στη Μελβούρνη για να αναλάβει την τεχνική ηγεσία της Ελλάς (South Melbourne Hellas) από το 1989 έως το 1992, με αρχηγό τον Άγγελο Ποστέκογλου στην πρωταθληματική σεζόν 1990–91. Οι ίδιοι εκείνοι παίκτες του Ευρώτα Έλους παρακολουθούσαν τους αγώνες της ομάδας από τις κερκίδες, και οι μνήμες του παρελθόντος αναζωπυρώνονταν.

Οι αναμνήσεις της ομάδας του Ευρώτα και του ιστορικού εκείνου αγώνα αναβιώνουν μέχρι και σήμερα στην πλατεία του Έλους. Κάθε επίσκεψη στο χωριό τις αναζωπυρώνει. Όπου και αν εγκαταστάθηκαν, η ιστορία εκείνη συνέχισε να ακούγεται από θεατές και παίκτες.

Ήταν κάτι περισσότερο από ένα ποδοσφαιρικό ανέκδοτο. Ήταν κοινή εμπειρία, μια ιστορία που τους θύμιζε πόσο μακριά είχαν φτάσει στη ζωή τους, μια ιστορία όπου εκείνοι ήταν ο Θρύλος της Λακωνίας.

*Ο Δρ. Θεμιστοκλής Κρητικάκος είναι Ελληνοαυστραλός ιστορικός και συγγραφέας. Ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στην Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Μελβούρνης. Το βιβλίο του «»Η Αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων στην Αυστραλία του Εικοστού Πρώτου Αιώνα», θα εκδοθεί από την Palgrave Macmillan τον Δεκέμβριο του 2025.

The post Από το Έλος στη Μελβούρνη: Ο Ευρώτας και ο Θρύλος της Λακωνίας appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.