Ύστερα από 20 χρόνια αναμονής, πολλαπλές αναβολές και μεταφορά της ημερομηνίας των εγκαινίων, το Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο είναι πραγματικότητα: σε μια έκταση 50.000 τ.μ. με πάνω από 30.000 εκθέματα (μόνο 5.000 υπολογίζονται οι θησαυροί της αίθουσας του Τουταγχαμών) και με κόστος που αγγίζει το μυθικό ποσό του 1,4 δισ. δολαρίων, η Αίγυπτος αποκτά ένα μουσείο που ανταποκρίνεται στη φήμη και το εύρος του πολιτισμού της, φιλοδοξώντας να καταστεί το μεγαλύτερο μουσείο στον κόσμο όπως είναι ευρέως γνωστό.
Το μουσείο αυτ’ο αγκαλιάζει και αναδεικνύει την άμεση σύνδεσή της Αιγύπτου με τον ελληνικό πολιτισμό και φτάνει στην περίοδο της ακμής της Αλεξάνδρειας και της Ελληνορωμαϊκής Εποχής, μια γραμμή που φρόντισαν οι υπεύθυνοι του μουσείου να αναδειχθεί με κάθε τρόπο. Όπωβς γράφει η Τ. Μανδηλαρά στο “Πρώτο Θέμα” δ εν είναι, επίσης, τυχαίο ότι στην κατασκευή του συνέβαλαν πολλοί Ελληνες, όπως οι μηχανικοί της ομάδας, αλλά και αρχαιολόγοι και πλήθος άλλων επιστημόνων.
Δεν είναι τυχαίο, επίσης, ότι η λέξη «Αίγυπτος» είναι γραμμένη στα ελληνικά, ως μία από τις τρεις γλώσσες που κυριαρχούν στις επιγραφές στην είσοδο του μουσείου, εκτός από τα αραβικά και τα αγγλικά.
Η Αίγυπτος έφερνε πάντα κοντά μέσα από τους μύθους της, όπως και η Μινωική και Αρχαία Ελλάδα, τον πάνω με τον κάτω κόσμο – είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των κοινών θεοτήτων, αλλά και του Ραμσή Β’, του σπουδαιότερου ίσως Φαραώ, 19ου στη δυναστεία της Αιγύπτου, που στην Αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστός ως Οσυμανδύας. Η μορφή του, το πελώριο άγαλμά του δεσπόζει στην είσοδο του μουσείου και αποτελεί το κατεξοχήν σήμα κατατεθέν του – μαζί με τον αξεπέραστο Τουταγχαμών και τους απειράριθμους μύθους του.
Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι Eλληνες, οι οποίοι ανέλαβαν να διαχειριστούν το πιο δύσκολο κομμάτι που λέγεται υλοποίηση του έργου, από την υποβολή προσφορών και την κατασκευή μέχρι τη διαχείριση της εκταμίευσης και έχοντας απέναντί τους ένα δύσκολο γραφειοκρατικό κράτος, ενώ κορυφαία ήταν η συμβολή και των αρχαιολόγων, όπως ο Βασίλης Χρυσικόπουλος, ο οποίος είναι ιδρυτής της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Αρχαίας Αιγύπτου και υπεύθυνος για τις αντίστοιχες αιγυπτιακές συλλογές στο δικό μας Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αλλά και ο Νίκος Καλτσάς, ο οποίος συνέβαλε τα μάλα ως σύμβουλος στην επιστημονική ομάδα.

Κακλαμάνης για τα εγκαίνια του Μεγάλου Αιγυπτιακού Μουσείου της Γκίζας
«Σε μια εποχή που ο κόσμος έρχεται αντιμέτωπος με τον ευτελισμό και την εκμετάλλευση πανάρχαιων, παγκόσμιων πολιτισμικών συμβόλων, όπως προσφάτως συνέβη στα ελληνικά εκθέματα του Παρθενώνα στο Λονδίνο, το παράδειγμα του Μεγάλου Αιγυπτιακού Μουσείου μας δίνει δύναμη για να διεκδικήσουμε όλα όσα μας ανήκουν και μας αξίζουν…». Με αυτά τα λόγια ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, κ. Νικήτας Κακλαμάνης, χαιρέτισε χθες την επίσημη τελετή για τα εγκαίνια του Μεγάλου Αιγυπτιακού Μουσείου της Γκίζας (GEM), που διοργανώθηκε από την πρεσβεία της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου στο εμβληματικό μουσείο της Ακρόπολης.
«Με σαφή προσανατολισμό και γεωγραφικό στίγμα, το GEM – που σημαίνει σπάνιο διαμάντι- δεν καταδέχτηκε να βασιστεί σε δανεισμούς, αρπαγές ή λεηλασίες, έγινε το σπίτι που φιλοξενεί τους “συγγενείς” του και μόνο» υπογράμμισε. «Γι’ αυτό» συμπλήρωσε, «έχει το θάρρος να αφηγείται περήφανα την απόλυτα δική του, εθνική ιστορία. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στα δικά μας μουσεία, σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια».
Ο κ. Ν. Κακλαμάνης, χαρακτήρισε το Μεγάλο Αιγυπτιακό Μουσείο ως «αριστούργημα που προκαλεί δέος» ενώ εξήρε τον Σι Φου Πενγκ για την αρχιτεκτονική του σύλληψη που, όπως είπε: «δημιουργεί μια ατμόσφαιρα αληθινής μυσταγωγίας που μας μεταφέρει έναν άρρητο, οικουμενικό διάλογο ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, με κέντρο την πραγματική ηθική τής αρχαιολογίας».
Κατά την ομιλία του ο Πρόεδρος της Βουλής στάθηκε ιδιαίτερα στα εμπόδια που αντιμετώπισε το μεγαλόπνοο αυτό έργο, από την εξαγγελία του το 1992 έως και την ολοκλήρωσή του σήμερα σημειώνοντας ότι παρά τις καθυστερήσεις, τις πολιτικές αναταραχές και τις ζυμώσεις, το όραμα του Μουσείου θα αποδεικνυόταν πολύ σπουδαιότερο και υπερβατικό που τελικά κατάφερε «να αγγίξει τον ουρανό». «Γιατί» όπως υπογράμμισε κλείνοντας, «επένδυσε σε αυτή τη θεϊκή υπόσταση, την απόκοσμη ιερότητα που συναντάμε μόνο στους πολιτισμούς των προγόνων μας, η οποία πάντα θα αποπνέει δέος αλλά και τη σιγουριά μιας εθνικής συνέχειας».

The post Παρούσα και η Ελλάδα στο Grand Egyptian Museum appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.