Μια ποδηλατική Οδύσσεια: Το Προσκύνημα της καρδιάς μου από την Αυστραλία στην Ελλάδα (φωτογραφίες)

Ένα ταξίδι που ξεκίνησε όχι με το πάτημα των πεταλιών, αλλά με ένα βαθύ, ρυθμικό κύμα απελευθέρωσης, μία δέσμευση στην υπόσχεση και την ελευθερία του ανοιχτού δρόμου. Αυτή ήταν κάτι περισσότερο από μια σωματική προσπάθεια· ήταν ένα βαθύ προσκύνημα στην Ιστορία, τον Πολιτισμό και την επιτακτική, ανιδιοτελή ζεστασιά της φιλοξενίας. Έλαβε χώρα μεταφέροντας ένα μήνυμα αλληλεγγύης από τους Ελληνοαυστραλούς της Μελβούρνης, ενώ η πορεία ήταν μια πράξη στήριξης του πρωταρχικού ήθους και του χαρακτήρα του έθνους.

Η ΒΟΡΕΙΑ ΑΦΥΠΝΙΣΗ

Από τις βιομηχανικές παρυφές της Θεσσαλονίκης, της μητρόπολης με τα στρώματα ρωμαϊκών, βυζαντινών και οθωμανικών φαντασμάτων, ξεκίνησα την πορεία μου προς τον νότο. Η αντοχή της πόλης, που συμβολίζεται από τον Λευκό Πύργο, έμοιαζε με σιωπηλή ευλογία.

Η διαδρομή διαφυγής μου —ένας επαρχιακός δρόμος που απέφευγε την απαγορευμένη εθνική οδό— ήταν γεμάτη με βρυχόμενα φορτηγά, των οποίων τα ρεύματα αέρα ήταν μια σωματική δοκιμασία.

Όμως, δεν υπήρχε υποχώρηση. Διέσχισα τους τρεις μεγάλους ποταμούς —Αξιό, Λουδία και Αλιάκμονα— των οποίων οι παλιές, επικίνδυνες γέφυρες δοκίμασαν την αποφασιστικότητά μου.

Η πρώτη μέρα ήταν ένα βάπτισμα από αντίθετους ανέμους και έναν συννεφιασμένο ουρανό, που κορυφώθηκε σε έναν στιγμιαίο, ταπεινωτικό αποπροσανατολισμό, ο οποίος όμως διορθώθηκε γρήγορα από την καλοσύνη αγνώστων, του Λευτέρη και του Γεώργιου, που με έβαλαν υπομονετικά στο σωστό δρόμο.

Το μεσημέρι έγινε ένα ιερό τελετουργικό σε έναν φούρνο δίπλα στον δρόμο. Η τριλογία της τραγανής τυρόπιτας, ενός δροσερού Freddo Espresso και ενός παραδοσιακού κουλουριού δεν ήταν απλώς τροφή· ήταν ένα στιγμιότυπο, ένας μονοπύρηνος ορισμός της σύγχρονης Ελλάδας. Με ανανεωμένη ενέργεια, προχώρησα προς τη Μεθώνη, όπου είχα μία ιδιωτική επαφή με την ελληνική ιστορία.

Το χάλκινο άγαλμα του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας, όρθιο περήφανα, με το βλέμμα του καρφωμένο στην ενδοχώρα, ξύπνησε ένα ξεχασμένο κύμα προγονικής περηφάνιας που είχε μείνει πίσω όταν η οικογένειά μου μετανάστευσε στην Αυστραλία.

Η παλιά γέφυρα του ποταμού Λουδία

ΓΑΛΗΝΗ ΣΤΗΝ ΑΚΤΗ ΚΑΙ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ

Η άφιξη στο Μακρύγιαλο προσέφερε μια παράκτια ανάπαυλα, μία ανταμοιβή από ατελείωτη θέα στη θάλασσα και το αχνό, χιονοσκέπαστο μεγαλείο του Ολύμπου. Σ’ αυτό το ταξίδι έμαθα το αληθινό, ισχυρό νόημα του Φιλότιμου — του μοναδικού ελληνικού κώδικα τιμής και ανιδιοτελούς αξιοπρέπειας. Οι προσπάθειές μου να κεράσω τους ντόπιους καφέ απορρίπτονταν πάντα ευγενικά: «Εσύ είσαι ο επισκέπτης· εμείς σε κερνάμε».

Η κούραση της ημέρας έλιωσε κατά τη διάρκεια μιας βόλτας στο υπέροχο ηλιοβασίλεμα, ακολουθούμενη από ένα ποτήρι ούζο. Το επόμενο πρωί, το ρυζόγαλο πασπαλισμένο με κανέλα έφερε μια άμεση, γλυκιά, παρηγορητική ανάμνηση της μακαρίτισσας μητέρας μου, της κυρίας Λούλας.

Στρέφοντας προς την ενδοχώρα, τα μάτια μου τραβούσε συνεχώς ο επιβλητικός, μυθικός Όλυμπος. Ο δρόμος οδηγούσε στη Νέα Έφεσσο, έναν οικισμό βουτηγμένο στην τραγική μνήμη της Μικρασιατικής Καταστροφής, που ιδρύθηκε από πρόσφυγες από την αρχαία Ιωνία. Αφού διέσχισα την Κοιλάδα των Τεμπών, συνάντησα τον Δημήτρη, έναν μοτοσικλετιστή, του οποίου η ωμή περιγραφή της πραγματικής φιλίας αντήχησε βαθιά μέσα μου.

Ο Γοργοπόταμος σήμερα

Η αληθινή ανάβαση ξεκίνησε φτάνοντας στο Δίον, την πόλη που είναι χαραγμένη στον μύθο. Αυτή η ανάβαση ήταν μια προσωπική μάχη, που δοκίμαζε τη δύναμή μου καθώς οι εύφορες πεδιάδες παραχωρούσαν τη θέση τους στους πρόποδες. Στον αρχαιολογικό χώρο, τα ερείπια ήταν απλωμένα ανάμεσα σε αναβλύζουσες πηγές.

Το αρχαίο θέατρο και το μουσείο ψιθύριζαν ιστορίες χιλιετιών, γεμίζοντάς με δέος. Μόνος, περιτριγυρισμένος από την αύρα των θεών και των φιλοσόφων, μια βαθιά σκέψη ρίζωσε: «Κάθε δρόμος έχει τη δική του ιστορία… Αν μάθουμε κι εμείς αυτή την ιστορία, αν δούμε το όνειρο να λάμπει στην καρδιά μας, όλα θα γίνουν πολύ πιο φωτεινά».

Αργότερα, απολαμβάνοντας μουσακά και ντόπιο κρασί σε έναν οικογενειακό ξενώνα, τα κεντημένα σεντόνια και μαξιλάρια τα ψηφιδωτά πλαίσια που μ’ έφερναν σε άμεση σύνδεση με την καρδιά της ελληνικής οικιακής παράδοσης, αν και η εμφανής αμέλεια του αρχαίου θεάτρου ήταν μια απογοήτευση που μετρίασε το όλο εύφορο πνεύμα.

ΤΟ ΣΩΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ

Ο δρόμος προς τη Λάρισα ήταν ένα συναισθηματικό και σωματικό καμίνι. Μια στάση σε ένα μανάβικο πρόσφερε μια στιγμή απροσδόκητης θλίψης: δύο νεαρά αγόρια που πουλούσαν σταφύλια, των οποίων τα μάτια ήταν θλιβερά άδεια όταν ανέφερα τους Δελφούς, μια αποκαρδιωτική αποσύνδεση από την αρχαία τους κληρονομιά.

Η αποφασιστικότητα, όχι η ωμή τόλμη, ήταν το καύσιμό μου. Ο δρόμος προς τη Λάρισα, την πρωτεύουσα της Θεσσαλίας, ήταν μια βάρβαρη ανάβαση 15 χιλιομέτρων που τελικά με λύγισε. Η εξάντληση οδήγησε σε μια ξαφνική, επώδυνη πτώση μέσα σε έναν αγκαθωτό θάμνο, με το ποδήλατό μου να σωριάζεται από πάνω μου—μια οξεία, τσουχτερή γεύση των άγριων, αδάμαστων βουνών. Μια αξιοπρεπής, κομψά ντυμένη κυρία σταμάτησε για να βοηθήσει, μόνο και μόνο για να τρυπήσει τα δικά της χέρια, προσθέτοντας ένα σουρεαλιστικό, σχεδόν κωμικό τραύμα στην πτώση μου.

Στη Λάρισα, μία απαραίτητη δόση αστικής ζωής, βρήκα μια ανάπαυλα και την αγνότερη πράξη φιλότιμου. Μετά από εκατοντάδες χιλιόμετρα, το ποδήλατό μου χρειαζόταν σέρβις. Ο ιδιοκτήτης του ποδηλατάδικου, ο Νεκτάριος, ολοκλήρωσε τη δουλειά, αλλά αρνήθηκε να πληρωθεί, δεχόμενος απρόθυμα μόλις πέντε ευρώ μετά από επανειλημμένη επιμονή. Αυτή η ανιδιοτελής άρνηση πληρωμής ήταν μια σπουδαία υπενθύμιση του μοναδικού ελληνικού πνεύματος.

Προχωρώντας προς τα Φάρσαλα, το ταξίδι έφερε νέες προκλήσεις. Ένας χωματόδρομος, εκτεθειμένος και αφιλόξενος, οδήγησε σε επανειλημμένες στάσεις για να καθαρίσω τη λάσπη από τους τροχούς μου. Το γυμνό, έρημο τοπίο με γέμισε με βαθύ φόβο και αίσθηση εκτεθειμένου. Αυτή η αγωνία μου κορυφώθηκε όταν έξι επιθετικά τσοπανόσκυλα όρμησαν από ένα κοντινό αγρόκτημα, κυνηγώντας με, με άγριες κραυγές. Έκανα πετάλι απεγνωσμένα, με τον φόβο ότι θα με κατασπάραζαν να έπεφτα στο λασπώδες έδαφος, μέχρι που τελικά τα προσπέρασα—μια πραγματικά τρομακτική στιγμή που δοκίμασε την ενστικτώδη θέλησή μου για επιβίωση.

Ο Νεκτάριος κι εγώ έξω από το ποδηλατάδικό του στη Λάρισα

ΗΧΩ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ

Το ταξίδι συνεχίστηκε μέσα στη βροχή και τις δυσκολίες, οδηγώντας με σε ένα Κ.Α.Π.Η. (Κέντρο Ανοιχτής Προστασίας Ηλικιωμένων) στο Ζάππειο. Εδώ, ανάμεσα στους συνταξιούχους που έπιναν ελληνικό καφέ και έπαιζαν τάβλι, βρήκα ζεστά χαμόγελα και γνήσια σύνδεση, ένα ήπιο αντίβαρο στη μοναξιά του δρόμου.

Ωστόσο, μια επίσκεψη στο χωριό Χαλκιάδες έφερε ένα διαφορετικό είδος θλίψης. Η άμεση, σπαρακτική απάντηση στην ερώτησή μου για τον κόσμο—«Δεν έμεινε σχεδόν κανείς τώρα… Οι νέοι έφυγαν για τις μεγάλες πόλεις… και οι μισοί ηλικιωμένοι πέθαναν»—επιβεβαίωσε την οδυνηρή πραγματικότητα των ελληνικών χωριών που γίνονται χωριά φαντάσματα. Η στιγμή ήταν μια ξαφνική, βαθιά συνειδητοποίηση του τιμήματος της νεωτερικότητας και της οικονομικής δυσπραγίας.

ΗΡΩΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑΠΕΙΝΩΤΙΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ

Ο δρόμος προς τη Λαμία ήταν μια ανάβαση που ανταμείφθηκε με πανοραμική θέα, οδηγώντας προς το ιστορικό βάθος του Γοργοποτάμου και της Γραβιάς. Η εμβληματική σιδηροδρομική γέφυρα του Γοργοποτάμου στέκεται ως μνημείο αντίστασης και επανάστασης, κάτι ιδιαίτερα συγκινητικό για μένα, καθώς κρατά ένα κομμάτι της οικογενειακής μου ιστορίας: ο πατέρας μου, αντιστασιακός, βοήθησε να ανατιναχθεί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κοιτάζοντας ψηλά την ψηλή κατασκευή, μουρμούρισα μια προσευχή για τους ήρωες τόσο του 1821 όσο και του 1942.

Η τελική ώθηση προς τη Γραβιά σήμανε μια εξαντλητική, κοπιαστική ανάβαση στο όρος Οίτη. Στη Γραβιά, το φημισμένο Χάνι, σκηνή της μάχης του 1821, όπου 120 άνδρες με επικεφαλής τον Οδυσσέα Ανδρούτσο καθυστέρησαν γενναία τον 8.000 ανδρών Οθωμανικό στρατό, βάθυνε την εκτίμησή μου για την ανθεκτικότητα του ελληνικού λαού.

Ωστόσο, η επίσκεψη στην ιστορία έφερε μια ταπεινωτική έκπληξη: όλα τα καταλύματα ήταν κλεισμένα λόγω ενός γάμου. Για πρώτη φορά, αναγκάστηκα να κουλουριαστώ σε ένα παγκάκι δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου—ένα εντελώς πρωτόγονο, αλλά παραδόξως ταιριαστό, τέλος σε μια ημέρα ιστορικού μεγαλείου.

Η ΤΕΛΙΚΗ ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΟ ΙΕΡΟ

Στα ήσυχα χωριά Νέο Μοναστήρι και Δίκομο, η καλοσύνη κυριαρχούσε. Βρήκα καταφύγιο σε φούρνους και καφενεία, όπου συζητήσεις, τσίπουρο και μια παρτίδα τάβλι με ντόπιους όπως ο Χρήστος και ο Αντιδήμαρχος Δομοκού πρόσφεραν ανθρώπινη σύνδεση. Ο τοπικός ιερέας, ακούγοντας για το ταξίδι μου, με αποκάλεσε «τρελό» και χαμογέλασε, μια αναγνώριση του εμμονικού πάθους που κινούσε την πορεία μου.

Η άφιξη στην Άμφισσα, περιτριγυρισμένη από αρχαίους, ασημοπράσινους ελαιώνες, έμοιαζε με το πέρασμα σε κατώφλι.

Η διαδρομή προς τους Δελφούς ήταν ένα αληθινό προσκύνημα κι ένας τελικός σκοπός. Στους Δελφούς, τον αρχαίο Ομφαλό της Γης, στεκόμενος ανάμεσα στα ερείπια του Μαντείου και του Ναού του Απόλλωνα, με κατέλαβε καθαρτικό δέος. Ανεβαίνοντας την πλαγιά προς το Αρχαίο Στάδιο, ένιωσα ολοκληρωμένος, μια υπερβατική στιγμή όπου το παρελθόν και το παρόν συγχωνεύτηκαν. Στο μουσείο, μπροστά στον Ηνίοχο των Δελφών και τους Κούρους, βίωσα δάκρυα χαράς, εντελώς χαμένος στην ιστορική παρουσία, χωρίς να βλέπω κανέναν άλλο γύρω μου.

Η σύντομη, απότομη ανάβαση στην Αράχωβα ήταν το τελευταίο σωματικό εμπόδιο πριν από το τελικό, γλυκόπικρο σκέλος προς τη Λιβαδειά.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: ΕΝΑ ΜΑΓΙΚΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ

Το ποδήλατο από τη Θεσσαλονίκη στη Λιβαδειά ήταν ένα μαγικό ραντεβού ανάμεσα στην ενδόμυχη επιθυμία μου και την ιστορία που είχα γνωρίσει μόνο από τα βιβλία. Ήταν ένα ταξίδι μέσα από τα στρώματα της Μυθολογίας και της σύγχρονης ζωής. Κάθε μίλι άφησε το ανεξίτηλο σημάδι του, από τον τρόμο των σκύλων και τον πόνο της πτώσης μέχρι την ανιδιοτελή χάρη του φιλότιμου και την τρομερή σιωπή που λέει τόσα πολλά των Δελφών. Ολόκληρη η εμπειρία ήταν μια άφθαστη μαγεία, παρακινώντας κι άλλους να ανακαλύψουν την Ελλάδα από τη σέλα ή από ένα κάθισμα, εκεί όπου το ένδοξο παρελθόν συναντά το ανθεκτικό παρόν σε κάθε στροφή. Ναι, ταξίδεψα 1000 χλμ. πάνω σε δύο τροχούς και κάθε στροφή θα συνοψιστεί σύντομα σ’ ένα βιβλίο. Εκφράζω μια ειλικρινή ευγνωμοσύνη σε όλους όσους με υποστήριξαν, την Ένωση Θεσσαλονικέων Μελβούρνης, την Ελληνική Σχολή Ζήνων και την εφημερίδα «Νέος Κόσμος».

Ο Γοργοπόταμος σήμερα
Το σημείο εκκίνησης στη Σίνδο, στη Θεσσαλονίκη, στις 3 Οκτωβρίου

Το αρχαίο θέατρο της Λάρισας
Η θέα του Μακρύγιαλου από το ξενοδοχείο “Αχίλλειον”
Το περίφημο Χάνι της Γραβιάς
Αγώνας δρόμου για τον Ηνίοχο στην Άμφισσα
Η Σφίγγα στο Μουσείο των Δελφών
Ένα από τα πιο διάσημα μπρούτζινα αγάλματα της αρχαίας Ελλάδας, ο Ηνίοχος, στο Μουσείο των Δελφών
Ο ποταμός Λουδίας
Τάβλι με το Χρήστο στο καφενείο του νέου Μοναστηρίου
Ο Γεώργιος και ο Λευτέρης στο Νησελούδι διορθώνουν την πορεία μου
Άγαλμα του Φίλιππου Β’ της Μακεδονίας στη Μεθώνη
Ο Δημήτρης από την Καρδίτσα και εγώ στα Τέμπη
«Γυναίκα με παιδί», μαρμάρινη Στήλη στο Μουσείο Δίου
Το “Αλεξάνδρειο” στο Λιτόχωρο με φόντο τον Όλυμπο
Στον δρόμο προς τη Λάρισα με τον Όλυμπο σε απόσταση
Στο ΚΑΠΗ του Ζαππείου με τον Κώστα, τον Βασίλη, τον Νίκο και τον Θωμά

The post Μια ποδηλατική Οδύσσεια: Το Προσκύνημα της καρδιάς μου από την Αυστραλία στην Ελλάδα (φωτογραφίες) appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.