Oι παροικίες πάσχουν από τα σύνδρομα του ῾life style’ των πετυχημένων και της ῾λευκής᾽ ελληνικότητας του ῾αιώνια ξένου

Το βιβλίο «Τίνος Πατρίδα είναι – Οι Ελληνοαυστραλιανές παροικίες και το Μέλλον» είναι το πλέον πρόσφατο έργο των συγγραφέων Γιώργου Βασιλακόπουλου και Τούλας Νικολακοπούλου.

Η βασική θεματική του βιβλίου αφορά την ταυτότητα, την πατρίδα και τον τόπο, διερευνώντας τις έννοιες της «πατρίδας» και του «ανήκειν» μέσα από την προσωπική και συλλογική ιστορία, το βάρος της παράδοσης και την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.

Το βιβλίο συνδυάζει αφηγήματα που αναδεικνύουν τις αντιφάσεις και τις εντάσεις που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος στον προσδιορισμό του εαυτού του και της σχέσης του με την πατρίδα. Η ιστορία καταπιάνεται με την έννοια της Διασποράς, των μεταναστευτικών ρευμάτων, αλλά και της αντίστασης και της επανάστασης, προσφέροντας μια ενδελεχή μελέτη του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνεται η εθνική ταυτότητα σε διαφορετικά κοινωνικά και πολιτικά συμφραζόμενα.

Ειδικότερα, το βιβλίο εξετάζει την έννοια της πατρίδας και πώς αυτή προσδιορίζεται και αναγνωρίζεται σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο, τις αντιφάσεις και τις εντάσεις που δημιουργούνται όταν το άτομο βρίσκεται αντιμέτωπο με την έννοια του «πατριωτισμού» καθώς και τις ιστορικές συνθήκες που οδηγούν στη μετανάστευση και τις συνέπειές της για τους ανθρώπους που φεύγουν, αλλά και για τις χώρες που υποδέχονται μετανάστες.

Όλα τα κεφάλαια του βιβλίου, εκτός από ένα, έχουν δημοσιευτεί στον «Νέο Κόσμο» και η έκδοση είναι του urtext.

Οι Γιώργος Βασιλακόπουλος και Τούλα Νικολακοπούλου δίδαξαν Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο La Trobe της Μελβούρνης. Έχουν δημοσιεύσει κοινές μελέτες: “Υποτέλεια και ελευθερία: Έλληνες μετανάστες στη Λευκή Αυστραλία και κοινωνική αλλαγή” (2004), «Indigenous sovereignty and the being of the occupier: manifesto for a white Australian philosophy of origins” (2014), “The disjunctive logic of the world” (2014), “Hegel and the logical structure of love” (1999) και “(Un)willing collectives: on Castoriadis, politics and philosophy ”

(2018). Επίσης, τα “Monumental fragments: Places of philosophy in the age of dispersion (20123 – του Γιώργου Βασιλακόπουλου) και “The radical cririque of liberalism” (2008 – της Νικολακοπούλου).

Γιώργο συγχαρητήρια κατ’ αρχάς για το νέο σας πόνημα το οποίο, όπως βλέπουμε, αποτελείται από άρθρα που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια στον «Νέο Κόσμο». Θα ήθελα να σε ρωτήσω πώς νομίζεις ότι όλα όσα διαμείβονται μέσα από το βιβλίο έχουν άμεση ισχύ στην καθημερινή πολιτική και πολιτισμική ζωή σήμερα στην Αυστραλία, πάντα σε σχέση με τους μετανάστες και τους ιθαγενείς.

Στο σύνολό τους οι μελέτες μας, ακόμη και οι καθαρά φιλοσοφικές, εντοπίζουν και ερμηνεύουν, όχι όμως ουδέτερα. Στόχος τους είναι να καταγγείλουν τα τεχνάσματα των κάθε λογής εξουσιών, παροικιακών και μη, και τις σκοτεινές πλευρές των κάθε λογής ιδεολογιών. Τώρα στο ῾Τίνος πατρίδα είναι᾽ προτείνουμε ότι ένα από τα τεχνάσματα αυτά είναι και η κυβερνητική πολιτική του πολυεθνισμού. Ενώ ιστορικά ο πολυεθνισμός ξεκίνησε από τους μετανάστες ως πρόταση δικαιοσύνης και πολιτικής χειραφέτησης απέναντι σε μια Αυστραλία βαθιά ρατσιστική, κατάντησε σήμερα ένα τερτίπι μηδενισμού της αξιοπρέπειας των μεταναστών γιατί τελικά αφέθηκε στα χέρια του κράτους των χρηματοδοτήσεων και εκφράζεται μέσα στις παροικίες μας με την προβολή του συντηρητισμού των οικονομικών ελίτ, και τον εθναρχισμό της Αρχιεπισκοπής. Από μαχητικό ταξικό αίτημα, ανοιχτό ερώτημα, και στάση ζωής, από ιδανικό και πράξη λαϊκής συλλογικότητας, γνώσης και παιδείας ο πολυεθνισμός κατάντησε στις παροικίες ιδιωτική επιλογή ῾life style᾽ και ῾εθνικιστικό᾽ γούστο το οποίο, πακεταρισμένο με θρησκεία και παράδοση, η Εκκλησία και οι εκάστοτε κυβερνήσεις Ελλάδας και Αυστραλίας, μαζί δυστυχώς και με ορισμένες ιστορικές Κοινότητες, to πλασάρουν ως το αποκορύφωμα του πολιτισμού της (πάντα λευκής και πάντα καπιταλιστικής) χώρας μας. Εκεί χάνεται παντελώς το γεγονός ότι ο (νεο)πολυεθνισμός του σταυρού, της σημαίας, και των πανηγυριών είναι και η αιτιολόγηση του μονο-εθνισμού του λευκού κατακτητή ο οποίος, απ᾽ ό,τι φαίνεται, έχει πλέον ῾κατακτήσει᾽ και τις ῾εξωτικές᾽ παροικίες μας ως παροικίες του ευγνώμονα και ωφελιμιστή ῾ξένου᾽ από τον οποίο έχει επιμελώς αφαιρεθεί η ιστορική μνήμη και ευθύνη.

Εδώ βέβαια αναφερόμαστε στον Αγγλοσάξονα ιμπεριαλιστή και κοσμοκράτορα ο οποίος μετέτρεψε τον λευκό από καταχτητή της γης του Ιθαγενή σε Αυστραλό πατριώτη, τον σιονιστή σε Ισραηλίτη πατριώτη, και τον Έλληνα συνεργάτη των Γερμανών στον εθνικόφρονα φύλακα της μεταπολεμικής Ελλάδας, η οποία βέβαια, στην επίσημη εκδοχή της, παραμένει επιμελώς ξενόδουλη και έντονα αντιλαϊκή. Μιλάμε δηλαδή για Ελλάδα και Αυστραλία ως ιστορικές φάμπρικες παραγωγής βίας με προεκτάσεις μέσα στις παροικίες. Είναι αυτή η βία την οποία έχουμε εσωτερικεύσει όταν γιορτάζουμε την εθνική γιορτή, ή όταν τιμούμε τα θύματα των γενοκτονιών ή την κατάκτηση της Κύπρου, χωρίς ταυτόχρονα να δηλώνουμε την αμέριστη αλληλεγγύη μας με τους Ιθαγενείς, ή τους Παλαιστίνιους, η όταν μετατρέπουμε τους Έλληνες μετανάστες της μεταπολεμικής γενιάς με τις αγωνιστικές τους παραδόσεις σε παππούδες και γιαγιάδες των οποίων η ιστορία είναι: ξενιτεύτηκαν, δούλεψαν σκληρά για τα παιδιά τους, και έφυγαν ή σύντομα θα φύγουν.

Αν δεν έχουμε την ιστορική γνώση και την ανάλογη ευθύνη, το ότι είμαστε απόγονοι εθνικών τραγωδιών, ηρώων της επανάστασης, και χειραφετημένων μεταναστών δεν σημαίνει ότι ταυτόχρονα είμαστε και άξιοι θεματοφύλακες της μνήμης. Θα πρότεινα να αναθέσουμε την διοργάνωση των εορτασμών της 25ης Μαρτίου στην ομάδα νέων ῾Ελληνοαυστραλών για την Παλαιστίνη᾽.

Πώς βλέπεις τις πρόσφατες διαδηλώσεις March for Australia και πώς αυτές συνδέονται -σε γενικές γραμμές- με όλα όσα εσύ και η Τούλα θέλετε να εκπέμψετε μέσα από τα κείμενά σας που συγκροτούν το βιβλίο;

Τουλάχιστον έμμεσα, η επίσημη παροικία πιστεύει ότι η σύγχρονη ῾φιλόξενη᾽ Αυστραλία δεν ανήκει στους Ιθαγενείς, ανήκει σε αυτούς που την έχτισαν, δηλαδή στα μέλη της λευκής φυλής και του αυστραλιανού καπιταλισμού, μέρος της οποίας πασχίζουμε να είμαστε και εμείς. Αυτό βέβαια είναι και το κύριο σύνθημα της ακροδεξιάς η οποία διεκδικεί την Αυστραλία ως την πατρίδα του ῾δημιουργού της᾽, δηλαδή του αποικιοκράτη. Εξ ου και ο τίτλος βιβλίου μας, ῾Τίνος πατρίδα είναι;᾽.

Απέναντι σε αυτά τα ανιστόρητα φαινόμενα και τους παροικιακούς φορείς τους, τοποθετείται κριτικά, με ευθύνη, πιστεύουμε, η μελέτη μας. Μπορεί η ῾ελληνικότητα᾽ η οποία καλλιεργείται σήμερα στην παροικία να βοηθήσει τις νεότερες γενιές να αντισταθούν σε αυτές τις τάσεις; Αμφιβάλω.

Κατά πόσο πιστεύεις ότι η ελληνοαυστραλιανή παροικία υφίσταται ως τέτοια σήμερα, δεδομένου ότι βλέπουμε, το βιώνουμε δηλαδή, ότι τείνουν να κυριαρχήσουν συγκεκριμένες δυνάμεις οι οποίες στοχεύουν -και σε ένα μεγάλο βαθμό το έχουν καταφέρει- να μονοπωλήσουν τον παροικιακό λόγο και τη δράση;

Στις μέρες μας οι παροικίες βιώνουν πλέον την Αρχιεπισκοπική δυστοπία η οποία πρωτοεμφανίστηκε το 1924 και βρίσκεται εν εξελίξει για έναν αιώνα. Σήμερα το πιο εμφανές σημάδι αυτής της δυστοπίας είναι το ότι η Αρχιεπισκοπή έχει ανάγει τον εαυτόν της και σε θεματοφύλακα της ιστορικής μας μνήμης ως μεταναστών. Και αυτό χωρίς καμία αντίσταση ακόμη και από πνευματικούς πάροικους, ό,τι πιο υποτιμητικό μπορούμε να βιώσουμε ως συλλογικό σώμα. Επίσης οι παροικίες βιώνουν την ελληνικότητα του ωφελιμισμού και της υποτέλειας, με τον αντίστοιχο εμπεδωμένο θρησκευτικό και εθνικιστικό μηδενισμό των ῾πετυχημένων᾽ Ελληνοαυστραλών, οι οποίοι προβάλλονται ως ο κολοφώνας του θριάμβου της Αυστραλιανής μεταπολεμικής μετανάστευσης.

Τη δυστοπία αυτή φαίνεται ότι την είχε υιοθετήσει ως στρατηγική το Ελληνικό, αλλά και το Αυστραλιανό κράτος, το οποίο από ανέκαθεν μας θεωρούσε ως μια συμπαγή ομάδα θρησκόληπτων τα μέλη της οποίας συνέβαλαν στην δημοκρατία αυτής της χώρας όχι με το να την εμβαθύνουν αλλά με το να προσαρμοστούν κατάλληλα. Στα πανηγύρια μας οι Αυστραλοί πολιτικοί μας ευχαριστούν γιατί συμμορφωθήκαμε προς τις υποδείξεις του Αυστραλιανού εθνικισμού και καπιταλισμού ως η ῾εξωτική᾽ πολιτιστική παρένθεση στην δημοκρατία τους.

Είπες σε άλλη σου συνέντευξη ότι «αν οι παροικίες δεν παράγουν σκέψη και δεν ξαναβρούν την πολιτική τους αξιοπρέπεια, κινδυνεύουν να μείνουν μια εθνολατρική βιτρίνα». Αυτό φαντάζομαι ισχύει και για την ελληνοαυστραλιανή παροικία… Πώς από πρακτικής άποψης μπορεί να επιτευχθεί αυτό και ποια θα μπορεί να είναι η συμμετοχή των νέων γενεών, αν και αγγλόφωνων πλέον, σε αυτό; Τι σημαίνει για σένα αυτό που εσύ ονομάζεις δημοκρατική παράδοση;

Στην πολιτικοποιημένη τους εκδοχή τα μέλη της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς ήταν η γενιά δημιουργίας θεσμικών, δηλαδή συλλογικών, δημοκρατικών εκφράσεων και αγώνων χειραφέτησης, και ως εκ τούτου συνδιαλέγονταν με την ιστορία τους και την ιστορία αυτής της χώρας, αλλά και της Ελλάδας, ως ενεργοί πολίτες. Οι δύο παραδειγματικοί θεσμοί αυτού του προσανατολισμού ήταν της Κοινότητας και του Εργατικού Συνδέσμου.

Οι θεσμοί όμως πάντα βασίζονται σε κάτι που τους ξεπερνά: στην πολιτική παιδεία της δημοκρατίας και στο γενικευμένο συλλογικό αίσθημα της αναζήτησης τα οποία μεταφέρουν και μεταδίδουν, ή ῾πνίγουν᾽, οι παροικίες στο σύνολό τους. Αυτό το δημοκρατικό, ίσως και υπαρξιακό αίσθημα, μετά από συστηματικές επιθέσεις και κατατρεγμό, έχει ατονήσει με αποτέλεσμα οι αγγλόφωνες γενιές να αιωρούνται αμήχανα μεταξύ παροικίας και γενικότερης κοινωνίας.

Έχουν χάσει παντελώς τις ρίζες τους, άρα τη συλλογική μνήμη και την αντίστοιχη εμπέδωση ανοιχτής δημιουργίας και αναζήτησης. Αυτό πυροδοτεί ανασφάλειες οι οποίες είτε οδηγούν τα μέλη τους μακριά από τις παροικίες, είτε σε προσωπικές αναζητήσεις με απάγκιο την εκκλησία, την μιμητική σχέση με την παράδοση και με μια εξιδανικευμένη Ελλάδα της κατανάλωσης. Χρειάζεται να κατανοήσουμε ξανά ότι το ζητούμενο δεν είναι το ερώτημα ῾τι είναι η ελληνικότητά μας;᾽ αλλά ῾το πως και τι απαντά η ελληνικότητά μας σε βασικά ερωτήματα;᾽, τα οποία συνήθως είναι τα ερωτήματα γύρω από την κοινωνική δικαιοσύνη, γύρω από την επίμονη πρόκληση της εποχής μας, ῾ανθρωπιά ή βαρβαρότητα;᾽ Όταν αναπαυόμαστε σε μια παρωχημένη, αιώνια ελληνικότητα της εκκλησιαστικής υποτέλειας και του αυταρχισμού, όπως μας επιβάλει η Αρχιεπισκοπική δυστοπία, και του θρησκευόμενου εθνικισμού των εκάστοτε Ἑλληναράδων᾽ ηγετών μας τότε εκ των πραγμάτων είμαστε με το μέρος του μηδενισμού και της βαρβαρότητας χωρίς την θέληση να αναλάβουμε την ευθύνη που μας ανήκει για την ιστορία και τα δρώμενα αυτής της χώρας, και χωρίς να μπορούμε να αναγνωρίσουμε τις υπαρξιακές, πολιτικές, κοινωνικές και ιστορικές μας μεταναστευτικέ αγωνίες και αδιέξοδα.

Έχουμε ανάγκη από μια διασπορική κινητοποίηση για να απαλλαχθούν οι παροικίες, ανά τον Κόσμο, από τις δυστοπίες της Εκκλησίας, των παροικιακών ελίτ, του Ελληνικού κράτους, και τον υπεροπτισμό των αιώνια αποικιοκρατών, τους οποίους ο εγχώριος εθνικισμός μας μιμείται, αναπτύσσοντας τον ανάλογο κριτικό πολιτικό και πολιτιστικό λόγο αξιώσεων. Χρειαζόμαστε μια ελληνικότητα χωρίς τη δυστοπία τους, τον μηδενισμό τους και τον ρατσισμό τους, μια ελληνικότητα της πολιτικής αυτονομίας, της πολιτισμικής ουτοπίας και της προσωπικής αναζήτησης μακριά από την κάθε είδους υποτέλεια στις εξουσίες τους.

Όπως ανάφερα, οι παροικίες πάσχουν από τα σύνδρομα του ῾life style’ των πετυχημένων και της ῾λευκής᾽ ελληνικότητας του ῾αιώνια ξένου᾽, αυτήν την αποδοχή της ως πολυεθνικό στολίδι αυτοθαυμασμού της κυρίαρχης κοινωνίας του αποικιοκράτη και ως πορεία αδιεξόδου για τις νεότερες γενιές. Κουβαλάμε μέσα μας την ελευθερία του αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου, τη δογματική υποτέλεια και την πνευματική αρτηριοσκλήρωση του κληρικού.

Σε αυτή την ιστορική στιγμή φαίνεται ότι, μέσα στις παροικίες, κυριαρχεί ο εθναρχισμός και θρησκευόμενος εθνικισμός του κληρικού. Σήμερα οι λιγοστές φωνές διαμαρτυρίας, αν και αξιόλογες, χωρίς την απαιτούμενη πολιτική τόλμη ανάπτυξης κάποιας νέας συλλογικότητας με συγκρουσιακή διάθεση παραμένει μέρος της κρίσης και όχι του ξεπεράσματος της, είναι αποτέλεσμα διάλυσης του δημόσιου λόγου και όχι αφετηρία διαλόγου.

Για να τελειώσω όμως με μια νότα ουτοπικής αισιοδοξίας: η πολιτική και πολιτιστική αφύπνιση της ελληνοαυστραλιανής παροικίας θα μπορούσε να αρχίσει μελετώντας την ῾Πρέβεζα᾽ του Καρυωτάκη και έχοντας για σύνθημα αυτό των Ελλήνων μεταναστών των δεκαετιών του ’40, ’50 και ’60 οι αγώνες των οποίων οδήγησαν, έστω στιγμιαία, στον πολυεθνισμό της αξιοπρέπειας: ῾Η επανάσταση του 1821 δεν έχει τελειώσει᾽.

The post Oι παροικίες πάσχουν από τα σύνδρομα του ῾life style’ των πετυχημένων και της ῾λευκής᾽ ελληνικότητας του ῾αιώνια ξένου appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.