Ο HERBERT Vere Evatt κατέχει μια εξαιρετική θέση στην πνευματική και δημόσια ζωή της Αυστραλίας. Νομικός και πολιτικός σπάνιας ευθυκρισίας, διέβλεψε στο δίκαιο ένα περίτεχνο οικοδόμημα ικανό να αναχαιτίζει τα σκοτεινότερα ένστικτα της ανθρωπότητας και να προάγει τις υψηλότερες ιδέες της. Ως δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Γενικός Εισαγγελέας και Υπουργός Εξωτερικών, κινήθηκε με άνεση ανάμεσα στη νομική θεωρία και την πολιτική πράξη. Ανάμεσα στις διεθνείς παρεμβάσεις της Αυστραλίας, ο ρόλος του στη διαμόρφωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας συγκαταλέγεται στα πιο καθοριστικά επιτεύγματα. Με δική του συμβολή, η γενοκτονία αναγνωρίστηκε ως έγκλημα διεθνούς δικαίου, δημιουργώντας υποχρέωση που υπερβαίνει την εποχή του. Τα κριτήρια που επιδίωξε να ενσωματωθούν στη Σύμβαση καθιστούν ηθική και νομική επιταγή για την Αυστραλία την ομοσπονδιακή αναγνώριση των γενοκτονιών των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων. Η παράλειψη αυτής της επιταγής θέτει σε δοκιμασία τις αρχές που ο ίδιος θωράκισε για τη μεταπολεμική διεθνή τάξη.
Πριν αναλάβει διεθνείς αποστολές, ο Evatt είχε ήδη διακριθεί στη δημόσια ζωή. Ως Υπουργός Εξωτερικών κατά τη διάρκεια και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μετέφερε στο διεθνές πεδίο το ήθος που χαρακτήριζε την εσωτερική του δράση. Τα Ηνωμένα Έθνη, για εκείνον, δεν ήταν σκηνή ανταγωνισμού ισχύος, αλλά θεσμικό οικοδόμημα που προσδίδει νομική υπόσταση σε οικουμενικές αξίες. Προεδρεύοντας της Γενικής Συνέλευσης το 1948, καθοδήγησε την υιοθέτηση της Σύμβασης περί Γενοκτονίας και τόνισε ότι ο νόμος υπηρετεί αποστολή ευρύτερη από τον τυπικό περιορισμό: «Τα Ηνωμένα Έθνη δεν μπορούν να επιτρέψουν την περαιτέρω ολιγωρία». Η Σύμβαση εγκρίθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 1948· η Αυστραλία υπέγραψε δύο ημέρες αργότερα και επικύρωσε στις 8 Ιουλίου 1949. Για τον Evatt, αυτό δεν ήταν διπλωματική τυπικότητα, αλλά δέσμευση υπέρ αρχής ζωτικής για την ασφάλεια της ανθρωπότητας.
Ο τρόπος σκέψης του μαρτυρεί συγγένεια με το φυσικό δίκαιο στο διεθνές πλαίσιο. Η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας συνιστά εγγενές στοιχείο της έννομης τάξης, εδρασμένο σε αρχές υπεράνω των μεταβαλλόμενων βουλήσεων των κρατών. Το δίκαιο οφείλει να εκφράζει ηθική αλήθεια: «Η γενοκτονία είναι προμελετημένη πράξη που διαπράττεται με σκοπό την εξόντωση ομάδας ανθρώπων για λόγους εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής καταγωγής ή πεποιθήσεων. Οφείλουμε να πράξουμε ό,τι είναι δυνατό για να αποτραπεί η επανάληψη αυτών των εγκλημάτων και να τιμωρηθούν οι δράστες». Η αναγνώριση της γενοκτονίας ως εγκλήματος σε ειρήνη και πόλεμο αντλεί ισχύ από τη συνείδηση του πολιτισμού και αποστασιοποιείται από τον αυστηρό θετικισμό που ερείδεται αποκλειστικά στη συμβατική δέσμευση. Το διεθνές δίκαιο γίνεται μέσο με το οποίο η ανθρωπότητα διατυπώνει κοινό ηθικό κριτήριο και ρυθμίζει συλλογικά τη ζωή της.
Στη σκέψη του εγγράφεται και κοινωνικοδημοκρατική αντίληψη των θεσμών ως εργαλείων δικαιοσύνης. Οι νομικές δομές οφείλουν να προάγουν ισοτιμία, να προστατεύουν ευάλωτες κοινότητες και να περιορίζουν την αυθαιρεσία. Ένα διεθνές νομικό οικοδόμημα δεν μπορεί να υπηρετεί τους ισχυρούς, αλλά να κατοχυρώνει τα δικαιώματα όλων των λαών. Η συμβολή του στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εντάσσεται στο ίδιο όραμα του δικαίου ως εγγύησης της αξιοπρέπειας.
Η Σύμβαση περί Γενοκτονίας είναι η νομική έκφανση αυτής της θεώρησης. Ορίζει τη γενοκτονία ως πράξεις με πρόθεση εξόντωσης εθνικής, εθνοτικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας και καθιστά σαφές ότι συνιστούν έγκλημα τόσο σε ειρήνη όσο και σε πόλεμο. Με αυτά τα άρθρα, ο νόμος γίνεται θεματοφύλακας της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Evatt υποστήριξε διατάξεις που δεσμεύουν ιδιώτες και κρατικούς λειτουργούς, τονίζοντας ότι καμία εξουσία δεν βρίσκεται υπεράνω νομικού ελέγχου: «Επιδιώκουμε διακήρυξη που δεν θα αποτελεί επιβολή των νικητών επί των ηττημένων, αλλά συμφωνία που συνάπτεται ελεύθερα από κυρίαρχους λαούς και αναγνωρίζει τη γενοκτονία ως έγκλημα ακόμη και σε καιρό ειρήνης».
Ως ακρογωνιαίος λίθος του αναδυόμενου οικοδομήματος του διεθνούς ποινικού δικαίου αναδείχθηκε η Σύμβαση. Η μεταγενέστερη νομολογία επιβεβαίωσε την ορθότητα της συλλογιστικής του Evatt. Η απαγόρευση της γενοκτονίας έχει αναχθεί σε κανόνα jus cogens και έχει δημιουργήσει υποχρεώσεις erga omnes απέναντι στην ανθρωπότητα. Σε αυτό το πνεύμα, ο Evatt απέρριψε την αναμονή πλήρους ομοφωνίας για την υιοθέτηση και ενθάρρυνε την προώθηση ώριμων θεμελιωδών αρχών, επισημαίνοντας ότι: «η Σύμβαση μπορεί να συμπληρωθεί εκ των υστέρων με νέο κείμενο».
Συμφώνως κινήθηκε και η απόφανση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η οποία έκρινε ότι η υποχρέωση πρόληψης εκτείνεται σε μέτρα που αντιμετωπίζουν άρνηση και διαστρέβλωση. Ο ίδιος ο Evatt είχε υπενθυμίσει ότι «η γενοκτονία έχει σημειωθεί πολλές φορές στην πορεία των χιλιετιών», θίγοντας την ψευδαίσθηση μεταπολεμικής ανοσίας. Η απόφαση Βοσνία κατά Σερβίας το 2007 αναγνώρισε ουσιαστικά τη μνήμη ως συστατικό του καθήκοντος πρόληψης. Η αναγνώριση της γενοκτονίας διαμορφώνει συνείδηση ικανή να αναγνωρίζει προειδοποιητικά σημάδια και συνιστά συμμόρφωση προς τον προληπτικό σκοπό της Σύμβασης.
Μεταξύ 1914 και 1923, οι Αρμένιοι, οι Ασσύριοι και οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπέστησαν συστηματική εκστρατεία εξόντωσης που εξαφάνισε πανάρχαιες κοινότητες. Πλήθος σύγχρονων μαρτυριών από διπλωμάτες, ιεραποστόλους, οργανώσεις αρωγής και κοινοβουλευτικά πρακτικά πιστοποιούν εκτοπίσεις, λιμούς, εκτελέσεις και πολιτισμική εξάλειψη. Ο Νόμος περί Εκτοπίσεων του 1915 νομιμοποίησε την απομάκρυνση των Αρμενίων, με αποτέλεσμα μαζικό θάνατο και αποστέρηση. Οι ελληνικές κοινότητες, ιδίως στον Πόντο και στη δυτική Μικρά Ασία, αντιμετώπισαν επαναλαμβανόμενα κύματα διώξεων και εκπατρισμών. Οι ασσυριακοί πληθυσμοί στο Χακάρι και Τουρ Αμπντίν υπέστησαν οργανωμένες επιθέσεις με ανεπανόρθωτες απώλειες. Αν και προγενέστερα της Σύμβασης, τα γεγονότα αυτά διαμόρφωσαν το ηθικό πλαίσιο που ανέδειξε την ανάγκη διεθνούς προστασίας.
Ο Evatt δεν κατονόμασε ρητά την εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών στα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, οι αρχές που διατύπωσε εφαρμόζονται στα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Η θέση ότι η Σύμβαση προστατεύει ανθρώπινες ομάδες από τον αφανισμό ανεξαρτήτως ταυτότητας θυμάτων ή δραστών συνιστά νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσονται και οι γενοκτονίες των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων. Ο Raphael Lemkin αναγνώρισε τη γενοκτονία των Αρμενίων ως καθοριστική στη διαμόρφωση της σκέψης του και συνέδεσε τη μοίρα Ασσυρίων και Ελλήνων με ίδιο πρότυπο οργανωμένης εξόντωσης. Η σύγκλιση της ηθικής θεωρίας του Lemkin και της νομικής επιχειρηματολογίας του Evatt μαρτυρεί ότι η θεμελίωση του διεθνούς ποινικού δικαίου υπήρξε τόσο ηθική όσο και νομική διεργασία.
Καθοδηγητική στο έργο του Evatt παραμένει η αρχή ότι η προστασία από τον αφανισμό αφορά κάθε ανθρώπινη ομάδα. Η αναγνώριση των γενοκτονιών των Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων συνάδει απόλυτα με αυτή την αρχή. Η παραδοχή της ιστορικής αλήθειας ενισχύει το προληπτικό οικοδόμημα που εκείνος είχε κατά νου, ενώ η σιωπή υπονομεύει το ηθικό θεμέλιο του δικαίου. Η εγκυρότητα των νομικών κανόνων εξαρτάται από την ικανότητά τους να φωτίζουν το παρελθόν και να καθοδηγούν το μέλλον. Κάθε άρνηση ή αποσιώπηση διαρρηγνύει τη συνοχή της διεθνούς έννομης τάξης στην οποία ο Evatt συνέβαλε αποφασιστικά. Η αναγνώριση επικυρώνει την ακεραιότητα του νομικού οικοδομήματος που διαφυλάσσει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Στην Αυστραλία, τα κινήματα αναγνώρισης ενισχύθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες. Κοινοβούλια πολιτειών όπως της Νέας Νότιας Ουαλίας, της Νότιας Αυστραλίας και της Τασμανίας έχουν αναγνωρίσει τις γενοκτονίες με ψηφίσματά τους. Η εμβέλειά τους όμως παραμένει συμβολική. Η υποχρέωση που απορρέει από τη Σύμβαση αφορά το Κοινοπολιτειακό Κράτος. Μια συνεκτική εθνική θέση είναι αναγκαία ώστε η Αυστραλία να παραμείνει συνεπής προς τις διεθνείς δεσμεύσεις της και να τιμήσει την παρακαταθήκη που θεμελιώθηκε μέσω της ηγεσίας του Evatt. Η ομοσπονδιακή αναγνώριση θα επιβεβαίωνε την προσήλωση της χώρας στο ηθικό υπόβαθρο του διεθνούς δικαίου.
Το έργο του Evatt δείχνει ότι η διεθνής έννομη τάξη αντλεί δύναμη από την ένωση νομικής μορφής και ηθικού περιεχομένου. Η φυσικοδικαιική του αντίληψη, σε συνδυασμό με την πίστη στη δυνατότητα των θεσμών να προάγουν την αξιοπρέπεια, συνέθεσε όραμα του δικαίου ως διαπλαστικής δύναμης του πολιτισμού. Η υπεράσπιση της Σύμβασης περί Γενοκτονίας είναι εναργής έκφραση αυτού του οράματος. Για τον Evatt, η γενοκτονία πλήττει τη βάση της ανθρώπινης κοινότητας. Ως κληρονόμος της παρακαταθήκης αυτής, η Αυστραλία αντιμετωπίζει αντίστοιχη υποχρέωση: η αναγνώριση των γενοκτονιών των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων επιβεβαιώνει την ιστορική αλήθεια και συντηρεί το πλαίσιο που εκείνος θεμελίωσε.
Το δίδαγμα της δημόσιας πορείας του Evatt έγκειται στην πεποίθηση ότι το δίκαιο αντλεί νομιμοποίηση από τη μνήμη. Οι κοινωνίες ενισχύουν τα ερείσματα της δικαιοσύνης όταν αναγνωρίζουν τα εγκλήματα του παρελθόντος· η σιωπή διαβρώνει τη συνοχή των κανόνων. Η ομοσπονδιακή αναγνώριση των γενοκτονιών των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων θα επικύρωνε την αλήθεια και θα επανέφερε την Αυστραλία σε δημιουργική συνέχεια με τις πανανθρώπινες αρχές που ο Evatt ανύψωσε σε διεθνές κεκτημένο.
The post Ο H. V. Evatt και η νομική αρχιτεκτονική της Γενοκτονίας appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.