
Τίποτε δεν υποκαθιστά την εντύπωση της μορφής ενός αντικειμένου: την έκπληξη που επιφυλάσσει η κλίμακά του, τις μεταπτώσεις του φωτός πάνω στις αδρές ή λείες επιφάνειες, τη διαύγεια του υλικού, τις κηλίδες της πατίνας – όλα όσα καθιστούν τη θέαση του αυθεντικού αναντικατάστατη. Δεν μπορούμε να ξεγελάσουμε το μάτι και, συνακόλουθα, δεν μπορούμε να συγκινήσουμε την καρδιά αντικαθιστώντας το μοναδικό κράμα ανθρώπινης εφευρετικότητας και περάσματος του χρόνου που είναι ένα έργο τέχνης με ένα –οσοδήποτε εξαιρετικό – αντίγραφο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο μάτι του ειδικού ή την καρδιά του φιλότεχνου – υπάρχει μια υποδόρια μέθεξη των ανθρώπινων όντων με τα φυσικά υλικά που αρκεί μια βαθιά ανάσα για να την κεντρίσει.
Εάν όμως η θέαση γίνεται μέσα από την οθόνη του κινητού τηλεφώνου ή στοχεύει στη βέλτιστη ανάρτηση σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για ποια μέθεξη μιλάμε; Πράγματι, η επιπόλαιη ματιά των ξέπνοων περιπατητών στα μουσεία του 21ου αιώνα δεν αφήνει περιθώριο για βαθιές ανάσες. Ομως η εμπειρία δεν είναι μόνο θέαση. Από τη μία, υπάρχει η τοτεμική ισχύς του έργου που άγγιξε το χέρι του καλλιτέχνη, του αντικειμένου που δεν κατέστρεψαν η λάβα της Πομπηίας ή η οργή των βαρβάρων, του λειψάνου που λάτρεψαν γενιές πιστών. Από την άλλη, εμφιλοχωρεί η ιδιοτελής απόλαυση της κατ’ ενώπιον ενατένισης της Ιστορίας, της μεγαλοφυΐας, της ομορφιάς. Μέσα από αυτήν, ταυτιζόμαστε με τον προσκυνητή που διέσχισε θάλασσες κι ερήμους, με τον μαικήνα που αναγνώρισε το ταλέντο του τεχνίτη. Κοντολογίς, χρειαζόμαστε την ψευδαίσθηση ότι αγγίζουμε το αιώνιο.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία χρησιμότητα για τα αντίγραφα που παράγουν η ψηφιακή σάρωση και οι ακριβέστατες τρισδιάστατες εκτυπώσεις; Κάθε άλλο! Αυτοί οι καρποί της σύγχρονης τεχνολογίας είναι απαραίτητοι στον αγώνα διάσωσης των μουσειακών θησαυρών. Πρόσφατα, το Ιδρυμα Factum με έδρα τη Μαδρίτη αναπαρήγαγε μια χτένα από ελεφαντόδοντο του 5ου ή 6ου αιώνα από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη που είναι τόσο εύθραυστη που δεν μπορεί να μετακινηθεί δίχως κίνδυνο. Το μοναδικής εικονογραφίας αντικείμενο αυτό, με προσωποποιήσεις της Ρώμης στη μία όψη και της Κωνσταντινούπολης στην άλλη, είναι περιζήτητο σε εκθέσεις διεθνώς και το ακριβέστατο αντίγραφό του, που δεν μπορεί κανείς να διακρίνει από το αυθεντικό εκτός κι αν το κρατήσει στο χέρι του, θα μας επιτρέψει να το μοιραστούμε στο μέλλον με ένα ευρύτατο κοινό διαφυλάσσοντας τον θησαυρό που τύχη αγαθή μάς εμπιστεύτηκε. Ισως το αντίγραφο, με τη σειρά του, να γίνει ένα σύμβολο για τη δύναμη της ανθρώπινης επινοητικότητας όταν συνδυάζεται με την ευαισθησία.
Ο δρ Γιώργης Μαγγίνης είναι επιστημονικός διευθυντής
του Μουσείου Μπενάκη